-Η αλήθεια είναι πως όχι, δεν ήταν το όνειρό μου. Ήταν οι συνθήκες τέτοιες, βλέπετε, που με ανάγκασαν να ακολουθήσω αυτές τις σπουδές. Ωστόσο, δεν είμαι ρηχός άνθρωπος. Μου αρέσει να αναλαμβάνω τις ευθύνες των επιλογών μου και να μην αφήνω τίποτα ανολοκλήρωτο. Τι σχέση έχει αυτό με την υπόθεση;
-Νομίζω πως εμείς θέτουμε τις ερωτήσεις κι όχι εσείς, δεσποινίς Καστανού. Δεν είστε παντρεμένη, σωστά;
-Όχι, δεν είμαι. Κοιτάξτε, δεν θέλω να παρέμβω στο έργο σας απλά μη ξεχνάτε ότι εγώ είμαι αυτή που σήμανα τον κώδωνα κινδύνου. Όλοι οι υπόλοιποι δεν έδειξαν το παραμικρό ενδιαφέρον. Προς Θεού δεν θέλω να θίξω κανέναν, αλλά δεν είναι δυνατόν να με ανακρίνετε με ύφος κατηγορίας.
-Πιστεύετε στον Θεό, Δεσποινίς; Ή μάλλον μην απαντήσετε. Γνωρίζω πολύ καλά πότε κάποια ερώτηση όντως ξεφεύγει. Να έχετε στον νου σας μονάχα πως αν η υπόθεση δεν κουκουλωθεί, τότε θα πρέπει να οπλιστείτε με μπόλικη υπομονή. Προς το παρόν μπορείτε να αποχωρήσετε. Σας συμβουλεύω, ωστόσο, να είστε προσεκτική. Δεν είναι εποχές για ηρωισμούς.
Το τελευταίο πράγμα που με απασχολούσε ήταν η εντύπωση που άφησα στον Υπαξιωματικό της Αστυνομίας. Περισσότερο με απασχολούσε το απεριποίητο μούσι του και η αναπνοή του που μύριζε καπνό. Κάτι μέσα μου με διαβεβαίωνε ότι θα τον ξανασυναντούσα πολύ σύντομα, οπότε δεν μπορούσε να απαλλαγεί η σκέψη μου από το ότι θα έπρεπε να υποστώ πάλι αυτά τα δύο του χαρακτηριστικά.
Βγήκα βιαστικά από το γραφείο ανάκρισης, διέσχισα αμήχανα τον μακρύ διάδρομο, κατέβηκα τις σκάλες άχαρα και προσπάθησα να βγω όσο τον δυνατόν πιο γρήγορα από αυτό το μουντό κτίριο. Χρειαζόμουν αέρα. Ποιος αστυνομικός ρωτάει στην ανάκριση αν πιστεύεις στον Θεό; Σκέφτηκα και χαμογέλασα στον εαυτό μου. Έριξα μια φευγαλέα ματιά σε έναν αστυνομικό που πέρασε ξυστά και ένιωσα να με κοιτάζει. Όλα μοιάζουν περίεργα σήμερα.
Ο εγκέφαλος έδωσε εντολή να κατευθυνθώ προς την στάση του μετρό. Ξαφνικά διαπίστωσα πως οι σκέψεις μου με τρέλαιναν. Έπρεπε με κάποιον να μιλήσω. Μα δεν έχεις κανέναν. Κι όμως. Η μητέρα μου και τα κορίτσια. Πρέπει να μιλήσω με τα κορίτσια. Μα τι λέω. Η μία θα τρέχει με το παιδί και η άλλη βρίσκεται σε συνέδριο. Τότε ίσως τον Μενέλαο. Αυτός θα έχει λίγο χρόνο για ένα ουίσκι και δυο λόγια παρηγοριάς.
-Ουίσκι; Εσύ; Στις 9 το βράδυ; Κάτι άσχημο έχει συμβεί.
-Στο Mind Joke σε ένα μισάωρο είναι καλά;
-Τακτοποιώ κάτι έγγραφα και έρχομαι από εκεί.
