Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Δημήτρη Λιαντίνη «Ο Νηφομανής – Η Ποιητική του Σεφέρη», και που ως τίτλο φέρει «Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ», ο Λιαντίνης μας προτρέπει να είμαστε σε διαρκή εγρήγορση του νου. Οδοιπόρος ο ίδιος στα μονοπάτια του μυαλού και της φιλοσοφίας, αναλύει και το όνομα του Σεφέρη ως ταξιδευτή επί χάρτου σε ήδη χαραγμένες πορείες.
Αυτό το τονίζει γράφοντας για τις επιρροές του ποιητή που ξεκινούν από τον Όμηρο, Πλάτωνα, Σολωμό, Μακρυγιάννη κ.τ.λ., καθώς και από το δημοτικό τραγούδι. Άρα ο Σεφέρης δουλεύει, μαστορεύει την πρωτογενή σύλληψη ως αφετηρία και φτάνει στην δική του πρωτογένεια.
Στο δεύτερο κεφάλαιο με τον τίτλο «ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΟΙΤΑΣΜΑ» «ο Λιαντίνης αναζητάει την αναγκαία για τον ποιητή αυτοκάθαρση του Σεφέρη, και εστιάζει στο «Τόκος εν καλώ»από το πλατωνικό Συμπόσιο. Δηλαδή στο πλήρωμα της γνώσης που οδηγεί στην επίγνωση του είναι μας. Έτσι ο Σεφέρης απομακρύνει με την ποίηση του το ειδωλικό εγώ, φτάνει στο ΣΥ και το ΕΜΕΙΣ. Πρόκειται για εσωτερική διεργασία, παράδοξη μεν αλλά το αποτέλεσμα αίρει το παράδοξο. Μέσω της ποίησης του ο Σεφέρης εκθέτει στο κοινό την ψυχή του. Οι συμβολισμοί του Λιαντίνη σ’ αυτό το κεφάλαιο και σε ολόκληρο το βιβλίο δείχνουν τη θετικιστική φιλοσοφική σκέψη του, όπου αναλύει τις λέξεις και τους στίχους του ποιητή αγκαλιάζοντας την ιδεαλιστική σημασία τους. Η κατανόηση του Σεφέρη από το Λιαντίνη μας βοηθά να βιώσουμε το νόημα της πραγματικότητας του ποιητή. Άρα ο Λιαντίνης κάνει ένα διανοητικό συνταξίδεμα μαζί του και βασιζόμενος στην άψογη κοσμοθεώρηση του, ως λάτρης του φιλοσοφικού συμβολισμού, ξεκλειδώνει με επιτηδειότητα τα απόκρυφα κελάρια ωρίμανσης του ποιητή, χωρίς να εγκλειστεί ο ίδιος σ’ αυτά.
Στο τρίτο Κεφάλαιο που τιτλοφορείται «ΤΟ ΜΟΡΦΙΚΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ» ο Λιαντίνης μάς λέει πώς ο Σεφέρης με τη Δωρική γραφή του συνθέτει, και πώς ο ποιητής ζωοποιείται από την αμεσότητα του κόσμου, άρα αναπλάθει την αμεσότητα ως πνεύμα. Συνεπώς, πνεύμα είναι και η διαλεκτική του λόγου του. Αυτοφανερώνεται και ορίζει χαρακτήρα στρατηγικό, προκειμένου να σώσει έστω ένα ποίημα από τους στρατιώτες ποιήματα του. Ομολογεί, όπως αναφέρει, ότι από τότε που κατανόησε ο Σεφέρης τη γραφή του Καβάφη, «τότε είδε να τον ξεβράζει η αστοχισμένη μνήμη του στα Ψαρά του Σολωμού».
Εδώ λοιπόν ο Λιαντίνης ως αυθεντικός της αιώνιας φιλοσοφίας επισημαίνει πως δεν υπάρχει αντίθεση αλλά συμπληρωματικότητα στην εξέλιξη του Σεφέρη, όπου το «επιθυμείσθαι» καθιστά δυνατό το «επιθυμείν» και πως δεν υπάρχει «επιθυμείν» χωρίς το «επιθυμείσθαι».
