Η Γιοβάννα αν και έχει εγκαταλείψει την επαγγελματική πορεία της στο τραγούδι σαράντα χρόνια, έχει αποτυπωθεί βαθιά στη μνήμη μας ως η τραγουδίστρια με τη μαγική φωνή μεγάλων επιτυχιών του ελαφρού τραγουδιού. Ποιος δεν έχει παρασυρθεί με την ερμηνεία της στο τραγούδι “Θυμήσου τον Σεπτέμβρη”, “Κάπου υπάρχει η αγάπη μου”, “Χόρεψαν τ` άσπρα πουλιά”, “Αν θυμηθείς τ` όνειρό μου”.
Αν αυτή η μελωδική φωνή για την Γιοβάννα Καλπαξή ήταν ένα θείο δώρο, η συγγραφή είναι το απόσταγμα από την εσωτερική της διαδρομή, τη βαθιά ενδοσκόπηση του εαυτού της δια μέσου αυτού του κόσμου.
Αρκετά από τα βιβλία της φιλοξενούνται στη βιβλιοθήκη του Χάρβαντ και η ποίησή της αραχνοϋφαίνεται χρόνο με τον χρόνο στη συνείδησή μας.
Γιοβάννα: Μια εποχή γραμμένη με μελωδίες και ανεξίτηλο μελάνι.
Επιμέλεια συνέντευξης για το περιοδικό MAXMAG: Άννα Ρω
Ίσως να φταίει που δεν σκάρωσα ένα όνειρο για να κυνηγήσω/ Που άφησα τους δείκτες χωρίς να με ρωτήσουν, να χαράζουν δρομολόγια.
Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας τη διαδρομή της ζωής σας που κυοφόρησε αυτό το δίστιχο, στο ποίημά σας «Γελάω» της ποιητικής συλλογής με τίτλο «Άχρονος καιρός»;
Είναι τόσα πολλά αυτά που πρέπει να πω για να απαντήσω στην ερώτησή σας!
Θα το προσπαθήσω. Μόνο που η δικιά μου διαδρομή με τους δικούς μου Λαιστρυγόνες και τα κεχριμπάρια, ήταν πολύ μεγάλη και σε δυο διαφορετικές αλλά συγγενικές «γραμμές των οριζόντων.»
Τραγούδι – Λόγος. Το τραγούδι κι εγώ γεννηθήκαμε μαζί και το υπηρέτησα με το ένστικτό μου πριν, πολύ αργότερα, βυθιστώ στο γράψιμο και βρω ποια είμαι. Έχει σημασία που το λέω.
Ενώ ήμουν ακόμα μαθήτρια στο γυμνάσιο, αλλά και στο ωδείο Αθηνών – όπου με υποτροφία σπούδαζα φωνητική για την όπερα – έδωσα εξετάσεις στο ΕΙΡ γιατί μου άρεσε το ελαφρό τραγούδι, κυρίως το ξένο.
Πέρασα και άρχισα τις εκπομπές με τη μεγάλη ορχήστρα και με το ψευδώνυμο Γιοβάννα, από το Ιωάννα για να μην το μάθει το ωδείο και μου κοπεί η υποτροφία. Το δίστιχο που αναφέρατε, από το ποίημά μου «Γελάω», δεν είναι παρά η οπτική μου, η ανησυχία μου για την παρέκκλιση του σημερινού ανθρώπου από τις θεμελιακές αξίες.
Η φιλοσοφία του ποιήματος είναι πάνω στη σημερινή ζωή και τις νοσηρότητά της, το ανεύθυνο πιστεύω του « Να περνάμε καλά» που βασιλεύει, κατά πλειοψηφία δυστυχώς, στις παρέες των παιδιών. Σ’ αυτό παραμονεύει και το χαράμι των νιάτων, της ζωής όλης και ο θάνατος ακόμα.
Πώς νίκησε η πένα τη μελωδία; Πώς έγινε η μετάβαση από την έκθεση, την εξωστρέφεια που απαιτεί το τραγούδι στη μοναχική ενδοσκόπηση ενός συγγραφέα;
Εγκατέλειψα την ιδέα της όπερας όταν μετά το δίπλωμά μου με βραβείο από το ωδείο Αθηνών, κέρδισα κρατική υποτροφία να σπουδάσω στο Ωδείο της Santa Cecilia της Ρώμης και από Σάββατο σε Δευτέρα την είχα χάσει. Θλιβερή ιστορία. Έτσι γύρισα την πλάτη στην όπερα και δόθηκα στο ελαφρό τραγούδι. Δεν το μετάνιωσα ποτέ.