Πως τα φέρνει η ζωή. Ο Μενέλαος ήταν από αυτούς που έμειναν. Δύο χρόνια θα ήταν; Πολλά. Για μένα πάρα πολλά. Δεν ήμουν ποτέ των σχέσεων. Δεν ήμουν γενικά ποτέ του τίποτα και να που κατέληξα. Να βιώνω καταστάσεις κωμικοτραγικές κι εγώ να είμαι φρικαρισμένη και ταυτόχρονα άνιωθη, αν υπάρχει τελοσπάντων τέτοια λέξη στην ελληνική.
-Δύο ουίσκι με δύο παγάκια και ελάχιστη κόκα κόλα σε χαμηλό ποτήρι, παρακαλώ.
-Να υποθέσω πως τα πράγματα δεν είναι και τόσο ευχάριστα. Κατάφερε να διαβάσει από την στάση του σώματός μου ο πιστός φίλος.
-Το καταλαβαίνεις πως ζούμε κάτι που δεν γίνεται να υπάρχει;
-Μην χρησιμοποιείς πληθυντικό. Εσύ ζεις. Και πρέπει να ξέρεις πως είναι πολύ επικίνδυνη η θέση σου. Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του καθώς πλησίαζε ο ψιλός σερβιτόρος.
-Δεν ξέρω τι να κάνω. Μίλησα με την γιατρό μου. Μου αύξησε την δοσολογία αλλά δεν πιστεύω πως ένα παραπάνω ηρεμιστικό μπορεί να επιλύσει την κατάσταση. Σήμερα έδωσα την δεύτερη ανάκρισή μου. Αύριο πρέπει να πάω στην δουλειά. Πώς θα ανταπεξέλθω;
-Δηλαδή το σχολείο θα συνεχίσει κανονικά την λειτουργία του; Αυτό είναι σοκαριστικό!
-Στα λόγια μου έρχεσαι. Όμως η διευθύντρια πιστεύει πως δεν πρέπει να αμαυρωθεί η φήμη του σχολείου.
-Βρήκες δικηγόρο; Μπορώ να σου προτείνω έναν πολύ καλό μου φίλο. Πίστεψέ με είναι σίγουρο πως θα τον χρειαστείς.
Τον κοίταξα για ώρα να μου μιλάει για μια θεματική που είχε αναλάβει. Εργαζόταν σε έναν Εκδοτικό Οίκο και αγαπούσε τρομερά πολύ την δουλειά του. «Δεν διορθώνω βιβλία, απλά τα μοντάρω. Ένας αυθεντικός φωτογράφος ξέρει να εντοπίζει και να υμνεί την ατόφια ομορφιά. Αυτό κάνω κι εγώ. Ανακαλύπτω όμορφα μοντέλα και απλά καλύπτω κάποιες συγγραφικές ατέλειες.» Συνήθιζε να λέει. Ήταν ένας διακριτικός φιλόσοφος της διπλανής πόρτας.
-Με ακούς; Έρρικα με ακούς; Κούνησε πάνω- κάτω τα χέρια πολύ κοντά στο πρόσωπό μου.
-Ε ναι-ναι. Φυσικά, συνέχισε. Απάντησα κάπως ανέκφραστα ενώ το μυαλό μου είχε εστιάσει την προσοχή του σε έναν τύπο που καθόταν στο μπαρ.
Αρνήθηκα να με πάρει στο ποδήλατό του, αν και κάποιες φορές το έβρισκα διασκεδαστικό και όμορφο. Προτίμησα να περπατήσω μέχρι την επόμενη στάση κι ύστερα να πάρω τον ηλεκτρικό.
