Ποιητικό ύφος του βιβλίου
Η Σοφία Τανακίδου , με την ποιητική συλλογή Σοφίας Ποίηση, σμιλεύει τις λέξεις με το καλέμι της ψυχής, βρέχει το πινέλο της παλέτας στα χρώματα της θάλασσας και του ουρανού και στη λίμνη των δακρύων. Τα «δύσκολα ατσαλώνουν την ψυχή της» αν και δεν είναι από χαρτί, ποτέ της δεν έμαθε να παίζει με χάρτινα βαρκάκια . Ξέρει να οχυρώνει τις αξίες της ζωής από τις τρικυμίες της οργής του Ποσειδώνα. «Ο έρωτας, η φιλία, η αγάπη» είναι οι πυλώνες της γραφής της. Και διακρίνεται ο σαρκασμός, εκεί που εδράζεται ο πόνος σε όσα η ψυχή δεν μπόρεσε να σηκώσει στα αμπάρια της, τα ρίχνει καταμεσής της θάλασσας. Γράφει:
«Συγγνώμη.
Αλλά δεν το πρόσεξα.
Advertising
Ότι έφυγε από μένα
Δεν ήταν ποτέ δικό μου.»
Κι αν η καρδιά προδόθηκε από εφιάλτες και ψεύτικους Τειρεσίες, η ποίηση της Σοφία Τανακίδου καθαγνίζει το μέσα της, περιχωρεί τα ανομολόγητα, περιθάλπει το όνειρο κι ας κοιμάται αυτό ακόμα στου Εφιάλτη το ξόδεμα. Γράφει:
«Στα όνειρα ξοδεύτηκα
Advertising
Μα εφιάλτες αγόρασα.
Ακόμα μήπως κοιμάμαι;
Aς κοιμάμαι ακόμα!»
Αυτό που αποσώζει το όνειρο, αυτό που ατραπό δίνει στο ψέμα, αυτό που φτέρωμα προσφέρει στα θαμμένα είναι η ελπίδα. Αυτή, πανίσχυρη, αν και κάποιες φορές ευάλωτη, μπορεί να μοιάζει πάντα στο τέλος να νικά κάνοντας την ανατροπή. Η ελπίδα σε πολλά της ποιήματα, όπως και η αγάπη, προσωποποιείται, γίνεται μάνα στοργική που με τις φτερούγες της ανασηκώνει το εσωτερικό της παιδί και το κρατά ψηλά να μην πέσει στην άβυσσο της ασχήμιας. Γράφει:
«Aνίσχυρη κι ευάλωτη έμοιαζε.
Τι κι αν όλοι συμφωνούσαν πώς πεθαίνει τελευταία.
Δεν το πίστεψα ποτέ.
Μα να που τώρα
Advertising
με πήρε αγκαλιά
λίγο πριν πέσω
και με κράτησε ψηλά.
Δεν ήξερα πως είχε τόσο δυνατά φτερά!»
Advertising
Πηγή έμπνευσης της Σοφίας Τανακίδου
Αυτή η πίστη στην εσωτερική δύναμη της ανθρώπινης ενέργειας, αυτή η αλίευση της πίστης στο βυθό της ψυχής αλλά και η αντιπαράθεση που κάνει σε πολλά της ποιήματα για την φθορά της ύλης, είναι η κύρια πηγή έμπνευσης για τη Σοφία Τανακίδου. Και η ειδοποιός διαφορά στον αναγνώστη αναφορικά με την υφολογία στη γραφή της από άλλες γραφές. Σαν φουρτούνα το χέρι της ποιήτριας εξωτερικεύει όλα τα πάθη και τις κακουχίες της πάνω στο ασπρόχαρτο:
«Χρόνια νεκρή η ψυχή στο σκοτάδι ζούσε» μα αν και «γεμάτη τρύπες» βγαίνει από το σκοτάδι της, μπαλώνει τις κομματιασμένες πληγές της κι απλώνει τα χέρια ψηλά.
Εκεί στο θεϊκό, στο ουράνιο στερέωμα ξαναβρίσκει απάγκιο στον ζωοδότη ήλιο, που απλόχερα πλέον γεμίζει το είναι της.
«Εδώ είμαι,
Advertising
Κομμάτια αλλά ζωντανή», φώναξε.