Μπαίνοντας στο στίβο του ελαφρού τραγουδιού, έκανα εκπομπές με τη μεγάλη ορχήστρα του ΕΙΡ που διηύθυναν οι καθιερωμένοι μαέστροι και συνθέτες της εποχής.
Επαγγελματικά εργάστηκα για τέσσερα χρόνια στα καλύτερα τότε νυχτερινά κέντρα που καμιά σχέση δεν είχαν με τα σημερινά. Να φανταστείτε ότι στη είσοδό τους, υπήρχαν βιτρίνες με ξαπλωμένες μπριζόλες, ενώ, πότε πότε, ξέπεφτε στα καμαρίνια μας που μύριζαν μούχλα και κανένα ποντικάκι. Σκληρή εμπειρία για ένα άβγαλτο κορίτσι όπως εγώ αλλά και αναγκαία. Το νόμισμα της ζωής έχει κι αυτό δύο όψεις και πρέπει να τις ξέρουμε.
Γιοβάννα… “Αν θυμηθείς τ` όνειρό μου”
Στη δισκογραφία, περαστικός για μένα ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης και τον ευχαριστώ από την καρδιά μου που μου έδωσε το «Αν θυμηθείς το όνειρό μου» τη «Μυρτιά”, το «Ροδιά τετράκλωνη». Δεν συνεχίστηκε η επαφή μας γιατί, στη συνέχεια επέλεξε λαϊκούς ερμηνευτές που ο ήχος τους ταίριαζε καλύτερα από τον δικό μου ήχο στα δημιουργήματά του.
Το ίδιο περαστικός ήταν και ο Ξαρχάκος που τόσο αγαπώ και πιστεύω. Τραγούδια του τραγούδησα σε ένα μικρό δίσκο, μεταξύ των οποίων το «Χόρεψαν τ’ άσπρα πουλιά» το «Πάρε το δρόμο μας», το «Με ρωτάς». Μετά πήγε σε άλλη εταιρεία, και χαθήκαμε.
Η συνεργασία με τον Σπήλιο Μεντή
Ο Σπήλιος Μεντής έγραψε πολλά από τα τραγούδια του για τη φωνή μου. Ήταν αυθεντικός συνθέτης, είχε δικά του δακτυλικά αποτυπώματα για να το πω έτσι, δεν επηρεάστηκε καθόλου από το νέο ρεύμα της εποχής. Έγραφε και σημαντικούς στίχους, αλλά δεν ήταν επαγγελματίας μουσικός. Έκανα πολλούς δίσκους με τραγούδια δικά του – στίχοι μουσική – αλλά και με την ποιητική σειρά «Καϋμοί της γειτονιάς» του Ρίτσου που μελοποίησε.
Τον περασμένο χειμώνα έκανα δυο φορές ρεσιτάλ αφιερωμένο αποκλειστικά στο Σπήλιο Μεντή. Του το χρωστούσα. Ησύχασε η Ψυχή μου.
Με το Σπήλιο, πήραμε το δεύτερο βραβείο στο δεύτερο φεστιβάλ ελληνικού τραγουδιού με το τραγούδι «Καλοκαιράκι» που έγινε το καλοκαίρι του 1960 στον Ιππόδρομο Αθηνών. Στα φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που λάβαμε μέρος, βραβευτήκαμε και με άλλα του τραγούδια.
Βαρσοβία, Μόσχα, Πετρούπολη, Κριμαία, Γεωργία, μια αέναη διαδρομή
Η καριέρα μου στο εξωτερικό άρχισε από τη συμμετοχή μου στο διεθνές Φεστιβάλ της Πολωνίας. Διάλεξα το τραγούδι του Πλέσσα «Τι κρίμα» και κέρδισα το πρώτο βραβείο. Αμέσως μετά με περίμενε ένα εισιτήριο για τη Σοβιετική Ένωση.
Εκεί επί τρεις χρονιές, έκανα εκατόν πενήντα κοντσέρτα, – πενήντα τη φορά – με μια από τις συμφωνικές ορχήστρες ελαφράς μουσικής της Μόσχας την οποία διηύθυνε ο Μίμης Πλέσσας την πρώτη, και τη δεύτερη και τρίτη ο Κώστας Καπνίσης. Τριάντα πέντε εξαιρετικοί μουσικοί ταξιδεύανε μαζί μου αεροπορικώς για την τουρνέ: Μόσχα, Πετρούπολη, Κριμαία, Γεωργία. Η ανταπόκριση του κοινού ήταν το λιγότερο ενθουσιώδης.
