Ο Ευριπίδης, γιος του Μνήσαρχου και της Κλειτούς, γεννήθηκε το 480 πΧ στη Σαλαμίνα. Καταγόταν, ωστόσο, από τη Φλύα, το σημερινό Χαλάνδρι. Λέγεται ότι γεννήθηκε τη μέρα της ναυμαχίας, όταν ο Αισχύλος αγωνιζόταν ως πρόμαχος και ο Σοφοκλής ως έφηβος που έσερνε το χορό για τα επινίκια. Δεν ήταν από επιφανή γενιά, όπως οι άλλοι τραγικοί. Συχνά η καταγωγή του και οι γονείς γίνονταν αντικείμενο χλεύης των κωμικών, και ειδικά του Αριστοφάνη.
Ο Ευριπίδης μεγάλωσε στον χρυσό αιώνα του Περικλή. Έλαβε πολύ σημαντική μόρφωση. Επιπλέον, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και τη μουσική, τη ζωγραφική και τη φιλοσοφία. Τα ζωγραφικά του έργα, μάλιστα, παρουσιάστηκαν στα Μέγαρα. Ο Ευριπίδης αγαπούσε πολύ τη θάλασσα κι αυτό είναι εμφανές στο έργο του. Διακρινόταν επίσης στην πάλη και στην πυγμαχία. Σύντομα, ωστόσο, εγκατέλειψε τη σωματικές ασχολίες και επιδόθηκε στις πνευματικές.
Ο Ευριπίδης δεν άσκησε δημόσιο λειτούργημα, σε αντίθεση με τον Σοφοκλή. Δεν ασχολήθηκε ούτε με την πολιτική, αλλά εξέφραζε τις θέσεις του μέσα από τα έργα του. Κατέκρινε την οχλοκρατία και τους δημαγωγούς που παρέσυραν τα πλήθη, ενώ θεωρούσε σωτήρες της πόλης όσους ανήκαν στη μεσαία τάξη. Το έργο του επίσης διέπεται από την έντονη φιλοπατρία του.
Η λογοτεχνική του δράση ήταν έντονη. H πρώτη του παράσταση, με την οποία κέρδισε το τρίτο βραβείο, πραγματοποιείται το 455 πΧ, τρία χρόνια μετά την Ορέστεια του Αισχύλου. Τα πρόσωπα των τραγωδιών του είναι κυρίως γυναίκες, παρά τον μισογυνισμό που του αποδίδεται ενίοτε. Εισήγαγε το φιλοσοφικό πνεύμα στις τραγωδίες του. Θεωρείται κήρυκας του ελληνικού διαφωτισμού και της ανεξιθρησκείας, της ελευθερίας της σκέψης και της τέχνης.

Κατά τον Ανώνυμο Βίο, ο Ευριπίδης είχε συνθέσει 92 δράματα. Τα 78 από αυτά ήταν γνωστά στους Αλεξανδρινούς σοφούς. Διασώθηκαν 19 δράματα. Άλκηστις, Μήδεια, Ηρακλείδαι, Ιππόλυτος, Εκάβη, Ικέτιδες, Ανδρομάχη, Ηρακλής μαινόμενος, Τρωάδες, Ηλέκτρα, Ίων, Ιφιγένεια εν Ταύροις, Ελένη, Φοίνισσαι, Ορέστης, Βάκχαι, Ιφιγένεια εν Αυλίδι, Κύκλωψ. Τέλος υπάρχει και ο Ρήσος, που, ωστόσο, δεν θεωρείται γνήσιο έργο του. Από τις υπόλοιπες τραγωδίες, έχουν διασωθεί μονάχα αποσπάσματα.
Οι περισσότερες τραγωδίες του αναφέρονταν στον Τρωικό κύκλο. Πολλές επίσης ήταν εμπνευσμένες από τον Θηβαϊκό και από τον μυθικό κύκλο του Άργους, ενώ κάποιες από αττικούς μύθους. Η μόνη τραγωδία θρησκευτικής έμπνευσης ήταν οι Βάκχαι. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαου. Ήταν φιλόμουσος και προσκαλούσε στην Πέλλα πολλούς ποιητές, καλλιτέχνες και λόγιους και καλλιτέχνες. Για να τιμήσει τον προστάτη του, ο Ευριπίδης, έγραψε την τραγωδία Αρχέλαος.
Στο έργο του συζητάει και επικρίνει ακόμη και τους θεούς σε αυστηρή κριτική. Ανέπτυξε τη δράση, μαζί με πρόλογο και επίλογο. Ενίσχυσε την παρουσία του υπερφυσικού στοιχείου για τη λύση της πλοκής, με τους από μηχανής θεούς. Αύξησε τον ρεαλισμό των χαρακτήρων του, φέρνοντάς τους στην καθημερινή ζωή. Αύξησε τις μονωδίες των ηθοποιών και τέλος εισήγαγε πολλές καινοτομίες, στη μουσική, στον χορό και στη διασκευή των μύθων.

Η προσωπική ζωή του Ευριπίδη δεν ήταν ευτυχής. Οι γυναίκες του τον απάτησαν, ενώ έχασε έναν γιο του το 428 πΧ. Ήταν αντικοινωνικός, μελαγχολικός και δύσκολος άνθρωπος. Πέθανε το 406 πΧ, στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαου, στην Πέλλα. Λέγεται πως δολοφονήθηκε από άγρια σκυλιά στην Αρέθουσα, όπου και ετάφη με τιμές. O Σοφοκλής, στα Μεγάλα Διονύσια της χρονιάς, με πένθιμη περιβολή, παρουσίασε τον Χορό και τους ηθοποιούς χωρίς στεφάνια, λόγω του θανάτου του Ευριπίδη.
Μετά την άρνηση του βασιλιά να παραδώσει τα οστά του Ευριπίδη στους Αθηναίους, ανεγέρθηκε κενοτάφιο στην Αθήνα με τα παρακάτω λόγια του Θουκυδίδη:
«Μνήμα μεν Ελλάς άπασ΄ Ευριπίδου. οστέα δ΄ ίσχει
γή Μακεδών. η γαρ δέξατο τέρμα βίοο.
Advertising
πατρίς δ΄ Ελλάδος Ελλάς, Αθήναι. Πλείστα δε Μούσα:
τέρψας εκ πολλών και τον έπαινον έχει.»