Το 1923, ο, 50χρονος τότε Γάλλος ψυχίατρος, Joseph Capgras καταγράφει για πρώτη φορά στα πρακτικά του κλάδου της ψυχολογίας τον όρο της «ψευδαίσθησης των ομοίων ανθρώπων», ένα σύνδρομο που με την πάροδο του χρόνου έφερε το όνομά του. Κύριο ερέθισμα του γιατρού ήταν η περίπτωση μιας ηλικιωμένης ασθενούς του, η οποία ισχυριζόταν πως κάποιος είχε πάρει τη θέση του συζύγου αλλά και διάφορων συγγενών της! Μετά την πιστοποίηση της πραγματικής ταυτότητας των οικείων της, η συγκεκριμένη γυναικά νοσηλεύτηκε σε τοπικό ίδρυμα, προκειμένου να επιλυθεί αυτή της η παράνοια.
Η μορφή του συνδρόμου Capgras ουσιαστικά επαληθεύει διάφορα συμπτώματα της σχιζοφρένειας, με την άρρηκτη σχέση ανάμεσά τους να επιβεβαιώνεται. Τα πορίσματα των εκάστοτε μελετών συμπεραίνουν πως οι περισσότεροι παθόντες είναι γυναίκες, χωρίς ωστόσο να έχει ιδιαίτερη σημασία το φύλλο, ενώ η παράνοια και η υστερία συναντώνται σε όλες τις περιπτώσεις. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί μια ψυχιατρική διαταραχή, μια ψευδαίσθηση, που αναγκάζει τον ασθενή να μην αναγνωρίζει τα οικεία σε αυτόν άτομα, συγχέοντάς τα με τυχάρπαστους απατεώνες, που θέλουν να τον βλάψουν.
Όπως προαναφέρθηκε, πρόκειται για μια παρανοϊκή περίπτωση σχιζοφρένειας που ελλοχεύει κάποιον τραυματισμό σε τμήμα του εγκεφάλου. Παράλληλα, αυτή η νευρολογική πάθηση συνδέεται άρρηκτα με την άνοια και τις ημικρανίες, ακόμα και με τον διαβήτη ή τον υποθυρεοειδισμό, γεγονός που οδηγεί στη συνολική κατάρρευση του ατόμου.
Τη δεκαετία του 1980, 60 περίπου χρόνια μετά την αρχική παρουσίαση της ασθένειας, έλαβαν χώρα πολλαπλές έρευνες, με απώτερο στόχο τους την εξουδετέρωση του εν λόγω συνδρόμου. Η πλειονότητα των ασθενών που εξετάστηκαν ανιχνεύτηκε με προσωπαγνωσία, την αδυναμία δηλαδή της αναγνώρισης προσώπων, κυρίως συγγενών και φίλων. Αξίζει να σημειωθεί πως είναι ικανοί να ξεχωρίζουν κάθε τι άλλο, όπως χώρους και αντικείμενα.
Επιπρόσθετα, έχει πιστοποιηθεί ότι η ψυχική τους υγεία κλονίζεται μέσω της επαφής με κάποιο οικείο τους πρόσωπο, με τους γιατρούς να επισημαίνουν τη φυσιολογική ροή της ψυχοσύνθεσής τους τις στιγμές που συναναστρέφονται με άγνωστους.
Όπως γίνεται αντιληπτό, πρόκειται για μια ασθένεια η οποία κατακεραυνώνει κάθε είδος λογικής, λόγω τόσο του μη κοινότυπου παρουσιαστικού της όσο και της απρόσμενης εξέλιξης που δύναται να ακολουθήσει. Επομένως, πολλοί είναι και οι επιστήμονες που αποφάσισαν να ενασχοληθούν με το σύνδρομο Capgras, με τους William Hirstein και Vilayanur Ramachandran να αποτελούν τους κυριότερους αναζητητές των συμπτωμάτων και των αιτιών του.
Ο Hirstein υλοποίησε μελέτες προτού καταλήξει στο συμπέρασμα πρόκλησης της νόσου. Ανέπτυξε μια δημοφιλή θεωρία, σύμφωνα με την οποία συμμετέχουν δύο μέρη κατά τη συνάντηση με ένα γνώριμο πρόσωπο, το εξωτερικό, που σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά του προσώπου και της ομιλίας, και το εσωτερικό, που σχετίζεται με τα ενδόμυχα συναισθήματα και την προσωπικότητα. Προφανώς, δεν ενεργοποιείται το εσωτερικό μέρος, και μ’ αυτόν τον τρόπο, κάποιος που ταλανίζεται από το σύνδρομο Capgras αδυνατεί να ταυτοποιήσει την πραγματική υπόσταση του συνομιλητή, παρότι θυμάται το πρόσωπό του, έστω αμυδρά.
Σύμφωνα με τον Ramachandran, η ψευδαίσθηση αυτή συνδέεται και με την απώλεια μνήμης, θεωρώντας πως ο ασθενής βλέπει για πρώτη φορά κάποιον, παρά το γεγονός ότι έχει συναντηθεί πολλάκις μαζί του στο παρελθόν. Βέβαια, πολλοί είναι και οι ειδήμονες που επισημαίνουν την ταύτιση του συγκεκριμένου συνδρόμου με την παραμνησία, πάθηση που επηρεάζει κυρίως το λοβό του ματιού.
Ωστόσο, εξαιτίας της περιορισμένης δημοτικότητας της νόσου, το απανταχού ιατρικό επιτελείο αδυνατεί να προσαρμοστεί στα δεδομένα της κατάστασης, μην μπορώντας να διαγνώσει επίσημα το σύνδρομο χωρίς την μαρτυρία του οικογενειακού περιβάλλοντος. Παρ’ όλα αυτά, διάφορες ψυχολογικές εξετάσεις και αντιψυχωτικά φάρμακα αναμένεται να περιορίσουν τις πιθανότητες έξαρσής του, με την ταυτόχρονη επίδειξη υπομονής και επιμονής από γιατρούς και συγγενείς, αντίστοιχα.