Τη δεύτερη και τρίτη χρονιά που κλήθηκα πάλι για κοντσέρτα, τα εισιτήρια ήταν προπωλημένα από μήνες, οι κριτικές στις εφημερίδες διθυραμβικές. Τις φέρνω στο μυαλό μου και δεν πιστεύω ότι τις έζησα. Απίστευτη εμπειρία. Έχω όμως πολλά αποκόμματα δημοσιεύσεων και φωτογραφίες που μου τα θυμίζουν.
Έκανα εμφανίσεις και στην τηλεόραση. Στη Μόσχα στη Γεωργία, στην Πετρούπολη, όπως και δίσκο με όλα τα τραγούδια των κοντσέρτων, συνοδεία της συμφωνικής που με συνόδευε και που πωλήθηκαν κατά εκατομμύρια, – χωρίς ποσοστά βέβαια για μένα, μόνο με ένα συμβατικό εφάπαξ. Έτσι γινόταν τότε.
Γιοβάννα: η τραγουδίστρια του ύμνου της Τυφλίδας “Dbilisso”
Με τη Γεωργία ειδικά με δένει ένας βαθύτατος δεσμός. Τρεις φορές τραγούδησα στο στάδιό τους με δέκα χιλιάδες κόσμο. Υπήρχε Ελληνισμός και ήμουνα η Ελληνίδα από την πατρίδα. Ήμουν η ελληνική γλώσσα, η νοσταλγία, η ελευθερία του έξω κόσμου τότε.
Και από τους καθαρόαιμους Γεωργιανούς όμως, την ίδια ανταπόκριση είχα. Τραγούδησα και ένα τους τραγούδι τους στη γεωργιανή γλώσσα. Το Dbilisso, που υμνεί την Πρωτεύουσά τους, την Τιφλίδα. Από τότε μπήκα στην καρδιά τους κι εκείνοι στη δικιά μου. Στις εθνικές γιορτές τους το βάζουν πάντα με τη δική μου εκτέλεση. Η αγάπη τους, υπήρξε και είναι ακόμα αληθινό βάλσαμο για τις ανασφάλειές μου. Με αγκάλιασαν έτσι όπως ούτε να ονειρευτώ δεν μπορούσα.
Να φανταστείτε ότι μετά το ρεσιτάλ, όλοι εκείνοι που δεν μπόρεσαν να βρουν εισιτήριο και ήταν εκατοντάδες, περίμεναν να βγω για να με δουν, να με αγγίξουν. Γι’ αυτό και έφιππη αστυνομική δύναμη προστάτευε την έξοδό μου από το palais des sports μέχρι να μπω στο ταξί που με περίμενε. Θυμάμαι πως, παρόλα αυτά ο κόσμος επέμεινε. Όρμησε, και άντρες κρατούσαν το ταξί μου από τον προφυλακτήρα για να μην απομακρυνθώ. Μου πέταξαν κι ένα κεχριμπαρένιο κολιέ από το μισάνοιχτο παράθυρο που το έχω ακόμα.
Η Γεωργία τίμησε και τιμά τη Γιοβάννα ως επίτιμη πολίτιδά της πρωτεύουσας της.
Όταν, πολλά χρόνια μετά, ο πρέσβης μας εκεί, Τάσος Κριεκούκης με κάλεσε να πάω προσκεκλημένη του στον Πολιτιστικό μήνα της Ελλάδας στη Γεωργία, σχεδόν δε χρειάστηκε διαβατήριο για να περάσω στο αεροδρόμιο. Στο δρόμο οι περαστικοί με φώναζαν με το όνομά μου. Αγκαλιές, ουρές για φωτογραφίες και αυτόγραφα, δώρα, συνεντεύξεις από εφημερίδες και τηλεόραση… Γυναίκες της τέχνης, της συγγραφής, ποιήτριες, τραγουδίστριες αλλά και της Επιστήμης – δημιούργησαν βραδιές για να με τιμήσουν.
