Βορειοανατολικά της Σαντορίνης, ανατολικά της Νέας Καμμένης, στα 40 μέτρα βάθος βρίσκεται το Κολούμπο, ένα υποθαλάσσιο ηφαίστειο,που ο κρατήρας του έχει διάμετρο μεγαλύτερη του 1,5 χλμ. και βάθος περίπου 500 μ. Στον πυθμένα του κολοσσιαίου κρατήρα σημειώνονται εξαιρετικά σπάνια φαινόμενα, όπως η έκλυση χρυσού και αργύρου, αλλά και βαρέων μετάλλων όπως το αντιμόνιο και ο ψευδάργυρος. Παράλληλα, εκλύονται φυσαλίδες θερμοκρασίας 220 βαθμών Κελσίου, οι οποίες περιέχουν κατά 99% διοξείδιο του άνθρακα. Σε κοντινή απόσταση από τον κρατήρα υπάρχουν ακόμα 20 υποθαλάσσια ηφαίστεια.
Η ιστορία του υποθαλάσιου ηφαιστείου Κολούμπο αρχίζει με σεισμούς και θανάτους. Από το 1649 αλλεπάλληλες σεισμικές δονήσεις τάραζαν τη Σαντορίνη, χωρίς κανείς εκείνη την εποχή να μπορεί να φανταστεί τι συνέβαινε 7 χλμ. βορειοανατολικά του νησιού. Ηταν τα προεόρτια της δημιουργίας ενός μοναδικού ηφαιστείου. Οι σεισμοί «έχτιζαν» σιγά σιγά τον χώρο και στις 14 Σεπτεμβρίου 1650, ένα χρόνο μετά, εκδηλώνεται μεγάλος σεισμός και η θάλασσα αρχίζει να αλλάζει χρώμα. Το νερό γίνεται πράσινο και ένα δολοφονικό αέριο εξαπλώνεται στην περιοχή σκορπώντας θάνατο. Ηταν το διοξείδιο του άνθρακα που προήλθε από το λειωμένο μάγμα στον φλοιό της Γης. Βρήκε διέξοδο μέσα από τις σχισμές του πυθμένα με αυτή τη μορφή. Στις 27 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, λάβα ξεπήδησε από τη θάλασσα και έδωσε στο ηφαίστειο τη μορφή που έχει σήμερα.
Η Μορφολογία του Κολούμπο
Η διατομή του υποθαλάσσιου ηφαιστείου Κολούμπο, όπως συλλέχθηκε με τομογράφο υποδομής πυθμένα φαίνεται στη εικόνα 2.24 (Σακελλαρίου κ.α., 2010)
Από την στρωματογραφία σε χαρακτηριστικά σημεία της περιοχής, παρατηρήθηκε ότι, το μέγεθος και το ύψος των ηφαιστειακών δόμων μειώνεται προς τα βορειοανατολικά, αποδεικνύοντας έτσι ότι η ηφαιστειακή δραστηριότητα μειώνεται καθώς αυξάνεται η απόσταση από τον Κολούμπο (Nomikou et.al., 2012b).
Το συμπέρασμα των ερευνών που πραγματοποιήθηκαν είναι ότι, η διακριτή γραμμή του Κολούμπο είναι μία ενεργή (πιθανώς δεξιόστροφη) ζώνη ολίσθησης. Η γραμμή του Κολούμπο αποτελεί “εύκολη” δίοδο, από την οποία εξέρχεται μαγματικό υλικό και είναι ζώνη δημιουργίας τάφρων και ηφαιστειακών δόμων, με μεγαλύτερο εξ΄ αυτών το υποθαλάσσιο ηφαίστειο Κολούμπο (Εικόνα 2.26) (Σακελλαρίου κ.α., 2010).
Η κ.Παρασκευή Νομικού ( λέκτορας Γεωλογικής Ωκεανογραφίας) ανέφερε ότι ο Κολούμπος είναι ένα τελείως διαφορετικό ηφαίστειο από εκείνο της Σαντορίνης, καθώς ο μαγματικός θάλαμός του πετρολογικά και γεωχημικά μοιάζει πολύ περισσότερο με το πιο μακρινό ηφαίστειο της Νισύρου προς τα ανατολικά.
Το υποθαλάσσιο ηφαίστειο Κολούμπο περιβάλλεται από υδροθερμικές «καμινάδες», με θερμοκρασία 220 βαθμών Κελσίου, που εκλύουν διοξείδιο του άνθρακα σε ποσοστό 99%. Στην περιοχή ζουν ασυνήθιστοι μικροοργανισμοί, για τους οποίους έχει δείξει ενδιαφέρον να τους μελετήσει ακόμη και η Αμερικανική Διαστημική Υπηρεσία (NASA).
Οι πρόσφατες υποθαλάσσιες έρευνες έχουν εντοπίσει στο ΒΑ τμήμα της καλδέρας κάποιες λίμνες γεμάτες διοξείδιο του άνθρακα σε βάθος περίπου 235 μέτρων και με θερμοκρασία 24 έως 25 βαθμών Κελσίου, ενώ τριγύρω είναι καλυμμένες από βακτήρια.Αυτές οι λίμνες, που βρίσκονται ακριβώς στην ενεργή ζώνη του ηφαιστειακού συγκροτήματος της Σαντορίνης, μπορούν να προειδοποιήσουν, επειδή αν τυχόν αλλάξουν σχήμα, μέγεθος ή σύσταση, τότε αυτό θα αποτελεί σήμα για επικείμενη επικίνδυνη ηφαιστειακή έκρηξη.
