Η Μαρία Μαγδαληνή Ντίτριχ Φον Λος ήταν, αν όχι η μεγαλύτερη, σίγουρα από τις μεγαλύτερες σταρ του 20ου αιώνα. Ηθοποιός του κινηματογράφου και τραγουδίστρια με μια λαμπρή καριέρα περίπου 70 χρόνων, από τη δεκαετία του 1910 μέχρι τη δεκαετία του 1980. Γερμανίδα που κατείχε, επίσης, και την αμερικανική υπηκοότητα. Αγάπησε και αγαπήθηκε από πολλούς. Ο λόγος για τη Μαρλέν Ντίτριχ.
Τα παιδικά χρόνια της Μαρλέν Ντίτριχ
Η Μαρλέν Ντίτριχ γεννήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 1901, στη Λεβεστράσε 65, στο Σένμπεργκ, σημερινή συνοικία του Βερολίνου. Είχε άλλη μια αδελφή, την Ελίζαμπεθ, που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη. Οι γονείς της παντρεύτηκαν τον Δεκέμβριο του 1898. Η μητέρα της, Βιλελμίνα Ελίζαμπεθ Τζόσεφιν Φέλσινγκ, ήταν από ευκατάστατη οικογένεια του Βερολίνου που διαχειριζόταν μια εταιρεία κατασκευής κοσμημάτων και ρολογιών. Ο πατέρας της, Λούις Έριχ Όττο Ντίτριχ, ήταν αξιωματικός της αστυνομίας που δυστυχώς πέθανε το 1907. Λίγο αργότερα, η μητέρα της Ντίτριχ παντρεύτηκε τον καλύτερό της φίλο, Έντουαρντ Φον Λος, αξιωματικό του γερμανικού στρατού. Ο Φον Λος, όμως, πέθανε το 1916 από τραύματα που απέκτησε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν υιοθέτησε ποτέ επίσημα τις αδερφές Ντίτριχ κι ας αποδίδεται από πολλούς στη Μαρλέν και το επώνυμο Φον Λος.
Η οικογένεια φώναζε τη μικρή κόρη «Lena» ή «Lene». Στα 11 της αποφάσισε να ενώσει τα δύο ονόματά της και έτσι έγινε «Μαρλέν» (Marlene). Η μικρή Μαρλέν φοίτησε στο σχολείο θηλέων Auguste-Viktoria από το 1907 έως το 1917 και το 1918 αποφοίτησε από το λύκειο Victoria-Luise-Schule (σήμερα Γυμνάσιο Γκαίτε, Goethe Gymnasium Berlin-Wilmersdorf). Έλαβε σπουδές στο βιολί και μεγαλώνοντας έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέατρο και την ποίηση. Ένας τραυματισμός στο αριστερό της χέρι την ανάγκασε να εγκαταλείψει αργότερα το βιολί.
Το καλλιτεχνικό ξεκίνημα και η οικογένεια
Οι πρώτες της εμφανίσεις ήταν ως μέλος της χορευτικής ομάδας του Ρούντολφ Νέλσον που περιόδευε στο Βερολίνο. Το 1922 έδωσε εξετάσεις για να μπει στη δραματική σχολή του επιχειρηματία Μαξ Ράινχαρντ, μα απέτυχε. Ωστόσο, ξεκίνησε να εργάζεται στα θέατρά του ως μέλος του χορού ή σε μικρούς ρόλους σε δραματικά έργα. Αρχικά, δεν απολάμβανε ιδιαίτερη προσοχή. Έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, παίζοντας ένα ρόλο στην ταινία «Ο Μικρός Ναπολέοντας» το 1923.
