Αυτό έκανε εκείνο το πρωινό ο κύριος Δαινέκος. Διάλεξε να τηρήσει με συνέπεια και μυστική ευλάβεια το ιερό πρόγραμμα της ημέρας. Άνοιξε το ραδιόφωνο στον τοπικό σταθμό για να ακούσει τα νέα και τα γλυκά μουσικά διαλείμματα και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο για να πλύνει το πρόσωπό του και τα δόντια. Φόρεσε τα μυωπικά του γυαλιά και έριξε μια αδιάφορη ματιά στο είδωλό του στον καθρέφτη. «Άλλη μια μέρα», ψιθύρισε με μια ανεξήγητη μυστικοπάθεια και άρχισε να σιγοτραγουδάει το τραγούδι που ηχούσε από το ανθρακί αντικ ραδιόφωνο.
Το πρωινό του λιτό. Διπλός ελληνικός μέτριος με μπόλικο καϊμάκι και κάτι βουτήματα από τον φούρνο της κυρά Ντίνας. Τον ήπιε στα γρήγορα καθώς διάβαζε ένα επιστημονικό περιοδικό από την Γαλλία που του ερχόταν στην πόρτα συνδρομητικά. Ακούμπησε το ίδιο πάντα φλιτζάνι του στον νεροχύτη τινάζοντας τα χέρια του από τα τρίμματα των εδεσμάτων. Συνεχίζοντας να σιγοτραγουδάει, έκανε την επιδρομή του στο υπνοδωμάτιό του προσπαθώντας να συνδυάσει τα ρούχα του. Το έβρισκε ιδιαίτερα δύσκολο, αλλά πάντα κατέληγε με ντύσιμο που άρμοζε περισσότερο σε Γερμανό Αρχαιολόγο τουρίστα παρά σε συνταξιούχο ιατρό πρώην Επίκουρο Καθηγητή με περγαμηνές ουρά.
Του άρεσε να χαμογελάει και απαιτούσε το ίδιο κι από τους άλλους.
«Από επιστημονική σκοπιά να το δεις κυρ Τζόρτζη, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην χαμογελάει ένα ον, όπως ο άνθρωπος, που έχει καταφέρει να οδηγήσει την εξέλιξή του σε ένα οριακά άψογο επίπεδο.»
«Μα σου λέω Γιατρέ μου, πάει όλη η ψαριά. Σκέτη καταστροφή!»
«Θα σου κάτσει κι η ψαριά μην σκοτίζεσαι. Ένα χαμόγελο σου δίνει περισσότερα κι ας μην το καταλαβαίνεις. Καλή σου μέρα.»
Και χαμογελαστός κατέβαινε την κατηφόρα που οδηγούσε στο λιμάνι.
Χαιρετούρες από εδώ, όμορφες καλημέρες από εκεί, μικρές συμμετοχές σε κουτσομπολιά με τις γυναίκες, όλοι τον ξέρανε τον κύριο Δαινέκο. Κι ο ίδιος δεν είχε κανέναν σκοπό να κρύβει την ικανοποίησή του για την εν λόγω φήμη του. Την απολάμβανε. Ήταν η υστεροφημία μιας καριέρας ετών και σε μια μικροκοινωνία, όπως τούτο εδώ το μικρό νησί, μεγεθύνονταν αρκετά.
Όσο χαμογελαστός και ευγενικός και αρεστός κι αν ήταν ο κύριος Σπυρίδων Δεναίκος του Σοφοκλέους (Βεβαίως- βεβαίως), άλλο τόσο δεν είχε καταφέρει να απαλλαγεί από την αλαζονεία και την ισχυρογνωμοσύνη του επαγγέλματός του. Κι αυτό φαινόταν κατά βάση στο ύφος και τον τόνο που απηύθυνε τον λόγο όταν έπαυε να σπέρνει χαιρετούρες και χαμόγελα και άρχιζε να απαιτεί με τελειομανία την υλοποίηση των αγγελιών του και των αναγκών του.
«Καλημέρα σας, δεσποινίς. Θεωρώ πως τώρα είναι η κατάλληλη ώρα να εξυπηρετηθώ, σωστά;»
«Φυσικά, κύριε. Συγνώμη για την καθυστέρηση.»
«Καταλαβαίνω διότι εσύ πρέπει να είσαι η καινούργια υπάλληλος του Ευριπίδη. Μην αγχώνεσαι, αγαπητή μου. Απλά άκουσέ με προσεκτικά περί των πληροφοριών σχετικά με την κράτηση που θέλω να κάνω…. Ελπίζω να μην συμβεί κάποιο λάθος. Ήμουν ακριβέστατος!»
«Κανένα λάθος, κύριε Δαινέκο μας. Η κοπέλα είναι καινούργια αλλά θα την μάθει την δουλειά.» πετάχτηκε η γυναίκα του κύριου Ευριπίδη να προλάβει να υπερασπιστεί την φήμη των 30 χρόνων γραφείο.