Η πρώτη κυρία, σύζυγος του Προέδρου Σεβαρντνάτζε, έδωσε συνέντευξη στην τηλεόραση για την παρουσία μου εκεί μετά από τόσα χρόνια. Ζωντανό θρύλο με αποκαλούσαν. Πήγα για τρεις μέρες και έμεινα έντεκα, μέχρι το τέλος του πολιτιστικού μήνα. Η τελευταία μέρα των εκδηλώσεων, έγινε στο μεγάλο τους θέατρο με τη συμμετοχή του Δημήτρη Σγούρου σε έργο Μπραμς και τη συμφωνική ορχήστρα, ογδόντα οργάνων αλλά και χορωδία εκατό χορωδών.
Στο ακροατήριο ήταν ο πρόεδρος Σεβαρντάτζε με όλη η κυβέρνηση όπως και ο Πατριάρχης. Την παραμονή μου ζητήθηκε, εκτός προγράμματος, να τραγουδήσω το Dbilisso. Και το τραγούδησα στο κατάμεστο θέατρο, με την ίδια ορχήστρα και με συνοδεία εκατό χορωδών. Εκεί γνώρισα και τον διεθνή έλληνα μαέστρο, Οδυσσέα Δημητριάδη.
Δεν μπορώ να ξεχάσω και την γνωριμία μου με τον Πατριάρχη της Ορθόδοξης εκκλησίας στη Γεωργία, τον Ηλία τον Β’. Κάθε φορά με καλούσε στο πατριαρχεί να γευματίσουμε μαζί και μου έκανε δώρα που τα κρατώ με πολλή συγκίνηση και σεβασμό. Τον αγαπώ πολύ όσο και ο λαός του που τον σέβεται και τον θαυμάζει απεριόριστα. Εύχομαι να είναι καλά, να ποιμαίνει το ποίμνιό του μέχρι το τέλος του. Μεγάλα δώρα αυτά στη ζωή μου γενικότερα. Δεν ξεχνιούνται.
Λίγα χρόνια μετά με φώναξαν πάλι για να τραγουδήσω το Dbilisso στη γιορτή για την Πρωτεύουσά τους αλλά και για να με αναγορεύσει σε επίσημη τελετή, ο Δήμαρχός της, επίτιμη πολίτιδά της, δίνοντάς μου το κλειδί της.
Ευχαριστώ.
Ναι, στη Ρωσία και στη Γεωργία έμαθα τι σημαίνει να σε τιμούν, τι σημαίνει να είσαι είδωλο. Αυτή η τιμή, δεν έγινε γνωστή εδώ, δεν ασχολήθηκαν τα ΜΜΕ, αν εξαιρέσω την Όλγα Σελά δημοσιογράφο της Καθημερινής.
Η εσωτερική πορεία
Εξαιρετικά δύσκολη η ερώτησή σας. Τι να πω… Ήρθαν τα πράματα έτσι. Δαίδαλος. Από το μέσα μου και τις έξω συγκυρίες. Δεν είχα στα χέρια μου τον εαυτό μου, δεν με ήξερα, έπρεπε να με βρω. Και με το γράψιμο, με βρήκα. Γιατί, όπως το βλέπω τώρα, από όλα όσα σας είπα αλλά και από τη ζωή μου, έλλειπα… εγώ. Μου είχε αφαιρεθεί το Εγώ. Υπάρχει χειρότερο;
Πολύ μετά κατάλαβα ότι είχα χρέος, απέναντι στον εαυτό μου, να χαρώ τα δώρα που μου έδωσε ο Θεός, η φύση, όπως θέλετε πείτε τε το, να χαρώ ελεύθερη τους κόπους μου, αυτό που κατάφερνα όταν το κατάφερνα, για να μπορώ να έχω εμπιστοσύνη σ’ εμένα. Όσο για όνειρα δεν ήξερα να τα κάνω. Με το που εμφανιζόντουσαν τα έσβηνε ο φόβος. Ο καταλυτικός φόβος. Έμπαινα στο αεροπλάνο να πάω στην Ευρώπη να τραγουδήσω και σκεφτόμουν τι καλά θα ήταν το αεροπλάνο να προσγειωνόταν γυρίζοντάς με πίσω.
Έτσι μεγάλωσα. Ο φόβος εγκαταστάθηκε μέσα μου από την πρώτη μου ανάσα αλλά και πιο πριν, αν αληθεύει αυτό που λένε ότι το έμβρυο ακούει, καταλαβαίνει, αποθηκεύει, επηρεάζεται. Και η πίκρα είναι πώς από μωρό, κατόπιν σχεδίου, μισερεύτηκε η χαρά της ζωής που μου ανήκε.
Τώρα τα σκέπτομαι, τώρα τα αξιολογώ.