Γνώρισε τον μελλοντικό της σύζυγο, Ρούντολφ Σίμπερ, στα γυρίσματα της ταινίας Tragödie der Liebe το 1923. Η Ντίτριχ και ο Σίμπερ παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στο Βερολίνο στις 17 Μαΐου 1923. Το μοναδικό παιδί τους, η Μαρία Ελίζαμπεθ Σίμπερ, γεννήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1924. Η Ντίτριχ ήταν βαθιά αφοσιωμένη στην οικογένειά της. Εργαζόταν σκληρά για την προώθηση της κόρης της που ακολούθησε επίσης καριέρα ηθοποιού και για την οικονομική ενίσχυση του γαμπρού της. Όταν δεν έκανε περιοδείες, προτιμούσε να είναι κοντά στην οικογένειά της, παρά την πολυτάραχη ζωή της. Οι New York Times είχαν γράψει: «Ποτέ δεν χώρισε τον σύζυγό της, ο οποίος παρέμεινε φίλος, σύμβουλος και στήριγμά της για δεκαετίες – δεν παρενέβη ποτέ στις αμέτρητες υποθέσεις της». Εκείνος πέθανε το 1976.
Μαρλέν Ντίτριχ: Η αρχή μιας λαμπρής καριέρας
Η Ντίτριχ εργαζόταν στο θέατρο και στον κινηματογράφο καθ’ όλη τη δεκαετία του 1920, στο Βερολίνο και στη Βιέννη. Στο θέατρο έπαιξε σε σημαντικά έργα, όπως στο «Κουτί της Πανδώρας» του Φράνκ Βέντεκιντ, στο «Ημέρωμα της Στρίγκλας» και στο «Όνειρο Θερινής Νυκτός» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ και «Πίσω στον Μαθουσάλα» του Τζώρτζ Μπέρναρντ Σω. Το κοινό ξεκίνησε να της δίνει ιδιαίτερη προσοχή στα μιούζικαλ, όπως στα Broadway, Es Liegt in der Luft και Zwei Krawatten. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’20, έκανε περισσότερο την εμφάνισή της στον κινηματογράφο σε ταινίες όπως: Café Elektric (1927), Ich küsse Ihre Hand, Madame (1928), and Das Schiff der verlorenen Menschen (1929).
Το 1930 θα αποτελέσει χρονιά – σταθμό για την Ντίτριχ. Θα παίξει τον πρωτοποριακό πρωταγωνιστικό ρόλο της Λόλα, μιας όμορφης και προκλητικής τραγουδίστριας καμπαρέ στην ταινία «Γαλάζιος Άγγελος». Η ταινία ήταν παραγωγής της Paramount Productions και σκηνοθεσίας του σπουδαίου σκηνοθέτη Γιόζεφ Φον Στέρνμπεργκ που δέχτηκε συγχαρητήρια, επειδή ανακάλυψε την Μαρλέν Ντίτριχ και το ταλέντο της. Στην ταινία ακούστηκε το τραγούδι – σήμα κατατεθέν της Ντίτριχ «Falling in Love Again», το οποίο είχε ηχογραφήσει για την εταιρεία Electrola. Την δεκαετία του ’30, η Ντίτριχ έκανε περαιτέρω ηχογραφήσεις του τραγουδιού για τις εταιρείες Polydor και Decca Records.
Η λαμπρή καριέρα στις ΗΠΑ
Μετά την τρομερή επιτυχία του «Γαλάζιου Αγγέλου», η Ντίτριχ μετέβη στις ΗΠΑ και στο Χόλιγουντ μετά από πρόσκληση του Στέρνμπεργκ. Υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρεία Paramount Pictures. Αυτό ήταν η απάντηση στο αντίπαλον δέος, την εταιρεία Metro-Goldwyn-Mayer που συνεργαζόταν με τη Γκρέτα Γκάρμπο, έτερη μεγάλη σταρ της εποχής. Ο Στέρνμπεργκ υποδέχτηκε τη Ντίτριχ με πολλά δώρα, μεταξύ άλλων και με μια πράσινη Ρολς Ρόις. Την περίοδο 1930 – 1935 η Ντίτριχ πρωταγωνίστησε σε 6 ταινίες του Στέρνμπεργκ: «Μαρόκο» (1930), «Κατάσκοπος Χ-27» (1931), «Σαγκάη Εξπρές» (1932), «Blonde Venus» (1932), «The Scarlett Empress» (1934) και «The Devil is Woman» (1935).