«Επίτρεψέ μου να συστηθώ, δεσποινίς…»
«Νέλη»
«Νέλη;» Επανέλαβε με ευδιάκριτο ενδιαφέρον να μάθει την προέλευση του ονόματος ο ιδιότροπος και φιλικός γιατρός.
«Νέλη από το Νεφέλη» συμπλήρωσε η νεαρή κοπέλα με τα πράσινα μάτια πίσω από τα κοκάλινα γυαλιά.
«Λοιπόν, Νέλη, επίτρεψέ μου να συστηθώ: Σπυρίδων Δαινέκος, Εναποθέτω την υπόθεση της κράτησής μου στα χέρια σου»
«Χάρηκα για την γνωριμία, κύριε Δαινέκο, και μείνετε ήσυχος.» Έπνιξε το άγχος της η νεαρή κοπέλα πίσω από ένα ευγενικό χαμόγελο και ένα ανέμελο άπλωμα του χεριού.
«Σπουδάζεις κάτι, Νέλη;» θέλησε να μάθει ο γιατρός τελειώνοντας την χειραψία με την νεαρή κοπέλα που φαινόταν να πνίγεται στην χαρτούρα.
«Έχω τελειώσει το Φιλολογικό, κύριε Δαινέκο»
«Έχεις ολοκληρώσει τις σπουδές σου; Και τι κάνεις εδώ;»
« Ό,τι μπορώ, κύριε Δαινέκο»
«Ενδιαφέρον. Καλή συνέχεια, Νέλη. Σου έχω εμπιστευτεί την κράτησή μου. Μην το ξεχνάς!» Είπε ξανά ο γιατρός σχεδόν απειλητικά αλλά πάντα χαμογελαστά φορώντας το καπέλο του προς ένδειξη ότι αποχωρεί από τον χώρο.
Ο κύριος Δαινέκος δεν ανεχόταν τα λάθη. Του χαλούσαν την συμμετρία και την ομαλότητα των καταστάσεων. Ήθελε τάξη και πρωτίστως ήθελε υπευθυνότητα και προσοχή. Φήμες λένε πως από την στιγμή που έκανε την ειδικότητά του πάνω στην χειρουργική ογκολογία είχε χάσει μονάχα ελάχιστους ασθενείς κι αυτό το απέδιδε στο «νεαρό της ηλικίας μου αλλά κατά βάση στην απερισκεψία των συναδέλφων μου». Προκειμένου να διατηρήσει τον αριθμό των χαμένων ασθενών του μικρό, αποφάσισε να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα. Ήταν δύστροπος καθηγητής σχεδόν μισητός. Ωστόσο, έβγαζε άψογους γιατρούς ογκολογίας.
Αυτό το διάστημα έγραφε ένα ακόμη σύγγραμμά του. Το έγραφε εναλλάξ. Μια μέρα σε ώρες πρωινές και μια μέρα μεταμεσονύχτιες. Τα περισσότερα σαββατοκύριακα κανόνιζε εκδρομές και τον χειμώνα θα πήγαινε στον Καναδά προκειμένου να συλλέξει τις απαραίτητες πληροφορίες. Ήταν τόσο ιδιότροπος που έγραφε τα συγγράμματά του τόσο στην Νεοελληνική όσο και στην Καθαρεύουσα. Ποιος θα διάβαζε ένα ήδη δυσνόητο επιστημονικό σύγγραμμα στην Καθαρεύουσα;
Σήμερα ήταν η μέρα της μεταμεσονύχτιας βάρδιας για αυτό αφού έφερε εις πέρας την υπόθεση της κράτησής του, θα πήγαινε για μια γρήγορη βουτιά σε μια κοντινή παραλία και ύστερα θα πήγαινε για τηγανιτό ψάρι και μπυρίτσα στην «Ψαρόβαρκα» του καπετάν Σταμάτη. Η παραγγελία συνηθισμένη. Η θέα η ίδια. Οι κουβέντες πάνω- κάτω οι ίδιες. Κι, όμως, σήμερα το διαφορετικό της ημέρας ήταν αυτή η νεαρή τουρίστρια.
Μια Ιταλίδα, από τους πολλούς που μάζευε το νησί. Γύρω στα 25, όχι πολύ ψηλή, με πλούσια καστανή κόμη και γαλαζοπράσινα μάτια με ένα σπιρτόζικο βλέμμα. Είχε το θράσος και τράβηξε την καρέκλα βαμμένη γαλάζια που ήταν στο τραπέζι του κύριου Δαινέκου.
«I have read this book, too. » Πληροφόρησε με δική της πρωτοβουλία η νεαρή Ιταλίδα δείχνοντας το βιβλίο του κύριου Δαινέκου που κειτόταν πάνω στο τραπέζι με το χάρτινο τραπεζομάντηλο μιας χρήσης.