«Τα Παλιοκόριτσα» είναι το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα της Αργεντίνας Καμίλα Σόσα Βιγιάδα, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Opera σε εξαιρετική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη. Πρόκειται για ένα βιβλίο που έχει μεταφραστεί ήδη σε πολλές γλώσσες κι έχει αποσπάσει μια πλειάδα σημαντικών βραβείων, μεταξύ των οποίων και το Sor Juana Ines de la Cruz, το σημαντικότερο βραβείο γυναικείας λογοτεχνίας που απονεμήθηκε πρώτη φορά σε συγγραφέα που δε γεννήθηκε γυναίκα. Η Καμίλα Σόσα Βιγιάδα, γεννημένη ως Κριστιάν Ομάρ, στην Αργεντινή του 1982, έγραψε αυτό το βιβλίο ως φόρο τιμής στην αδελφότητα των τραβεστί, η οποία την περιέθαλψε και της έμαθε να επιβιώνει όταν εκείνη, ανήλικη σχεδόν, εγκατέλειψε το χωριό όπου γεννήθηκε για να εργαστεί και να σπουδάσει στην πόλη. Όμως, το ανδρικό όνομα στην ταυτότητάς της έκλεινε όλες τις πόρτες, με αποτέλεσμα να καταλήξει να εκπορνευτεί για να επιζήσει. Το συγκλονιστικό βιβλίο της Βιγιάδα, συνθέτουν θραύσματα αναμνήσεων των τραυματικών παιδικών της χρόνων καθώς και αναμνήσεις από τη ζωή της στην κοινότητα των τραβεστί και, ειδικότερα, στη ροζ πανσιόν της Θείας Ενκάρνα, όπου και λαμβάνει χώρα το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Καθώς πρόκειται για μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, κάποια γεγονότα και κυρίως κάποιοι ήρωες του βιβλίου της έχουν επινοηθεί, αφού, όπως ο Χουάν Φόρν αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου, «Σ ’έναν κόσμο «φυσιολογικό», σ’ έναν κόσμο ελεεινό, η Καμίλα και οι αδελφές της δε θα’χαν την παραμικρή τύχη να συναντηθούν. Εδώ, όμως, στα «Παλιοκόριτσα», καταφέρνει να τις συγκεντρώσει όλες, στην πιο απόλυτη αίγλη τους και συγκλονιστικής τους γύμνια…».
Η τραυματική παιδική ηλικία κι η σεξουαλική αφύπνιση
Η Καμίλα Σόσα Βιγιάδα, η οποία είναι και η μόνη αφηγήτρια του βιβλίου «Τα Παλιοκόριτσα», γεννήθηκε σε ένα απομονωμένο χωριό της Κόρδοβα, πλάι σε έναν αλκοολικό και άπιστο πατέρα και μια μητέρα που υπέμενε βουβά όλα τα μαρτύρια στην οποία την υπέβαλε. Η φτώχεια, η βρωμιά, η εγκατάλειψη κι οι αλλεπάλληλες επιθέσεις σωματικής και λεκτικής βίας του πατέρα της προς τις δυο τους, συνθέτουν το ζοφερό σκηνικό των παιδικών χρόνων της συγγραφέως, η οποία προσπαθεί να εναντιωθεί στη σεξουαλική της φύση, σε μια μάταιη προσπάθειά να γίνει αυτό που θέλει ο πατέρας της, δηλαδή ένα φυσιολογικό αγόρι της ηλικίας του. Η Καμίλα, όμως, είναι εγκλωβισμένη σε ένα μικροσκοπικό σώμα που, σε συνδυασμό με την σχεδόν γυναικεία χροιά της, την κάνουν μονίμως αντικείμενο χλεύης των συμμαθητών της και την απομονώνουν σε ένα σπίτι όπου αντηχεί η βία κι οι προσβολές του πατέρα της προς το πρόσωπό της είναι καθημερινό φαινόμενο. «Όλα παραήταν φριχτά για να θέλω να είμαι άνδρας» θα πει, κι αυτή της η αποστροφή θα γίνει έναυσμα για την αναζήτηση μιας διεξόδου. Ένα ερειπωμένο σπίτι, ένας πρόχειρα στερεωμένος φακός, λίγα κλεμμένα προϊόντα μακιγιάζ και μια ντουζίνα κακοφτιαγμένα ρούχα, ραμμένα από την ίδια στο χέρι, θα τη μεταμορφώσουν σταδιακά σε αυτό που επιθυμεί να είναι, μια ποθητή γυναίκα.