Το 1933 πρωταγωνίστησε και στο «Song of Songs», ταινία όμως που δεν ήταν του Φον Στέρνμπεργκ, αλλά του Ρούμπεν Μαμούλιαν. Ο Στέρνμπεργκ γενικότερα, αυστηρός και επιθετικός ενίοτε, στάθηκε ο δάσκαλος και ο μέντορας της Μαρλέν Ντίτριχ. Την ενθάρρυνε να χάσει βάρος, να αναπτυχθεί στην υποκριτική και να δημιουργήσει το προφίλ της όμορφης μα μυστηριώδους και μοιραίας γυναίκας. Το 1936 πρωταγωνίστησε στο «Desire» του Φρανκ Μπόρτζακ. Την ίδια χρονιά έπαιξε και στο «I loved a soldier» του Ερνστ Λούμπιτς που όμως ήταν μια παταγώδης αποτυχία λόγω καθυστέρησης στην παραγωγή, σεναριακών κωλυμάτων και της απόλυσης του σκηνοθέτη. Το 1939 η καριέρα της θα αναγεννηθεί με την εκ νέου συνεργασία με τον μέντορά της. Έπαιξε στις ταινίες «Σαρξ και διάβολος» (1939), «Επτά Αμαρτωλοί» (1940), «The Spoilers» (1948) και συνεργάστηκε με γνωστούς ηθοποιούς, όπως ο Τζέιμς Στιούαρτ και ο Τζον Γουέιν.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δε θα έχει την αίγλη της επιτυχίας της δεκαετίας του 1930, όμως θα παραμείνει σε υψηλό επίπεδο με συνεργασίες με κορυφαίους σκηνοθέτες όπως οι Άλφρεντ Χίτσκοκ, Φρίτζ Λάνγκ, Όρσον Ουέλς και Μπίλυ Γουάιλντερ σε ταινίες όπως «Φλόγα και Πάθος» (1948), «Πονεμένο Ρομάντζο» (1950), «Rancho Notorious» (1952), «Μάρτυρας Κατηγορίας» (1957) και «Τα απόρρητα της Νυρεμβέργης» (1961).
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Η δράση της Μαρλέν Ντίτριχ στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ήταν μεγαλειώδης. Σε συνεντεύξεις η Ντίτριχ δήλωνε ότι εκπρόσωποι του ναζιστικού κόμματος την είχαν πλησιάσει για να επιστρέψει στην Γερμανία, αλλά εκείνη απέρριψε την πρόσκλησή τους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 η Ντίτριχ δημιούργησε ένα φιλανθρωπικό οργανισμό μαζί με τον σκηνοθέτη Μπίλυ Γουάιλντερ και αρκετούς άλλους αντιφρονούντες Γερμανούς, προκειμένου να βοηθήσουν τους Ιησουίτες, τους Εβραίους και τους αντιφρονούντες Γερμανούς να διαφύγουν από την Γερμανία. Το 1937 ο μισθός της από την ταινία «Knight Without Armor» διατέθηκε προς βοήθεια των προσφύγων. Το ποσό ήταν 450.000 δολάρια. Η ίδια χαρακτήρισε αυτή την προσπάθεια ως «το μοναδικό σημαντικό πράγμα που έχω κάνει ποτέ!». Επίσης, μετά τον πόλεμο δήλωσε πως ο Αδόλφος Χίτλερ την επιθυμούσε για ερωμένη του, συμπληρώνοντας: «Τον απέρριψα. Ίσως θα έπρεπε να είχα πάει μαζί του. Θα μπορούσα να σώσω τη ζωή 6 εκατομμυρίων Εβραίων».