Έτσι, αφήνει να καταλάβουμε αναφερόμενος στον τίτλο του του επόμενου τέταρτου κεφαλαίου, «Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΣΙΓΗΣ», πως σιωπή δεν είναι η κατάπαυση ή η παύση ή η σιγή αλλά η προσπάθεια μεγάλης περίσκεψης. Η σιωπή είναι η συνεχής μαρτυρία, η εκστατική στάση του επόμενου βήματος και επίσης η σιωπή ναι μεν είναι το αντίθετο του λέγειν, είναι όμως η κοινή γλώσσα της σκέψης, η γλώσσα της εκούσιας ελευθερίας, πριν το φως του ορθού λόγου.
Ο φιλοσοφικός λόγος του συγγραφέα μας είναι παιδί της μεγάλης σιωπής, μέχρι το πλήρωμα του επιθυμούντος λόγου να εκφραστεί ως άριστος λόγος.
Ο συγγραφέας μας χαρακτηρίζει την ποίηση του Σεφέρη ως ηθική. Πιστός στην ηθική, ο Λιαντίνης ονομάζει τον απόλυτο λόγο του Σεφέρη ως ηθικό, αφού συμβαδίζει ο ορθός λόγος του με την ηθική και την αρετή.
«Η αρετή είναι η δράση που ενεργοποιεί την αλήθεια», γράφει, άρα καταργεί το ψεύδος του εγώ και του ναρκισσιστικού υπερεγώ. Γράφει ο Λιαντίνης:
«Ο ποιητής είδε τον εαυτό του αναγκασμένο να ζήσει μέσα σ’ ένα δάσος από σαρκοβόρα φυτά». Μας λέει δηλαδή πως ο λόγος του Σεφέρη είναι διαφάνεια της ανάγκης και της νόησης, άρα διάνοια και συλλογισμός είναι το μυστικό της γραφής του ποιητή. Εξάλλου το δηλώνει και ο ίδιος ο Σεφέρης με τη φράση «Όμως και το γράψιμο είναι, υποθέτω ασκητική.»
Γνωρίζοντας το φιλοσοφικό βίο του Λιαντίνη, που επέλεξε την ελευθερία ως νόημα της ζωής, το «δραν» είναι η επιβεβαίωση της ορθής επιλογής του, να κάνει το νόημα και τη σκέψη έργο του. Ευθύβολος και οικουμενικός ο Λιαντίνης, με αμεσότητα και συλληπτική δεινότητα, φτάνει σε κριτική. Ο ορισμός της κρίσης του ασκεί τη φιλοσοφία με δικαιοσύνη ορατή και γνώση, όπως βλέπουμε και στους παρακάτω στίχους:
«Ο ποιητής με την πράξη της αδυσώπητης σιωπής του, την οχέντρα και τον σκορπιό που επωάζονται στο αίμα των ίδιων των ανθρώπων, προτού να γεννήσουν στο δήμο τον τύραννο, τα καρφώνει με το κοντάρι του στο ουράνιο περιβόλι. Αυτή είναι η ύδρα του Σεφέρη. Και αυτός είναι ο Αντάρης, το cor Scorpionis…..Η στάση του ποιητή μέσα στην κοινότητα είναι το ξεδίπλωμα ενός τραγικού μύθου ζωντανού.»
Τονίζει εδώ εμφατικά ο Λιαντίνης ότι η κοινωνικότητα του Σεφέρη είναι η απόσυρση στη μοναξιά, που ωστόσο είναι πιο ανθρώπινη από την απάνθρωπη ακολούθηση μιας αγέλης!»
Στο Πέμπτο κεφάλαιο «Ο Νεοαρχαίος» ο Λιαντίνης παραπέμπει στον Πλατωνικό Πρωταγόρα όπου ο σοφός Σωκράτης και ο σοφιστής συνομιλητής του προσπαθούν να καταλήξουν διαλεκτικά, όμως μάταια, στο ερώτημα αν διδάσκεται η αρετή. Εδώ ο Λιαντίνης παρομοιάζει το φως του Λόγου ως γνώση που κρησαρίζει, καθώς γράφει για το σωρό της ακοσμίας, και φτάνει ως τη δικαιοσύνη της ισορροπίας του σύμπαντος.