Στην καριέρα μου δεν είχα κάποιον να σταθεί δίπλα μου να καλύψει τα κενά μου: Έλλειψη αυτοπεποίθησης, έλλειψη πίστης στις ικανότητές μου, τι όπλο είχα και μαζί ένα πολύ ευαίσθητο νευρικό σύστημα. Νομίζετε λοιπόν, ότι θα μπορούσα έτσι, θέσει και φύσει άοπλη να τα βγάλω πέρα στην παγκόσμια καριέρα που ανοιγόταν μπροστά μου;
Γιοβάννα: Μια πλούσια ευρωπαϊκή πορεία
Βοήθεια στην ευρωπαϊκή καριέρα μου πήρα μόνο από τον ο Louis Rey, τον διευθυντή του ραδιοφωνικού σταθμού Γενεύης. Με άκουσε στο φεστιβάλ της Πολωνίας όπου και ήταν μέλος την κριτικής επιτροπής. Μου ζήτησε να εκπροσωπώ κάθε μήνα την Ελβετία στα κοντσέρτα Musique aux Champs Elyees – που γινόντουσαν με συμμετοχή των χωρών της Ευρώπης κάθε φορά και σε άλλη χώρα της. Αυτός μου έδωσε και την ευκαιρία να διαγωνιστώ με άλλες πέντε διαγωνιζόμενες [δύο από κάθε καντόνι], για να κερδίσω την εκπροσώπηση της Ελβετίας στη Γιουροβίζιον που το 1965 θα γινόταν στη Νάπολι της Ιταλίας. Κέρδισα και την εκπροσώπησα με ένα απαιτητικό γαλλικό τραγούδι, το «Non a jamais sans toi». Το 1965 ήταν η χρονιά που της εισόδου στον κόσμο του τραγουδιού το «ye…ye…» όπως ονομάστηκε. Κέρδισε η Φρανς Γκαλ, ένα κορίτσι δεκαέξι χρονών. Εγώ ήρθα όγδοη στις δεκαοχτώ χώρες αποσπώντας την υψηλότερη βαθμολογία των γαλλόφωνων χωρών.
Δισκογραφία έκανα και στη Γερμανία όπου ένας δίσκος μου έφτασε τις διακόσιες χιλιάδες σε πωλήσεις. Είχα και φαν κλαμπ, εκεί. Στη Γερμανία συμμετείχα και σε τουρνέ με το γκρουπ του Γάλλου ηθοποιού και τραγουδιστή Sacha Distel. Δίσκο έκανα και στη Γαλλία με τέσσερα τραγούδια το ένα από τα οποία ήταν το “Le ciel est une plage” «ποιος να σφυρίζει κάθε βράδυ» στα ελληνικά, του Γιάννη Σπανού. Έκανα και στην Ιταλία τέσσερα τραγούδια. Είχα πολύ καλές κριτικές.
Πρέπει ακόμα να πως ότι ήμουν η πρώτη με την οποία εγκαινιάστηκε ζωντανή τραγουδιστική εκπομπή στην πειραματική τηλεόραση που εξέπεμπε το ΕΙΡΤ πια, στο μέγαρο του ΟΤΕ. Ήταν κι αυτή μια ωραία εμπειρία. Στη Ελληνική τηλεόραση είχα και δικές μου εκπομπές, Ευτυχώς τις έχει κρατήσει η ΕΡΤ.
Από το τραγούδι στη συγγραφή
Και για να απαντήσω επιτέλους στο ερώτημά σας, πώς έγινε και άφησα το τραγούδι για το γράψιμο, πρέπει να πω πως κάποια στιγμή, ο Μεγάλος Κλειδούχος, γύρισε για αλλού τις ράγες μου. Κλείστηκαν οι ορίζοντες, κλείστηκα κι εγώ. Παντρεύτηκα τον Δημήτρη Καλπαξή, νομικό και γενικό διευθυντή ξενοδοχειακών τραστ που καμία σχέση δεν είχε με τη μουσική και το τραγούδι. Όταν του ζητούσα να τραγουδήσει κάτι, έλεγε με μια πολύ ωραία φωνή βαρυτόνου αλλά ελαφρώς φάλτσα, το «Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη το ποτάμι». Όταν όμως έκανε μπάνιο, τραγουδούσε πολύ σωστά την άρια από την όπερα Μπούφα του Μότσαρτ οι γάμοι του Φίγκαρο: “a brabo Figaro , bravo bravissimo!” και γελούσαμε.