Το 1939, με την έκρηξη του πολέμου, η Ντίτριχ απαρνήθηκε τη γερμανική της υπηκοότητα. Έγινε Αμερικανή υπήκοος. Με την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο, στις 7 Δεκεμβρίου 1941, ξεκίνησε την πολεμική της δράση. Από τον Ιανουάριο του 1942 ως τον Σεπτέμβριο του 1943 έκανε περιοδείες στις ΗΠΑ για τη βοήθεια πωλήσεων πολεμικών ομολόγων. Κατάφερε να πουλήσει όσο κανένας άλλος διάσημος της εποχής. Την περίοδο 1944 – 1945 πραγματοποίησε συναυλίες για τα συμμαχικά στρατεύματα στην Αλγερία, την Ιταλία, τη Γαλλία και την Αγγλία. Εμφανίστηκε και στην πατρίδα της, τη Γερμανία, μαζί με τους στρατηγούς Τζέιμς Γκέβιν και Τζώρτζ Πάττον. Ο Μπίλυ Γουάιλντερ αργότερα θα πει «Βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου περισσότερες φορές από τον στρατηγό Αϊζενχάουερ!».
Το 1944 το τμήμα Morals Operations του Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών ξεκίνησε το πρόγραμμα Musak, που περιλάμβανε μουσικές εκπομπές, οι οποίες αποσκοπούσαν στην αποδυνάμωση των εχθρικών στρατευμάτων με μείωση του ηθικού και πρόκληση νοσταλγίας για το σπίτι και την οικογένεια των στρατιωτών. Η Ντίτριχ ερμήνευσε – γνωρίζοντας τον σκοπό του γραφείου – πολλά τραγούδια στη γερμανική γλώσσα. Κορυφαίο και πιο γνωστό τραγούδι απ’όλα ήταν το «Lili Marleen», ένα αντιπολεμικό τραγούδι που αγαπήθηκε από τους στρατιώτες τόσο του Άξονα όσο και των Συμμάχων, ενώ ηχογραφήθηκε σε πάρα πολλές γλώσσες. Το παράδοξο είναι πως, ενώ το τραγούδι αυτό δεν ήταν της Ντίτριχ, συνδέθηκε άρρηκτα στη συνείδηση του κόσμου με τη φωνή της Ντίτριχ. Ο επικεφαλής του γραφείου, Ουίλιαμ Ντόνοβαν, δήλωσε στη γερμανίδα τραγουδίστρια: «Είμαι βαθιά ευγνώμων για την γενναιοδωρία σας στην παραγωγή αυτών των ηχογραφήσεων για εμάς». Μετά τον πόλεμο προσέφερε καταφύγιο στους γερμανούς συγγενείς της, ώστε να μη συλληφθούν ως συνεργάτες των ναζί. Αργότερα, αποκήρυξε την αδερφή της Ελίζαμπεθ και την οικογένειά της λέγοντας πως ήταν μοναχοπαίδι. Το 1947 έλαβε, μεταξύ άλλων, το Μετάλλιο της Ελευθερίας, καθώς και το Μετάλλιο του Τάγματος του Φοίνικα από τη γαλλική κυβέρνηση για την προσφορά της στις Συμμαχικές Δυνάμεις κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Μαρλέν Ντίτριχ και έρωτας
Η Μαρλέν Ντίτριχ αγάπησε και αγαπήθηκε τόσο από άνδρες όσο κι από γυναίκες. Η ίδια δεν έκρυψε ποτέ πως είναι αμφιφυλόφιλη, αν και οι ομοφυλοφιλικές της τάσεις έγιναν γνωστές σε προχωρημένη ηλικία. Είχε υιοθετήσει ένα δικό της, μοναδικό στυλ που την καθιστούσε ελκυστική και για τους άνδρες και για τις γυναίκες. Ο κριτικός Κένεθ Τάναν είχε γράψει:
Η ανδροπρέπειά της είναι ελκυστική στις γυναίκες και η σεξουαλικότητά της στους άνδρες». Σύμφωνα με τους Times, «Στα ρούχα, ήταν ένα σύμβολο μόδας. Τόσο στην οθόνη όσο και εκτός, φορούσε συχνά παντελόνια και κοστούμια. Απέδειξε ότι μια γυναίκα θα μπορούσε να φανεί θηλυκή σε τέτοια ρούχα. Καθιέρωσε την ”σιλουέτα Ντίτριχ”, τονίζοντας την αίσθηση της κομψότητας και τους καλλίγραμμους γοφούς και το μπούστο της.