Αισθάνθηκα μια φιγούρα να με πλησιάζει και ξαφνικά γύρισα απότομα έχοντας κάνει μπουνιά το δεξί μου χέρι και όντας πανέτοιμη ψυχολογικά να χτυπήσω με όλη την δύναμη που διέθετα. Και γυρνώντας αντίκρισα τον τύπο από τον μπαρ, ο οποίος με τα γρήγορα αντανακλαστικά του ακινητοποίησε την γροθιά μου αλλά δεν πρόλαβε να σταματήσει το αριστερό μου πόδι το οποίο χωρίς κανέναν έλεγχο πήρε την απόφαση να χτυπήσει το δεξί του καλάμι, λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Ξαφνικά ο άντρας εστίασε με το βλέμμα του στα μάτια μου, ξεστόμισε ένα γελοίο «όμορφα μάτια» και γονάτισε στο παλιό πεζοδρόμιο της οδού Γαζή.
-Ω! Συγνώμη! Δηλαδή, θέλω να πω για ποιο λόγο με ακολουθείς;
-Σε είδα να με κοιτάζεις στο μαγαζί. Είπε αγκομαχώντας ο άντρας.
-Ε εντάξει δεν έχω τόση δύναμη… σωστά; Απόρησα συνοδεία λίγων εκκολαπτόμενων ενοχών.
-Χμ δεν φημίζομαι για την φυσική μου κατάσταση αλλά έχεις αρκετή για να αφήσει μια αισθητή μελανιά υποθέτω. Απάντησε κοιτάζοντάς με ένα ύφος γεμάτο χιούμορ και εκνευρισμό μαζί.
-Μπορείς να το πατήσεις; Τον βοήθησα να σηκωθεί.
-Εντάξει, θα μου περάσει. Είπε κάπως αμήχανα κι εγώ κρατήθηκα να μην ξεσπάσω σε γέλια.
-Να τολμήσω να ρωτήσω αν έχεις χρόνο για ένα δεύτερο ποτό; Κατάφερε να προτείνει αφού έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα αμίλητος.
-Μάλλον θα ήταν το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω, αν και δεν θα μπορέσω να καθίσω πολύ γιατί δουλεύω αύριο.
-Υπέροχα! Ξέρω ένα μαγαζί κοντά στην επόμενη στάση που υποθέτω κατευθυνόσουν. Θα ήταν μια βολική επιλογή.
Βολική; Σκέφτηκα. Τι περίεργη λέξη να τοποθετήσει στον λόγο. Μέχρι να φτάσουμε στο μαγαζί δεν ανταλλάξαμε πολλές κουβέντες. Ήταν μουσικός. Έπαιζε κόντρα μπάσο και ήταν μέλος ενός jazz group. Δεν θα καθόταν για πολλές μέρες. Φόραγε σιδεράκια μέχρι τα 16 του και είχε ένα τικ να ακουμπάει συνεχώς τα κάπως ογκώδη με μπουκλάκια μαλλιά του από αμηχανία.
Αυτά τα μπουκλάκια που τώρα χάιδευαν τον λαιμό μου. Άνοιξα τα μάτια μου νωχελικά και διαπίστωσα πως είχα κάνει το λάθος να μην κοιμηθώ μόνη μου στο κρεβάτι. Πρωινή απελπισία. Οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν 7:15. Σκατά! Ξεστόμισα. Προσπάθησα να σηκώσω το χέρι του προκειμένου να με απεγκλωβίσω. Κοίταξα τα ρούχα μας στο πάτωμα και ύστερα το κομψό ζευγάρι γυαλιά του στο κομοδίνο μου. Πάσχιζα να βρω στα ντουλάπια με τα ονόματα ποιο ήταν αυτό που θα ταίριαζε στην εν λόγω περίσταση. Αργύρη; Ψιθύρισα με λίγη αμφιβολία. Αργύρη; Φώναξα την δεύτερη φορά με αισθητή την αύξηση της φωνής μου. Άνοιξε τα μελί του μάτια και με έκαναν να μετανιώσω που δεν θυμόμουν πολλά από την προηγούμενη νύχτα.
Πρέπει να φύγεις γιατί έχω αργήσει για την δουλειά. Πληροφόρησα στεγνά. Συνοπτικές διαδικασίες και μπόλικες γαργάρες να φύγει το συναίσθημα και η μπόχα του αλκοόλ.
To be continued…