Ήταν 27 Φεβρουαρίου του 1943, πράγμα που σημαίνει πως συμπληρώνονται 77 ολόκληρα χρόνια, από τότε που ο Κωστής Παλαμάς σε ηλικία 84 ετών άφησε την τελευταία του πνοή έπειτα από σοβαρή ασθένεια, μόλις 40 ημέρες μετά τον θάνατο της γυναίκας του. Η κηδεία του, που πραγματοποιήθηκε μόλις μια μέρα αργότερα στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών υπό την παρουσία ολόκληρου του τότε πνευματικού κόσμου, αποτέλεσε ίσως και την πρώτη παλλαϊκή κι αντικατοχική συγκέντρωση της εποχής, αποδεικνύοντας αυτό που εύστοχα διατύπωσε ο Άγγελος Σικελιανός, ο οποίος ήταν επίσης παρών, πως “σε αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα”.
Ο Κωστής Παλαμάς πρωτοείδε το φως του κόσμου το 1859 στην Πάτρα. Η καταγωγή της οικογένειας του, βέβαια, ήταν από το Μεσολόγγι, όπου και κατέφυγε σε ηλικία μόλις 6 ετών μαζί με τα άλλα δύο αδέρφια του, έχοντας χάσει και τους δύο γονείς του στο σύντομο διάστημα των 40 ημερών. Εκεί πέρασε ένα άκρως δυσάρεστο και καταθλιπτικό διάστημα σχεδόν 10 ετών, πράγμα που αποκαλύπτεται και μέσα από τους στίχους του που αναφέρονται στην παιδική του ηλικία, ώσπου το 1875 μετακομίζει στην Αθήνα με σκοπό να φοιτήσει στην Νομική Σχολή, ένας στόχος ο οποίος εγκαταλείφθηκε για χάρη της ποιήσεως.
Το 1875, λοιπόν, ξεκινά κι επισήμως η συγγραφική του πορεία με την δημοσίευση ποιημάτων, φιλολογικών άρθρων, κριτικών και χρονογραφημάτων, ενώ την επόμενη χρονιά υπέβαλλε συμμετοχή στον Βουτσιναίο Ποιητικό Διαγωνισμό, στον οποίο έλαβε και την απόρριψη με τον συνεπακόλουθο χαρακτηρισμό των ποιημάτων του ως “λογιωτάτου γραμματικού ψυχρότατα στιχουργικά γυμνάσματα”. Αυτή η αρνητική κριτική, όμως, δεν τον απέτρεψε από την δημοσίευση της πρώτης αυτοτελής έκδοσης του, του ποιήματος με τίτλο «Μεσολόγγι», την αμέσως επόμενη χρονιά.
Ο ίδιος, έχοντας συνειδητοποιήσει την παρακμή του αθηναϊκού ρομαντισμού, αρχίζει να συγγράφει παρουσιάζοντας μια νέα ποιητική πρόταση, γεγονός που είχε ως απόρροια να αποτελέσει έναν από τους χαρακτηριστικότερους ποιητές της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Αυτή η νέα ποιητική αποτυπώνεται πλήρως στην πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τραγούδια της πατρίδας μου» (1886), προφανώς γραμμένη σε δημοτική, της οποίας ήταν μεγάλος υπέρμαχος, ενώ αργότερα δημοσιεύει τον «Ύμνο εις την Αθηνάν» (1889), αφιερωμένο στην σύζυγό του από το 1887, Μαρία Βάλβη.
(Πηγή Εικόνας: www.koinotopia.gr)
“Ελπίζω, κύριε Παλαμά, τώρα που έχετε μια αξιοπρεπή θέση, ότι θα παύσετε… να γράφετε ποιήματα” του δήλωσε ο τότε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αλκιβιάδης Κρασσάς, όταν διορίστηκε εκεί ως γραμματέας. Ωστόσο, η ελπίδα του διαψεύστηκε, καθώς η εικοσαετής θητεία του ως γραμματέας συνοδεύτηκε από μια πολυγραφότατη πορεία, δημοσιεύοντας ποιητικές συλλογές όπως «Ο τάφος» (1898), που ακολούθησε τον θάνατο του γιου του, «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι» (1897), «Ασάλευτη ζωή» (1904), «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» (1907) και «Η Φλογέρα του Βασιλιά» (1910).
Ένδειξη της ποιητικής του αναγνώρισης αποτέλεσε η βράβευση του από το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών κι ο διορισμός του στην προεδρική θέση της Ακαδημίας των Αθηνών, η οποία φυσικά ήταν απλά ο προάγγελος της υψηλής θέσης που επρόκειτο να κατακτήσει στην ελληνική ποίηση, αποδεικνύοντας- όπως κάθε σπουδαίος ποιητής- πως ο ίδιος μπορεί να αφήσει τον κόσμο, οι στίχοι του όμως νικούν τον θάνατο.
Πηγή κεντρικής Εικόνας: newplanet09.com