“Η αγάπη δεν είναι μπακάλικο. Nα μετράς τι έδωσες εσύ. Τι εγώ. Τι ο άλλος. Ή δίνεις από την ψυχή σου και βγάζεις τον σκασμό. Ή κάτσε στη γωνίτσα σου και μέτρα τι δεν πήρες.” -Αλκυόνη Παπαδάκη
Όντας η Αλκυόνη Παπαδάκη αγαπημένη συγγραφέας της μητέρας μου, αποφάσισα να της κάνω ένα αφιέρωμα.
Η Αλκυόνη, λοιπόν, είναι γεννημένη στο Νιο Χωριό, κοντά στα Χανιά με πατέρα δάσκαλο,με παράσημο από τον πόλεμο της Αλβανίας- και μητέρα, όπως λέει η ίδια- ονειροπόλα. Πέρασε δύσκολες καταστάσεις όσο ήταν παιδί και έτσι στράφηκε στα βιβλία, για να ξεφύγει. Ο πατέρας, η μητέρα, η γιαγιά και ο παππούς της οδηγήθηκαν στη φυλακή προκειμένου να εκβιαστεί ο άλλος αδελφός της μητέρας της, ονομαστός αντάρτης τον οποίο είχαν επικηρύξει οι εθνικόφρονες, ώσπου κάποιος τον κατέδωσε, τον εκτέλεσαν και περιέφεραν το κομμένο κεφάλι του. Τότε αποφυλακίστηκε η οικογένειά της, αλλά η μητέρα της αρρώστησε από το ψυχολογικό σοκ και ο παππούς της πέθανε από τη στενοχώρια του. Η μικρή Αλκυόνη μεγάλωσε με τη δυναμική γιαγιά της.
Τελείωσε την Γαλλική Σχολή κι έπειτα μετακόμισε στην Αθήνα για να ακολουθήσει τα όνειρα της. «Άρχισα τις επαναστάσεις και τις ανατροπές και το μόνο που κατάφερα ήταν να σπάω συνεχώς τα μούτρα μου. Ευτυχώς που όλα έγιναν έτσι ακριβώς όπως έγιναν. Χαλάλι. Είδα, έμαθα κι ένιωσα τόσα πολλά! Όταν κατάλαβα πως δεν μπορούσα ν’ αλλάξω τον κόσμο, είπα: εντάξει, θ’ αλλάξω τον εαυτό μου. Πολύ το διασκέδασα που την πάτησα κι εκεί.»
Το γράψιμο το αγάπησε από παιδί, καθώς κι ίδια προσπαθούσε να γράφει. Το πρώτο γραπτό της, ήταν ένα ραβασάκι προς τον Θεό. Προσπάθησε πολλές φορές να μην ασχοληθεί με την λογοτεχνία και το γράψιμο, αλλά δεν κατάφερε –ευτυχώς- να μείνει μακριά του.
Πολλοί δεν έχουν καταλήξει στο αν τα βιβλία της είναι μυθιστορήματα ή ποιήματα. Ο τρόπος που γράφει έχει λίγο κι από τα δύο. Έχει μια μαγεία που δεν μπορεί να μπει σε απλά, καθημερινά καλούπια. Το γράψιμο για εκείνη είναι μια διέξοδος από τα προβλήματα, αλλά και η αρχή τους. Γράφει ανάλογα με το πώς νιώθει εκείνη την περίοδο της ζωής της, κι αυτό είναι που την κάνει μεγάλη συγγραφέα.
Ο μεγαλύτερος φόβος της είναι η φθορά του πνεύματος και για όσες φορές έχει πληγωθεί στην ζωή της δεν κατηγορεί ποτέ του άλλους, προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της και να συνεχίσει. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της: «Να μοιράζω την ψυχή μου» και να μην ακούει ποτέ τις συμβουλές των άλλων. Κατανόηση, ενθουσιασμός, απλότητα, πείσμα, ρίσκο. Αυτά χαρακτηρίζουν την Αλκυόνη Παπαδάκη, σύμφωνα με την ίδια.
Σήμερα η Αλκυόνη Παπαδάκη ζει στη Σαλαμίνα, σε ένα σπίτι με κήπο που απέκτησε χάρη στην τηλεοπτική διασκευή των βιβλίων της. «Υπάρχει χώρος για όλους στη λογοτεχνία. Και για τα εμπορικά βιβλία. Δεν είναι πάντοτε “σκουπίδια”, δεν είναι πάντοτε άχρηστα». Η 67χρονη Αλκυόνη Παπαδάκη δεν αισθάνεται μειονεκτικά απέναντι στους «ποιοτικούς συγγραφείς», που αντιμάχονται τα στερεότυπα και τον κοινωνικό κομφορμισμό. Η σοβαρή κριτική πρόσεξε μονάχα το πρώτο, νεανικό μυθιστόρημά της, το αυτοβιογραφικό «Κόκκινο σπίτι», για το οποίο είχαν γράψει ο Τάσος Βουρνάς αλλά και η «Καθημερινή».