Η μύηση στον κόσμο των τραβεστί
Στα εναλασσόμενα κεφάλαια του βιβλίου, εκτός από την αφήγηση των παιδικών της χρόνων, η Βιγιάδα θα προχωρήσει και σε μια συγκλονιστική καταγραφή της μύησής της στην κοινότητα των τραβεστί, στρέφοντας τον αφηγηματικό φακό πάνω σε έναν κόσμο που συνδυάζει με τρομακτική ακρίβεια τη λάμψη με το σκοτάδι. Η Καμίλα φτάνει στην πόλη, με σκοπό να εργαστεί και να σπουδάσει και να καταφέρει να καταρρίψει την πρόβλεψη του πατέρα της πως «αν συνέχιζε έτσι, θα στρεφόταν στην πορνεία και θα κατέληγε σε χαντάκι». Και μπορεί ο σωματότυπός της να τη βοηθά, όμως, το ανδρικό όνομα της ταυτότητά της, της κλείνει όλες τις πόρτες. Η Καμίλα βυθίζεται στη φτώχεια και την πείνα κι ο μόνος τρόπος να κρατηθεί στην επιφάνεια, είναι να πουλήσει το σώμα της. Κάπου εκεί, ο δρόμος της θα διασταυρωθεί με αυτόν της Θεία Ενκάρνα, μιας ηγεμονικής παρουσίας που πρωτοστατεί στον κόσμο των τραβεστί κι έχει στην ιδιοκτησία της την ροζ πανσιόν, καταφύγιο πολλών τραβεστί της περιοχής. Η Θεία Ενκάρνα θα γίνει ο μέντοράς της, η προστάτιδά της, η μάνα όλων αυτών που προσπαθούν να επιβιώσουν πατώντας σε δυο βάρκες, αυτή του καθωσπρέπει άνδρα και την άλλη, της φιλήδονης τραβεστί που διψά για αγάπη κι αποδοχή.
Ο «άλλος κόσμος» του περιθωρίου
Το σπαραχτικό μυθιστόρημα της Βιγιάδα, είναι ένα ομαδικό πορτρέτο μιας ολόκληρης κοινότητας ανθρώπων που έζησαν στο περιθώριο προσπαθώντας να επιβιώσουν σε έναν κόσμο που δεν είχε χώρο για αυτούς. «Τα Παλιοκόριτσα» είναι οι δακτυλοδεικτούμενες, αυτές που δεν κυκλοφορούν την ημέρα αλλά είναι ζώα της νύχτας, εκείνες που έχουν μόνο η μία την άλλη αφού οικογένεια και κοινωνία της απορρίπτουν, αυτές που εκπορνεύονται προκειμένου να ζήσουν αλλά πολλές φορές παίζουν τη ζωή τους κορώνα γράμματα, βρίσκονται χτυπημένες, βιασμένες ή δολοφονημένες σε χαντάκια. Είναι αυτές που περιθάλπτουν κάθε κατατρεγμένο, φροντίζουν τους αστέγους και ταίζουν τα αδέσποτα, χαρίζουν απλόχερα καλοσύνη ενώ τους επιστρέφεται μόνο κακία και χλεύη. Το βιβλίο της Βιγιάδα δε γράφτηκε για να προκαλέσει τον οίκτο, αλλά για να ρίξει φως σε έναν αθέατο κόσμο, αυτόν των τραβεστί που, όσο περιθωριοποιούνται, τόσο η οργή τους φουσκώνει σαν ποτάμι ενώ η σκιά του AIDS απλώνεται πάνω από τα στολισμένα με συνθετικές περούκες κεφάλια τους. «Τα Παλιοκόριτσα» είναι η ωμή, ρεαλιστική και γεμάτη συναίσθημα αφήγηση της ζωής ενός ανθρώπου που έζησε σαν αόρατος, ενώ, κάθε βράδυ έδινε τη δική του μάχη για επιβίωση, σε έναν κόσμο γεμάτο νάρκες για τους διαφορετικούς. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Opera. Βρείτε το εδώ.