Ο λόγος του συγγραφέα είναι εξαίρετα ποιητικός, γιατί πέρα από την ανάλυση του Σεφέρη, σερφάρει ο ίδιος σε ποιητικό αρχιπέλαγος με σπάνιο λυρικό κι ευρηματικό τρόπο και λέξεις πελεκημένες στο φιλοσοφικοποιητικό εργαστήρι του νου του π.χ, η λέξη «φωτονερόπετρα» πέρα από τη μουσικότητα αποκτά στο σύνολο της φράσης λυγερή ποιητική οντότητα. Γράφει ακόμα: «Στους Τράφους (τοιχάκια) και στις λακκούβες της θάλασσας πεζόδρομοι, καστελάνοι κ.τ.λ., παρομοιάζοντας τους μεγάλους γαιοκτήμονες ως καπεταναίους της γης, άρχοντες επί της στεριάς και των ανθρώπων. Βαπτίζει νεοαρχαίο το Σεφέρη, αφού συνεχίζει να κρατά ζωντανό στη γραφή του το ελληνικό ήθος. Στα προηγούμενα κεφάλαια ο Λιαντίνης συχνά αναφέρεται στο Πλατωνικό έργο και στο Πλατωνικό αγαθό (αγαθότητα). Αφήνει να εννοηθεί πως ο Σεφέρης κοσκινίζει την παραγωγή της αρχαίας γνώσης, ζωοποιεί τη διάνοια ως ιδαλγός της αρχαιοελληνικής γραμματείας, άρα η μεταλαμπάδευση αυτής της αρχαίας γνώσης είναι αυθεντική, επειδή τελείται “εν αγαθώ”.
Συμπερασματικά από τη μελέτη του έργου του Λιαντίνη για το Σεφέρη προκύπτουν οι εξής καταληκτικές διαπιστώσεις:
Η ποίηση του Σεφέρη δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί, αφού ξεπέρασε και την Παλαμική ποιητική παράδοση. Έχει σκοπό να ανοίξει νέους δρόμους, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας μας: “Όποιος επιχειρήσει να την ταξινομήσει θα συναντήσει αδιέξοδο. Ενδέχεται να βρει ότι πολλά κοστούμια πέφτουν στα μέτρα της. Κανένα όμως δε θα’ ταν χωρίς ψεγάδι.»
Στα κείμενα του Σεφέρη δεν υπάρχει ούτε κόμμα χωρίς ποιητικό λόγο. Η απαισιοδοξία μέσα από τη μοναχικότητα του βίου του χαρακτηρίζει το ύφος της γραφής του. Αντικρίζουμε «το αίσθημα πως έχουμε να κάνουμε με πράγματα αλλόκοτα και μοναχικά. Ότι μπροστά μας στέκεται ένας κόσμος στριμμένος, αποθαρρυντικός, αχώνευτος.» «Όμως το μικρόψυχο του καιρού δεν μπορεί να εμποδίσει τον ποιητή να σώσει την ψυχή του.» Η στάση του Σεφέρη απέναντι στην ποίηση είναι γενναία, καθώς πηγάζει από τη σχέση του ποιητή με τον εαυτό του και τη φύση. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως παγκόσμια και ουμανιστική.
Ο πεσιμισμός του Σεφέρη και η έρημος στην ποίηση του ανιχνεύονται κυρίως σε ευρωπαϊκές επιρροές αλλά και στο νεκρό κόσμο της εποχής μας, που τον γνώρισε μέσα από την έρημη χώρα του Έλιοτ.
Η ποίηση του Σεφέρη ανασταίνεται από τις στάχτες της και, παρά τον πεσιμισμό της, δε φτάνει στο τέλειο μαύρο. «Όταν είναι να φτάσει στην κόλαση του Σάρτρ, ξεπερνώντας και το θάνατο του Θεού του Νίτσε αντρειεύεται πάλι.»