Το είχε εκδώσει στα είκοσί της με δικά της έξοδα στα μέσα του ’60, και της άνοιξε την πόρτα να δουλέψει για μια τριετία ως δημοσιογράφος. Έπειτα από αυτό, καμιά μεγάλη υπογραφή δεν ασχολήθηκε με τα δεκατέσσερα μυθιστορήματα που έγραψε από τα τέλη του ’80 μέχρι σήμερα, σαρώνοντας στις πωλήσεις πολύ πριν εμφανιστούν στην αγορά η Μάρα Μεϊμαρίδη ή η Λένα Μαντά. Η Παπαδάκη γράφει ψυχολογικά μυθιστορήματα και διαφέρει ως συγγραφέας τόσο από τις ιέρειες της λεγόμενης ροζ λογοτεχνίας όσο και από τις ψαγμένες συμπατριώτισσές της, τις Κρητικές Γαλανάκη, Δούκα και γενικώς από τους εκπροσώπους της «απαιτητικής λογοτεχνίας» που καλλιεργούν τον πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό. «Η επίσημη ελληνική γραμματεία με έχει ολίγον τι χεσμένη, κάποτε αυτό με πίκραινε, αλλά το έχω ξεπεράσει πια. Μπορεί να μην έχω τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, έχω όμως κερδίσει τον έπαινο του Κοινού και αυτό μου δίνει δύναμη». Πράγματι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα μυθιστορήματά της – όλα από τις εκδόσεις Καλέντης – δεν πουλάνε ποτέ λιγότερο από 80.000 αντίτυπα με κορυφαίο το «Στο χρώμα του φεγγαριού» που από το 1995 έχει φτάσει τα 350.000 αντίτυπα και έχει γίνει σίριαλ στον Ant1, όπως έγινε σίριαλ και το «Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα».
«Το φως του φεγγαριού» αδικήθηκε. Για ένα μεγάλο διάστημα, όταν πήγαινα σε παρουσιάσεις, η πρώτη ερώτηση που μου έκαναν ήταν «γιατί το δώσατε αυτό το βιβλίο σας στην τηλεόραση». Έκανα λάθος. Νόμισα ότι θα είχε καλύτερη τύχη. Δε μπορούσε το βιβλίο αυτό, που είχε τόση ποίηση, να μεταφερθεί στην τηλεόραση. Ευτυχώς το «Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα», που έδωσα, είχε πολύ καλύτερη τύχη. Η μεταφορά ήταν πετυχημένη. Μετά όμως από «Το χρώμα του φεγγαριού» διστάζω να ξαναδώσω βιβλίο.» αναφέρει η Αλκυόνη Παπαδάκη σε συνέντευξή της.
Το όπλο της Αλκυόνης Παπαδάκη είναι ο άκρατος λυρισμός, που περνάει σε ένα πλήθος αναγνωστών, οι οποίοι αναζητούν στα βιβλία της την παρηγοριά. «Εγώ δεν κάνω τον ψυχοθεραπευτή του αναγνώστη. Γίνομαι το φιλαράκι του», λέει. «Δεν πάω να τον αναλύσω ούτε να τον κρίνω, αλλά προσπαθώ να τον κάνω να αισθανθεί ότι είμαι κοντά του στο λάθος του, στην τρέλα του, στην υπέρβαση, στην απόγνωση ή στη χαρά του». Η μεγάλη διαφορά της από τους περισσότερους Έλληνες συγγραφείς της εμπορικής λογοτεχνίας είναι ότι τα μυθιστορήματά της δεν κλείνουν με «χάπι εντ». Κλείνουν όμως «με μια ελπίδα, μια φωτεινή αχτίδα για τη ζωή που συνεχίζεται».
Οι φράσεις που λέει συνέχεια είναι: «Πρόσεχε», «Σκέψου», «Κάνε χώρο για τον άλλον», «Η ζωή είναι πάντα ενδιαφέρουσα», «Δώσε τόπο στην οργή». Πιο πολύ από όλους αγαπάει την εγγονή της και οι ήρωες της είναι «Εκείνοι που πέρασαν από ένα υπόνομο, χωρίς να χάσουν ποτέ από την ψυχή τους, το άρωμα της λεμονιάς.»
Αν άλλαζε τον εαυτό της «Θα τον έκανα, να μ’ αγαπάει περισσότερο.» και η μεγαλύτερη τηςεπιτυχία θεωρεί πως είναι «Ότι δεν πούλησα ποτέ την ψυχή μου. Αν και την παζάρεψα, πολλές φορές.»