Εγώ όμως ήμουνα άλλη και με τίποτα δεν ήθελα να ξαναμπώ στις ταβέρνες. Έπρεπε να βρω διέξοδο. Οι καριέρες τότε, αυτά, τα ταβερνοκέντρα είχαν ως βάση. [προβολείς τρεις: Ένας άσπρος ένας κόκκινος, και ένας μπλε. Η πίστα πέντε επί πέντε, τα τραπέζια κολλητά, και ο καπνός ασφυκτικός. ] Τα ρεσιτάλ δεν είχαν εδραιωθεί κι εγώ που δεν γεννήθηκα για να ανοίγω δρόμους, τα φοβόμουν πολύ! Έτσι άρχισα να μυρίζομαι σαν το σκυλί το δωμάτιο της ύπαρξής μου, για διέξοδο.
Θυμήθηκα ότι στο Γυμνάσιο έγραφα τα έμμετρα κείμενα στις σχολικές παραστάσεις κι άρχισα να γράφω ό,τι μου κατέβαινε. Έτσι ξεκίνησε η μεγάλη πορεία. Ο Σπήλιος Μεντής που ήταν φίλος με το Γιάννη Ρίτσο, με γνώρισε σ’ αυτόν κι έγινε ο δάσκαλός μου. Εκείνος μου άνοιξε την πόρτα της γραφής εκείνος με οδήγησε, αυτός μου άναψε το πράσινο φως για να εκδώσω την πρώτη συλλογή ποιημάτων μου, εκείνος μου βρήκε και τον τίτλο της: «Να προλάβω».
Μεγάλη τύχη. Ευνοήθηκα και θα ευχαριστώ πάντα την οντότητά του, που ζει και θα ζει στο γιγάντιο έργο του. Με το ευαγγέλιό του προχώρησα, στο ευαγγέλιό του στηρίχτηκα, με το ευαγγέλιό του προχωρώ και τώρα ακόμα.
Σαράντα ολόκληρα είχα ξεχάσει ότι είμαι τραγουδίστρια. Αφοσιώθηκα στο Λόγο. Απίστευτη εμπειρία: Σύλληψη, κύηση, γέννα και η σκληρή περιπέτεια να επεξεργάζεσαι το Λόγο.
Με δέος έψαξα και ψάχνω τις λέξεις, με δέος «ακούω» τις ισορροπίες, την αρμονία, την οικονομία τους, όλα εκείνα που χρειάζεται το δια ταύτα του κειμένου που θα γεννηθεί. Είχα να σωθώ, να ελευθερωθώ και σαν άνθρωπος. Δόθηκα στη γραφή και σώθηκα.
Τραγουδάτε στους ήρωές των βιβλίων σας;
Σε κάθε είδος Λόγου στο οποίο θα προσπαθήσω, υπάρχει η λέξη τραγούδι. Δε γίνεται αλλιώς. Μόνο του έρχεται. Παρόλο που η ρίζα μου είναι η Ποίηση, εντούτοις υπερέχει το τραγουδίστρια. Γιατί τραγουδίστρια παραμένω. Γι` αυτό και μετά από τόσα χρόνια αποχής, με πλήρη συνείδηση πια, ξαναγύρισα νοσταλγικά στο τραγούδι, διαφοροποιημένη πια, με ρεσιτάλ σε σε χώρους που με εμπνέουν.
Στο τελευταίο μου μυθιστόρημα « Η Συμφωνία της Χαράς» υπάρχει ένα νορβηγικό νανούρισμα. Μου άρεσε πολύ, το μετέφρασα και ήθελα μάλιστα να το επισυνάψω στο βιβλίο, τραγουδισμένο σε cd από μένα. Δύσκολοι καιροί. Δεν έγινε.
Υπάρχει στο DNA σας κάποιο κύτταρο που δεν βρήκε τον χώρο του να εξελιχθεί και ν` αναπαραχθεί; Κάποιο άλλο είδος τέχνης ίσως;
Αν δεν ακολουθούσα αυτά που ξέρετε, θα ήθελα να ασχοληθώ με τη γλυπτική. Με μαγεύει κάθε έκφρασή της.
Σπουργίτι στη χούφτα μου ο χρόνος…
Αρκούν λίγες λέξεις για να μετουσιωθεί ο χρόνος σε ψυχή, ουσία, τρυφερότητα όχι πάντως σ` απειλή. Αυτή είναι η αντίληψή μου γι` αυτόν τον στίχο ως αναγνώστης του. Τι σημαίνει ο χρόνος για σας Γιοβάννα;
Η σκέψη μου, πάνω στη ζωή μας και η σχέση της με τη Δημιουργία του κόσμου, με έκανε να καταλήξω – απλά έως απλοϊκά – ότι ο χρόνος είναι εφεύρεση του ανθρώπου.
