Σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη στις ΗΠΑ τα 2/3 από τα άτομα με αυτοάνοσα νοσήματα αντιστοιχούν σε γυναίκες. Αυτή η προδιάθεση στην αυτοανοσία όμως γίνεται περισσότερο αντιληπτή σε ορισμένες ασθένειες, σε σχέση με άλλες. Για παράδειγμα, η αναλογία γυναικών προς άνδρες σε άτομα που υποφέρουν από ασθένειες όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας (MS) ή η ρευματοειδής αρθρίτιδα (RA), είναι περίπου δύο έως τρεις γυναίκες έναντι ενός άνδρα και αντιστοιχούν εννέα γυναίκες προσβεβλημένες από συστηματικό ερυθηματώδη λύκο (SEL) σε έναν άνδρα.
Όμως, αυτά τα στατιστικά στοιχεία δεν περιγράφουν πλήρως την κατάσταση. Σε ορισμένες ασθένειες π.χ. στην MS, η βαρύτητα της νόσου μπορεί να είναι χειρότερη στους άνδρες απ’ ότι στις γυναίκες.
Το γεγονός ότι οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς στα αυτοάνοσα νοσήματα έχει διαπιστωθεί εδώ και αρκετά χρόνια. Οι λόγοι για αυτόν τον αυξημένο κίνδυνο όμως δεν είναι απόλυτα κατανοητοί. Στην συνέχεια αυτού του άρθρου παρατίθενται κάποιες πιθανές εξηγήσεις του γεγονότος.
Αν και μπορεί να φανεί απίθανο, πολλά δεδομένα υποστηρίζουν ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δυο φύλων ως προς τις ανοσολογικές τους αποκρίσεις, τόσο στον άνθρωπο όσο και στο ποντίκι. Μετά την ανοσοποίηση και των δυο φίλων φάνηκε ότι τα θηλυκά παράγουν υψηλότερους τίτλους αντισωμάτων σε σχέση με τα αρσενικά. Μάλιστα, φαίνεται ότι συνήθως τα θηλυκά εμφανίζουν πιο έντονες ανοσολογικές αποκρίσεις. Στους ανθρώπους, αυτό παρατηρείται κυρίως στα νεαρά θηλυκά άτομα. Οι γυναίκες τείνουν να έχουν υψηλότερα επίπεδα CD4+ T κυττάρων και σημαντικά υψηλότερα επίπεδα IgM στον ορό.
Μια ασθένεια στην οποία παίζει ρόλο το φύλο, είναι η μόλυνση από τον ιό coxsackie τύπου B-3 (CVB-3). Έναν από τους αιτιολογικούς παράγοντες της ανοσομυοκαρδίτιδας. Τα αρσενικά ποντίκια είναι πολύ πιο επιρρεπή σε αυτήν την ασθένεια σε σχέση με τα θηλυκά. Ο CVB-3 προκαλεί κυρίως μια TH1 απόκριση στα αρσενικά ενώ τα θηλυκά αντιδρούν με προστατευτική TH2 απόκριση. Η απόκριση των θηλυκών μπορεί να διαφοροποιηθεί με ένεση τεστοστερόνης, η οποία τα κάνει επιρρεπή στην ασθένεια. Η αντίδραση των αρσενικών μπορεί να διαφοροποιηθεί με χορήγηση οιστραδιόλης, που τα καθιστά ανθεκτικά στον ιό.
Σε αυτό το σημείο όμως πρέπει να τονιστεί ότι οι διαφορές που παρατηρήθηκαν στα ποντίκια μπορεί να μην επεκτείνονται στον ανθρώπινο πληθυσμό.
Πως προκύπτουν επομένως αυτές οι διαφορές μεταξύ των φύλων;
Το ότι η τεστοστερόνη και η οιστραδιόλη επηρεάζουν την έκβαση της μόλυνσης από CVB-3, υποδηλώνει τον κρίσιμο ρόλο των φυλετικών ορμονών. Στον άνθρωπο φαίνεται ότι τα οιστρογόνα μόνα τους δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στην αιτιολογία της RA, ούτε της MS. Αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να είναι σημαντικά στον SLE. Αυτό προκύπτει από δεδομένα που υποστηρίζουν ότι τα οιστρογόνα μπορούν να ενεργοποιήσουν την παραγωγή αυτοαντισωμάτων σε επιρρεπή σε SLE ποντίκια. Αυτά τα αποτελέσματα μπορούν να διαφοροποιηθούν με αντι-οιστρογονικά σκευάσματα. Τα δεδομένα υποδηλώνουν ότι, τουλάχιστον στα ποντίκια, τα οιστρογόνα είναι ικανά να διεγείρουν παρόμοιο με τον SLE αυτοάνοσο νόσημα.
Επίσης, ανδρογόνα όπως η τεστοστερόνη, παίζουν σημαντικό ρόλο σε άλλα αυτοάνοσα νοσήματα. Θηλυκά NOD ποντίκια είναι πολύ πιο επιρρεπή στον αυθόρμητο διαβήτη και η στείρωση αυξάνει σημαντικά την ευαισθησία των αρσενικών NOD ποντικιών. Αυτό υποδηλώνει ότι η τεστοστερόνη μπορεί να είναι αποτελεσματική στη βελτίωση ορισμένων αυτοάνοσων αποκρίσεων και άρα προστατευτική έναντι διαφόρων αυτοάνοσων ασθενειών, όπως η MS, ο διαβήτης, ο SLE και το σύνδρομο Sjögren.