Το ηφαίστειο Κολούμπο μοιάζει με μια χοάνη που το βαθύτερο σημείο του είναι τα 504 μέτρα. Εκεί στον πυθμένα του, που αποτελείται από στερεοποιημένη λάβα, υπάρχουν ρηγματώσεις μέσα από τις οποίες εκλύεται διοξείδιο του άνθρακα σε ποσοστό 99% αλλά και κάποιοι σχηματισμοί, που λέγονται υδροθερμικές καμινάδες και αποτελούνται από μέταλλα όπως το χρυσάφι, το αντιμόνιο, ο άργυρος και το θάλλιο», λέει στα ΝΕΑ η κ.Παρασκευή Νομικού ( λέκτορας Γεωλογικής Ωκεανογραφίας).
Αυτές οι καμινάδες – αντίστοιχες δεν υπάρχουν στην καλντέρα της Σαντορίνης – μοιάζουν με ψηλόλιγνους καλόγερους ή με βραχώδη υψώματα που είναι διάστικτα από οπές. Βρίσκονται στο βορειοανατολικό τμήμα του πυθμένα του ηφαιστείου και η πιο ψηλή από αυτές φθάνει τα 5 μ. Η φαρδύτερη έχει διάμετρο 1,5 μ.
Ηδη από το 2006 ήταν γνωστή η ύπαρξη των καμινάδων, όχι όμως και τα πετρώματα από τα οποία αποτελούνται. Το 2011 και το 2012 μέλη της ελληνικής ερευνητικής ομάδας, με επικεφαλής την Παρασκευή Νομικού, που συμμετείχαν σε ωκεανογραφική ερευνητική αποστολή με το «E/V Nautilus» του αμερικανικού Πανεπιστημίου Rhode Island, συνέλεξαν με υποβρύχιο ρομπότ δείγματα πετρωμάτων – μεταλλευμάτων από αυτές τις καμινάδες, παγίδευσαν σε δειγματοσυλλέκτες φυσαλίδες από τα αέρια που εκλύονται από τις ρηγματώσεις του πυθμένα και δείγματα θερμού νερού.
Αυτό που έκανε αρχικά μεγάλη εντύπωση στους ειδικούς ήταν ότι στον πυθμένα του ηφαιστείου, μέχρι και 10 μ. ψηλότερα από αυτόν, δεν υπήρχε ίχνος ζωής. Κανένα μικρό ψάρι, καμία βαθύβια γαρίδα. Μόνο ένα παράξενο πορτοκαλοκόκκινο υλικό, ένα αλλόκοτο μικροβιακό οικοσύστημα ανακατεμένο με άμορφα σιδηροξείδια, απλωνόταν παντού. Το διαπερνούσαν οι φυσαλίδες από τις ρηγματώσεις που αποδείχθηκε ότι εκλύουν μόνο διοξείδιο του άνθρακα μετατρέποντας τον πυθμένα του Κολούμπο σε τοξική λίμνη.
Οι επιστήμονες έφεραν στην επιφάνεια τα δείγματα από τις καμινάδες και άρχισαν την πολύπλοκη ανάλυσή τους με διάφορες τεχνικές και μηχανήματα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σε ορισμένα εξειδικευμένα εργαστήρια του εξωτερικού, ώστε να προσδιοριστεί η χημική τους σύσταση, να αποκαλυφθούν τα κύρια, δευτερεύοντα στοιχεία και ιχνοστοιχεία που περιείχαν.
Κονιορτοποίησαν μικρά τμήματα από τις καμινάδες και τα αποτελέσματα των αναλύσεων έδειξαν ότι κάτω από το ηφαίστειο βρίσκεται ένα πολυμεταλλικό κοίτασμα εν τη γενέσει του.
«Οι αναλύσεις μας έδειξαν την ύπαρξη χρυσού σε περιεκτικότητα που εντυπωσιάζει. Η ανώτατη τιμή που μετρήσαμε ήταν 32 γραμμάρια στον τόνο και η μέση τιμή 9 – 10 γραμμάρια στον τόνο», λέει ο Στέφανος Κίλιας. «Η μέγιστη περιεκτικότητα του δείγματος σε άργυρο ήταν 1.910 γραμμάρια στον τόνο. Ακόμα πιο εντυπωσιακή ήταν η συγκέντρωση του αντιμονίου, αυτού του στρατηγικής σημασίας μετάλλου. Το βρήκαμε σε μέγιστη περιεκτικότητα 22.400 γραμμάρια στον τόνο (πάνω από 2,2% κατά βάρος!) Πρόκειται για ποσότητα που ενδεχομένως να μην έχει καταγραφεί ποτέ άλλοτε στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία».
Από τα παραπάνω συμπαιρένουμε ότι ο Κολούμπος είναι ένα τελείως διαφορετικό ηφαίστειο από εκείνο της Σαντορίνης και ένα νέο ερευνιτικά πεδίο που θα κεντρίσει το ενδιαφέρον των επιστημόνων τόσο για την ηφαιστειακή του δραστηριότητα όσο και για την χημική – ορυκτολογική του σύσταση.