Καλύτερα να σού βγει το μάτι, παρά το όνομα!
Πόσο αλήθεια είναι αυτό στην περίπτωση του Νίτσε, που έχει εντυπωθεί στο μυαλό των περισσότερων ως ένας μουντρούχης άνθρωπος που δεν τα πήγαινε καλά ούτε με τα άντερα του. Αυτό, ίσως, να ισχύει φαινομενικά, αλλά, καταβάθος, ήταν ρομαντικός και γλυκούλης – μια πληγωμένη και βασισμένη ψυχή που απλά έβρισκε καταφύγιο στα γραπτά του. Γιατί αν κάτσεις να διαβάσεις Νίτσε – πέρα από το ότι απαιτείται μεγάλη πνευματική προσπάθεια – συνειδητοποιείς ότι αισιοδοξεί και απαισιοδοξεί σχεδόν ταυτόχρονα. Ποιες σκέψεις τον αντιπροσώπευαν στο τέλος της ημέρας και γιατί είναι παρεξηγημένος ο Νίτσε και οι θεωρίες του;
Ο “Σούπερμαν” του Νίτσε
Στο “Τάδε Έφη Ζαρατούστρα” (1885) ο Νίτσε μάς μιλά για τον Υπεράνθρωπο – το ον που θα γεννηθεί όταν ξεπεραστεί ο άνθρωπος κι απελευθερωθεί απ’ ο,τιδήποτε κατώτερο τον κρατά δέσμιο (μίση, ζήλιες, πάθη, ηδονές, θρησκεία) από το να πετύχει τον υψηλότερο σκοπό του πάνω στη γη. Ο Υπεράνθρωπος είναι η ιδανική επίγεια μορφή του ανθρώπου, είναι αυτός που θα δημιουργήσει νέες και καλύτερες αξίες από αυτές που διδάσκουν οι “ψευτο-σοφοί” (ιερατείο, πλούσιοι άρχοντες κ.α) και θα διασχίσει τη γέφυρα που χωρίζει τον άνετο κόσμο της άγνοιας με αυτόν της απομόνωσης και της ύψιστης γνώσης. Γιατί, κατά τον Νίτσε, η μοναξιά και συγκεκριμένα η αποδοχή της μοναξιάς, αν και δύσκολη, είναι αρετή κι αυτή που ελευθερώνει πραγματικά τον άνθρωπο. Άλλωστε, “ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό”.
“(Χριστέ μου), τι ντεκαντάνς!”
Μην ξεγελιέστε και νομίζετε ότι ο Νίτσε θρέφει πολλές ελπίδες για την ανθρωπότητα, επειδή κάνει κήρυγμα για τον Υπεράνθρωπο. Αντιθέτως, αντιμετωπίζει με αρκετό σνομπισμό ο,τιδήποτε υπερβολικά ανθρώπινο και “τσουβαλιάζει” ολόκληρες κατηγορίες ανθρώπων για τις ψεύτικες αρετές τους – τους σπλαχνικούς για τον “οίκτο” τους, τους ιερείς για την “πίστη” τους, τους ενάρετους για την “ανιδιοτέλεια” τους, τους σοφούς για την “αυθεντία” τους, τον όχλο για την φιληδονία του και τους ανθρώπους-αράχνες για τους ιστούς μίσους κι εκδίκησης με τους οποίους γεμίζουν τη ψυχή τους. Α, επίσης, ο Νίτσε δεν είναι ιδιαίτερα φαν των γυναικών – τις θεωρεί ύπουλες και ξελογιάστρες.
Βέβαια, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, ο Νίτσε δεν πέρασε και πολύ ωραία στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, μιας και τόσο η απώλεια όσο κι απόρριψη έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις εμπειρίες του. Έχασε σε μικρή ηλικία τον πατέρα του (που παρεμπιπτόντως ήταν πάστορας!), δεν είχε πολλές παρέες γιατί δεν συμφωνούσε με τους περισσότερους διανοούμενους της εποχής, ενώ δέχθηκε ένα γερό πισώπλατο χτύπημα από τον κολλήτο του – τον Πώλ Ρε – και τον έρωτα της ζωής του – τη Λου Σαλομέ – που τα έφτιαξαν μεταξύ τους! Λίγο πολύ, λοιπόν, ο Νίτσε “καρατομεί” κι απορρίπτει με τη σειρά του ό,τι τον απέρριψε πρώτο.