Ο Σεφέρης χρησιμοποιεί τους αρχαίους τραγικούς για να απαντήσει στα αιώνια φιλοσοφικά ερωτήματα που ταλανίζουν το σύγχρονο άνθρωπο, όπως βλέπουμε στην Ελένη, όπου ακολουθεί πιστά τον Ευριπίδη. Στο ερώτημα «τι ναι Θεός, τι μη Θεός, και τι τ’ ανάμεσό τους;» φαίνεται ότι οδηγείται σε κάποια διέξοδο μέσα από την Ευριπίδεια λύση σε εκείνο το περίφημο «ανάμεσο τους», εννοώντας την «ιδική του» έξοδο. Το ελάχιστο μέγιστο που μπορεί να κάνει κάθε άνθρωπος για να υπερσκελίσει το χάσμα της βιωτής του. Αυτή η αισιοδοξία του, το ελάχιστο φως μέσα στο σκοτάδι, τον έβγαλε από τον λήθαργο της μαυρίλας που ενυπήρχε στην ευρωπαϊκή ποίηση.
Ο Σεφέρης συνειδητοποίησε, όπως σωστά υπογραμμίζει ο Λιαντίνης, ότι για να ανανεωθεί στην εποχή του η ποίηση έπρεπε να ξεπεραστεί ο Παλαμισμός. Με αυτόν τον τρόπο, «ανασταίνοντας τα συνήθεια της Ιλιάδας», επιστρέφοντας δηλαδή στα αθάνατα Σολωμικά νερά, μπορούσε να εκσυγχρονιστεί η ποίηση.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η διαπίστωση του Λιαντίνη για το Σεφέρη, ότι κατέχει μια δωρική αντίληψη για την ποίηση, καθώς επιθυμεί την πνευματική του μεταμόρφωση πέρα από το ζωικό ένστικτο επιβίωσης. Αυτή η ανανέωση της μορφής είναι κατά το Λιαντίνη το σπουδαίο επίτευγμα του ποιητή στην ελληνική ποίηση. Αυτό που κάνει τον Σεφέρη μέγιστο, σε σύγκριση με όλους τους άλλους που γράφουν, είναι «η ενδοβολή στο μυχό των πραγμάτων». Ο ίδιος ο Σεφέρης συνυπογράφοντας σε αυτό, αναφέρει: «Χρειάζεται μάλιστα, για να προχωρήσει η τέχνη, μια πρωτότυπη κάθε φορά άποψη της φύσης».
Πώς εν τέλει εννοεί ο Λιαντίνης την ποιητική ποιότητα; Μα με την προτίμηση του ελάχιστου απέναντι στο πλείστο!
Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Σεφέρης στο “Λόρδος Μπάιρον”: «Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι.» Πόσο όμορφα και εύγλωττα χαρακτηρίζει το Σεφέρη ο Λιαντίνης ως χρυσωρύχο που κοσκινίζει ένα ένα τα ψήγματα από τους όγκους των χωμάτων, ακολουθώντας την κίτρινη φλέβα, όπως ο Θησέας το μίτο! Με αυτή του την παρομοίωση ο Λιαντίνης βιδώνει στη μνήμη του αναγνώστη την ποιητική δυναμική του Σεφέρη.
Τέλος, όσον αφορά στη γλωσσική δεινότητα του Σεφέρη, ο Λιαντίνης με επιχειρηματολογική αναφορά σε προγενέστερους και συγχρόνους του ποιητή καταλήγει, ότι μόνο ο Σολωμός θα μπορούσε να αναμετρηθεί μαζί του. Και αυτό, τονίζει, οφείλεται στην τελειομανία του ποιητή ως προς τις λέξεις. Αυτό του το βασάνισμα των λέξεων, το δούλεμα της γλώσσας, οδηγεί τον ποιητή στη θαρραλέα χρήση της, που έχει ως βαθύτερο κίνητρο τον καθαρμό της.
Η ενδελεχής αυτή ερμηνευτική και αναλυτική μελέτη του Λιαντίνη για το Σεφέρη δεν έχει ομοιότυπο, καθώς ετυμολογικά, ιστορικά, κοινωνικά και αισθητικά ο συγγραφέας μας διεισδύει με επιστημονικά ερευνητική ακρίβεια στο απόλυτο της γραφής του!