Κι ο ζωοδότης ήλιος τρύπωσε μέσα της από παντού κι έμεινε εκεί για πάντα.»
Ο έρωτας εδώ ξεπερνά τα όρια της ύλης, γίνεται ασώματος, αναζητά το ύψιστο στη θέωση και σμίξη των ψυχών. Είναι το πιο όμορφο δώρο για τον αγαπημένο, γίνεται αστέρι που φωτίζει το σκοτάδι της, γίνεται φωνή που λάβα στάζει πάνω στο άσπρο χαρτί της αιώνιας αγάπης. Μάτια, σώματα, χέρια προσωποποιούνται κι αυτά πάντα με σκοπό την ανάδειξη του μέσα παιδιού, του συναισθήματος, που παλεύει παρά τους αέρηδες, κόντρα στους καιρούς και στους αποχαιρετισμούς να σταθεί δυνατό και σταθερό στο μόνο κραταιό της ζήσης. Στην αγάπη.
«Στα τρένα και στα χέρια μου κοιτάζεις.
Advertising
Απ΄ το σταθμό αν περνάω,
Αν εισιτήριο κρατάω…
Μα που να πάω;
Χωρίς εσένα που να πάω;»
Advertising
Ο ρόλος της μητρότητας για τη Σοφία Τανακίδου
Καταλυτικό ρόλο στην ποιητική αυτή πρώτη συλλογή είναι η μητρότητα, που μέσα από πλείστα ποιήματα μπολιάζει τη γραφίδα της. Η μάνα για εκείνη, πρωτεύων ρόλος της γυναίκας, δύναμη και υπεροχή μα και καθήκον απαράμιλλα μοναδικό, την κάνει κάθε φορά πιο σοφή απέναντι στη ζωή. Της προσφέρει τη δυνατότητα να συναισθανθεί το εσωτερικό της παιδί, να το ξαναφροντίσει και να το κοιτάξει στα μάτια με τρυφερότητα και συγχώρεση. Αυτή είναι και η κληρονομιά της απέναντι στα δικά της παιδιά, μα και το κληροδότημα για τους αναγνώστες της, να μην ξεχάσουν ποτέ το ευαίσθητο παιδί της ψυχής τους, όσο και αν η ενηλικίωση κι ο κόσμος με την τραχύτητα του εναντιώνεται σε αυτή την στροφή προς την παιδικότητα. Η μάνα φωτίζει με ήλιο τα όνειρα του παιδιού της, ανοίγει μονοπάτια αστραφτερά και σβήνει τα σύννεφα με την αγκαλιά της.
Και με αυτές τις τρυφερές μητρικές λέξεις κλείνει υπέροχα η συλλογή της Σοφίας Τανακίδου στο τελευταίο ποίημα που αφιερώνει στα παιδιά της:
«Kι αν είναι δύσκολος ο δρόμος/δεν θα τον σύρεις μοναχός σου/σε ότι κι αν θέλεις κι αν ζητήσεις/φίλος σου θα ‘μαι και γονιός σου.»
Η Σοφία Τανακίδου, με την πρώτης της αυτή ποιητική συλλογή «Σοφίας Ποίηση», στάζει μέλι μέσα από τις λέξεις της δηλώνοντας το προσωπικό της «σ’ αγαπώ» σε όσους την άγγιξαν βαθιά, μα και σε όσους την πόνεσαν λύτρωση βρίσκει μέσα από τον πόνο, στον μαγικό ίσκιο της Μούσας της Ποίησης. Γιατί η ποίηση για την Σοφια Τανακίδου είναι το δικό της ξύπνημα στον πόνο, το ημέρωμα της «στρίγγλας σιωπής», η απαντοχή στην ματαιότητα και στη λήθη.
Είναι το δόρυ που οπλίζει τη θεά Αθηνά έναντι των αόρατων και ορατών εχθρών της προδοσίας. Είναι η ασπίδα της ψυχής απέναντι στις Μέδουσες της μοχθηρίας και της προσβολής. Είναι εκείνες οι λέξεις που λεπίδα γίνονται και μαχαιρώνουν την ατολμία καταδικάζοντας την αφωνία. Γράφει:
«Mα φτάνει η ώρα.
Που θα μιλήσω.
Που θα ξυπνήσω.
Advertising
Τότε θα δεις πως ξέρω εγώ
να πολεμήσω.»