Το Εγώ, ο Εαυτός και το Είναι
Αν πέσει στα χέρια σου το “Τάδε Έφη Ζαρατούστρα” κι έχεις κάποια ιδέα για τη θεωρία του Φρόιντ γύρω από το Συνειδητό (Εγώ), το Υποσυνείδητο (Υπερεγώ) και το Ασυνείδητο (Αυτό), διαπιστώνεις μια ομοιότητα σε αυτά που ο Νίτσε ονομάζει Εγώ, Εαυτός και Είναι.
Για τον Νίτσε το “Εγώ” είναι απλά ένα γραμματικό κατασκεύασμα που βοηθάει στον αυτοπροσδιορισμό, αλλά δεν πρόκειται για μια οντότητα με δύναμη και λόγο. Αυτό που ουσιαστικά κινεί τα νήματα και προστάζει το “Εγώ” είναι ο “Εαυτός”. Ο “Εαυτός” είναι εκείνος που δημιουργεί τις ιδέες και τις πεποιθήσεις του ανθρώπου με βάση τα όσα έχει σκεφτεί, βιώσει ή ποθήσει και γι’ αυτό ο “Εαυτός” δεν παύει ποτέ να εξελίσσεται. Τέλος, το “Είναι” πρόκειται για την πραγματικότητα που ο καθένας πλάθει με το μυαλό του κι εξαρτάται από τις βλέψεις που έχει για την εξουσία και την άσκηση της.
Μπορεί οι έννοιες του Νίτσε να μην είναι εντελώς ταυτόσημες με αυτές του Φρόιντ, αλλά σίγουρα δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει τις ομοιότητες στα ονόματα τους και να μη δώσει λίγο credit στον Νίτσε που ξεκίνησε να μιλάει για τις πραγματικότητες που αντιλαμβάνεται ο ανθρώπινος νους βάσει προοπτικής. Αυτά τα κοινά σημεία ήταν που οδήγησαν και τον Ίρβιν Γιάλομ στο να γράψει το μυθιστόρημα “Όταν Έκλαψε ο Νίτσε”, όπου τοποθετεί τις δύο αυτές προσωπικότητες σ’ ένα κοινό χρονικό πλάισιο.
“Δεν υπάρχουν γεγονότα, μόνο ερμηνείες”
Με λίγα λόγια, “τίποτα δεν έχει νόημα, εφόσον μπορούμε να φτιάξουμε τη δική μας φούσκα και να ζήσουμε σ’ αυτή” και παράλληλα “τίποτα δεν έχει νόημα, εφόσον όλοι ζούμε στη φούσκα μας και δεν καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον”. Και κάπως έτσι, ο Νίτσε πατά ταυτόχρονα σε δύο βάρκες – στον Υπαρξισμό και τον Μηδενισμό.
Αν διαβάσεις Νίτσε με προσοχή και συνδυάσεις λίγο τα όσα είχε ζήσει, καταλαβαίνεις ότι δεν υπήρξε ξινός (καλά, ίσως, λιγάκι), αλλά απίστευτα ρεαλιστής, γιατί αν τελικά μπορεί κάτι να σε “σκοτώσει”, αυτό είναι η προσδοκία και η πίστη σε ο,τιδήποτε είναι πέρα του δικού σου ελέγχου – και δυστυχώς τα πράγματα που δεν ελέγχει ο άνθρωπος είναι αρκετά. Όσο για τη μοναξιά, δεν πρέπει να ήταν και πολύ φίλος της, παρόλο που την υπερασπιζόνταν σθεναρά. Καταβάθος, η τόση απομόνωση πρέπει να τον έτρωγε, απλά έμαθε να την προτιμά γιατί δεν άντεχε την ψεύτικη συντροφιά. Πώς αλλιώς θα μπορούσε κάποιος να γράψει κάτι τέτοιο, αν αυτό που ζητούσε πραγματικά ήταν η απόλυτη αποξένωση;
“Η μοναξιά μου δεν εξαρτάται από την παρουσία ή την απουσία των ανθρώπων. Αντιθέτως, μισώ αυτούς που κλέβουν τη μοναξιά μου, χωρίς να μου προσφέρουν σαν αντάλλαγμα πραγματική συντροφιά.”
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, ο σύνθετος τρόπος σκέψης του Νίτσε τον καθιστά ένα mix επαναστατικού φιλοσόφου, αυστηρού κριτή των πάντων και πρώιμου ψυχολόγου. Σ’ όλα του πολύ αντισυμβατικός και σε μεγάλο βαθμό παρεξηγημένος.