Η Αγαπημένη δεν είναι ένα ξέγνοιαστο βιβλίο. Ούτε εξάλλου και οι ήρωες του, πόσο μάλλον η πρωταγωνίστρια. Παρά την ιδιότητα που της προσδίδει ο τίτλος, καθώς η λέξη που τον αποτελεί είναι η μοναδική επιγραφή στην ταφόπλακα ενός βρέφους γεννημένου υπό καθεστώς δουλείας και πριονισμένο απ’ τη μητέρα του για να το γλιτώσει.
Η Τoni Morrison (1931-2019) με την ιδιαίτερη γραφή της, σκληρή μα ποιητική, πυκνή, ρευστή, σίγουρα ιδιόμορφη ξεγυμνώνει το λόγο αποκαλύπτοντας την καρδιά της ουσίας. Με την Αγαπημένη της απέσπασε βραβείο Πούλιτζερ (1998) κι έγινε η πρώτη Αφροαμερικανίδα που κέρδισε βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1993.

Κάθε έννοια, κάθε όνομα, κάθε κουβέντα, πράξη ή σκέψη βρίσκει τη θέση και τη σημασία της στην πλοκή. Το βιβλίο από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος σε μετάφραση της Κατερίνας Σχινά εξάπτει την περιέργεια από το εξώφυλλο ακόμη. Το τί ακριβώς εικονίζει το ξεκαθάρισα μόλις τελειώνοντας το βιβλίο- σαν ένα συνωμοτικό κλείσιμο του ματιού από το σχεδιαστή του.
Αγαπημένη για τη μητέρα της, πριν καν αποκτήσει όνομα άρα και υπόσταση, αίσθηση του εαυτού ή ακόμη περισσότερο το αυτεξούσιο, μια μικρή σκλάβα επιστρέφει ως πνεύμα αρχικά και ως ζωντανή υλική υπόσταση αργότερα διεκδικώντας όσα στερήθηκε. Ζωή, τον εαυτό της, ένα όνομα, τη μητρική αγάπη, εκδίκηση.
Σε ένα περιβάλλον όπου η σκλαβιά είναι πραγματικότητα, η ζωή κάποιων μετρά λιγότερο από εκείνη των ζώων και η υποτυπώδης ελευθερία του ενός εξαγοράζεται με το αίμα ακόμη περισσότερων. Η γέννηση ενός παιδιού είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού για αύξηση του παραγωγικού δυναμικού. Η μητρότητα, οι οικογενειακές και διαπροσωπικές σχέσεις των σκλάβων, ο αγώνας για εξουσία του εαυτού- αυτά πραγματεύονται στην Αγαπημένη.

Επίκαιρο όσο πάντα το βιβλίο αυτό γιατί ακόμη και σήμερα-σήμερα! κουβεντιάζουμε και διαφωνούμε για το πόσο διαφέρει η αξία της ζωής ενός έγχρωμου από εκείνη ενός λευκού. Η δουλεία εξακολουθεί να υφίσταται κεκαλυμμένη έστω και η Αγαπημένη εξακολουθεί να μας στοιχειώνει.
Για τα ελληνικά δεδομένα η Αγαπημένη ίσως μας ξενίζει. Σκληρές σκηνές, αδυσώπητες πράξεις και μια κάπως ακατανόητη νοοτροπία. Αν και δεν είναι μακριά τα χρόνια όπου μανάδες ως έσχατη λύση σκότωναν με τα ίδια τους τα χέρια τα βλαστάρια τους ώστε να τα γλυτώσουν από τα βάσανα όπου τα περίμεναν. ‘Οπου η καταγωγή, η θρησκεία ή οι πολιτικές πεποιθήσεις αρκούσαν για να καθορίσουν τις συνθήκες ζωής.

Αν μη τί άλλο, διαβάζοντας κάποιος το βιβλίο εξαναγκάζεται να σκεφτεί διαφορετικά, να δει την άλλη πλευρά του νομίσματος, να εννοήσει το διαφορετικό και να συμπονέσει. Ώστε να γνωρίσει και να μην επαναλάβει. Ίσως και να ζητήσει συγγνώμη από την κάθε Αγαπημένη του παρελθόντος-και του παρόντος.