Πέρα από τη γη, πέρα από τους πλανήτες, τα ηλιακά συστήματα, το εσωτερικό Σύμπαν που περιέχεται και στο πιο μικρό έμβιο ον, καταλήγω στο ότι χρόνος δεν υπάρχει. Ούτε μέγεθος. Τον χρόνο ειδικά, τον βλέπω σαν ένα μικρό σπουργίτι στην παλάμη της Δημιουργίας που απειροελάχιστο μέρος της, εμπίπτει στις πέντε αισθήσεις μας.
Ξέρω κι εγώ ότι η δράση και η αντίδραση χρειάζονται το χρόνο, αλλά υπάρχουν άγνωστες ακόμα συχνότητες, άλλα πεδία που μόνο η διαίσθησή μας υποψιάζεται και αν! Εγώ δεν τα απορρίπτω αυτά.
Αν σας ζητούσαν να φτιάξετε ένα δωδεκάμηνο ημερολόγιο προσωπικοτήτων που με τη παρουσία τους στη ζωή σας, στο μυαλό σας, στη φαντασία σας, «έχτισαν» τη διαδρομή από γεννήσεώς σας έως σήμερα ποιες θα ήταν αυτές;
Τυπική ερώτηση αλλά εγώ δεν μπορώ να είμαι. «Σφυρί αμόνι φωτιά… Καλημέρα ποίηση», γράφω στη δεύτερη ποιητική συλλογή μου «Θα σου μιλήσω».
Ο τρόπος που μεγάλωσα και η εποχή με σημάδεψαν. Υπήρξαν όμως και τόσα πολλά άλλα! Ο πατέρας μου. Η πνοή του στο αίμα μου – ζωγράφος του φωτός και της αγάπης, πολύ γνωστός στη γενιά του – που του έμοιασα σε ό,τι λεπτό και καλοσυνάτο έχω.
Υπήρξε ο Ρίτσος, θεμελιωτής του Λόγου στη σκέψη μου, ο ανανεωτής Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίκης που μας έκανε γνωστούς στον κόσμο όλο και μας έσπρωξε να είμαστε έλληνες, ο Σπήλιος Μεντής με τα πηγαία τραγούδια του, η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, που βρίσκει την καρδιά μου κι έγραψε πολύ κολακευτικά λόγια για τα πρώτα μου ποιήματα.
Η Ρωσία, η Γεωργία και ο λαός τους που τόσο με τίμησε. Τα πουλιά, τα δέντρα, η μητέρα μας η θάλασσα, η χαρά της ζωής που φωλιασμένη μέσα μου, φώναζε μάταια, από παιδί, για τα δικαιώματά της.
Κι ακόμα τα χαμολούλουδα, τα μάτια των ζώων, οι μελωδίες του ουρανού που τις κατεβάζουν οι εντεταλμένοι, ο χορός που πιστεύω ότι είναι η συνισταμένη της έκφρασης, [πάλεψα και μ’ αυτόν για πέντε χρόνια.] και πάνω απ’ όλα η θαυμαστή τέχνη της φύσης, η απεραντοσύνη της Δημιουργίας. Δεν μπορώ να σκεφτώ αλλιώς. Αυτή είμαι.
Πέρα από αυτά πρέπει να πω ότι στην εσωτερική ζωή μου, ήμουν πάντα μόνη. Μόνη μου περπάτησα. Κι αν με ρωτήσει ο Πλάστης μου τι έκανα στη ζωή που μου ‘δωσε, «Πάλεψα», θα πω.
Και θα παλεύω. Λόγου χάριν, παρ’ όλους τους είκοσι δύο τίτλους που εξέδωσα, ξεκίνησα να γράφω πάλι. Δεν μπορώ αν δεν έχω κάτι να κυνηγάω. Δεν ζω.
Πώς πιστεύετε πώς χτίζετε ο πολιτισμός; Ποια θα ήταν η εισήγησή σας αν ποτέ η ελληνική πολιτεία έσκυβε ν` ακούσει τις αντηρίδες του πολιτισμού αυτής της χώρας;
Με την παιδεία. Με το στερέωμα των θεμελιακών αξιών. Με την ευθύνη, τη γνώση του ποιος είναι, ποια τα δικαιώματά του και ποιο το χρέος του απέναντι στον εαυτό του και τους συνανθρώπους του, ποια η θέση του στην κοινωνία.
Υπάρχουν νόμοι για όλα αυτά, αλλά θα πρέπει η διδασκαλία των παιδιών να αρχίσει από το σπίτι. Κληρονομήσαμε τους νόμους αυτούς από τους αρχαίους πρόγονούς μας κι από τον Χριστό που κατέβηκε για να μας αφήσει το κλειδί των πάντων: την Αγάπη και να μας δείξει ότι στη ζωή, εδώ, στη γη, μέσα από την καθημερινή μας σταύρωση θα έρθει η ανάστασή μας. Το αναγνωρίζω πια, σε μένα.
Θα δίνατε τα φώτα σας σε νέους συγγραφείς, όπως κάποτε έκανε σε σας αλλά και σε πολλούς άλλους εκκολαπτόμενους ποιητές ο Γιάννης Ρίτσος;
Κάθε φορά που μιλάω με κάποιον που προσπαθεί στη γραφή όπως εγώ, με θέρμη του δίνω αυτά που μου έδωσε ο Ρίτσος και η τόσων χρόνων εμπειρία μου. Χαρά είναι για μένα, καταξίωση.
«Η συμφωνία της χαράς» το νέο σας μυθιστόρημα αναφέρεται στη Νίκη που βρήκε τη δύναμη να τα τινάξει όλα στον αέρα και να κυνηγήσει τη ζωή της από την αρχή. Πείτε μας τα σημεία αναφοράς που σάς ώθησαν στη συγγραφή αυτού του βιβλίου.
Στο μυθιστόρημα αυτό, το σημείο αναφοράς, είναι αρκετά κοινό: Ο αταίριαστος γάμος και η δειλία της γυναίκας να βγει από τη φυλακή του, να ξαναρχίσει από την αρχή. Στον μύθο μου η ηρωίδα μου, ύστερα από πολλά χρόνια καταπίεσης, χωρίς σχέδιο ή προγραμματισμό, κάνει το άλμα για την ελευθερία της.
Πετώντας έφτασα στη θάλασσα/Όνειρο είδα/Βέλος τινάχτηκα απ’ το παράθυρο… Παράπονο, αναζήτηση, καταγγελία, μαχητικότητα όλα υφασμένα σ` ένα όνειρο. Έχουν νόημα τα όνειρα, οι προσδοκίες; Θα μας εκμυστηρευτείτε ένα προσωπικό σας όνειρο που αφορά το μέλλον;
Το ποιητικό κείμενο «Όνειρο είδα», εκδόσεις Βακχικόν, από όπου και επιλέξατε στίχους, γράφτηκε σε δεκαπέντε μέρες. Μέρα νύχτα ήμουν σ΄ αυτό. Ζούσα γι` αυτό. Το ξεκίνησα και δεν ήξερα πού θα με πάει. Μέσα μου υπήρχε πάντα ένας πόνος: Ότι εμείς οι Έλληνες ντύνουμε την Ελλάδα μας με κουρέλια.
Δεν ξεκίνησα να γράφω με στόχο το θέμα αυτό. Το ποίημα με πήγε. Κι έτσι γράφτηκε ένα έπος. Από μένα; Ναι, αλλά όχι με τέτοιο στόχο. Εκεί πήγε, τη μορφή του έχει μόνο. Ένα ποίημα με αιχμές από την ιστορία του κόσμου και την ιστορία της Ελλάδας στη συνέχεια, κατεβαίνοντας από το σήμερα ως τους αρχαίους Έλληνες και πάλι πίσω. Και βέβαια το όνειρό μου για μας, για τη χώρα μας, με το όχημα της ποίησης.
Όσο για το μέλλον που ρωτήσατε, το δημιουργώ δουλεύοντας. Έτσι, δημιουργώ μέλλον της μιας βδομάδας, του μήνα, του μισού χρόνου το πολύ. Και οδηγούμαι. Το νιώθω. Κάθε εποχή μου, έρχεται με τα βήματά της. Σε μένα εναπόκειται να τα κάνω δημιουργικά για να προσφέρω και να πλουτίσω το «άξιον εστί» μου.
Γιοβάννα Φάσσου Καλπαξή, σας ευχαριστούμε που υπάρχετε.
Οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από το προσωπικό αρχείο της κ. Γιοβάννας Καλπαξή καθώς και από δημοσιεύσεις της ίδιας στο fb.