Η Μαρλέν Ντίτριχ, αν και παντρεμένη με τον Σίμπερ από το 1924, είχε μια σειρά από σχέσεις τόσο με άνδρες, όσο και με γυναίκες, όπως ο Γκάρι Κούπερ, ο Τζον Γκίλμπερτ, ο Τζέιμς Στιούαρτ, ο Τζον Γουέιν, η Μερσέντες ντε Ακόστα και ενδεχομένως η Γκρέτα Γκάρμπο. Ένας θυελλώδης έρωτας, που όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ σαρκικά, ήταν με τον αμερικανό συγγραφέα και δημοσιογράφο, Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Η Ντίτριχ και ο Χέμινγουεϊ είχαν γνωριστεί σε κρουαζιέρα το 1934, στο Μονακό και, αν και αμφότεροι παντρεμένοι, έζησαν έναν παράφορο, ανεκπλήρωτο έρωτα ο οποίος έγινε γνωστός μετά από δημοσιεύσεις της αλληλογραφίας που είχαν μεταξύ τους, το 2007. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας δια αλληλογραφίας κράτησε για 30 χρόνια, μέχρι την αυτοκτονία του Χέμινγουεϊ.
Οι τελευταίες δύσκολες δεκαετίες
Η Μαρλέν Ντίτριχ έπαιζε ρόλους και τραγουδούσε τόσο στη μεγάλη οθόνη όσο και στο σανίδι μέχρι την εποχή που η υγεία της δεν της το επέτρεπε άλλο. Ασφαλώς, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν είχε την αίγλη της δεκαετίας του ’20 και του ’30. Τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής της, όμως, υπέφερε από πολλά θέματα της υγείας της. Το 1965 επιβίωσε από τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, ενώ έκτοτε ξεκίνησε να υποφέρει από κακή κυλοφορία αίματος στα πόδια της. Τη δεκαετία του 1970 αντιμετώπισε πολλούς τραυματισμούς από πτώσεις πάνω στη σκηνή, ενώ αντιμετώπιζε την εξάρτηση από τα παυσίπονα και το αλκοόλ. Το 1972 μετακόμισε από τις ΗΠΑ στο Παρίσι. Ζούσε σε ένα διαμέρισμα στη Λεωφόρο Μοντέν. Το 1975, όταν έπεσε από την σκηνή ενώ έπαιζε στην Αυστραλία, έσπασε τον μηρό της.
Πέρασε τα τελευταία 11 χρόνια της ζωής της απομονωμένη στην οδό Μοντέν και κατάκοιτη. Επέτρεπε να την επισκέπτονται μόνο στενοί της φίλοι και οικογένεια. Πέθανε στις 6 Μαΐου 1992 από νεφρική ανεπάρκεια. Πέρασε στο πάνθεον αφήνοντας πίσω της ένα μεγάλο καλλιτεχνικό, πολιτικό και ακτιβιστικό έργο, πολλούς θαυμαστές, πολλά βραβεία και διακρίσεις του καλλιτεχνικού και του πολιτικού κόσμου και γενικά μια υπέρλαμπρη καριέρα. Μια καριέρα που δίκαια την καθιστά ως μια απόλυτη σταρ, μια ντίβα του 20ού αιώνα.
Παρακάτω ακολουθεί βίντεο με την πασίγνωστη ερμηνεία της Μαρλέν Ντίτριχ για το αντιπολεμικό τραγούδι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, «Λιλί Μαρλέν»:
Πηγές
Μαρλέν Ντίτριχ. Ανακτήθηκε από: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%81%CE%BB%CE%AD%CE%BD_%CE%9D%CF%84%CE%AF%CF%84%CF%81%CE%B9%CF%87 (τελευταία πρόσβαση 9/12/2019)
Μαρλέν Ντίτριχ: Οι αλήθειες που δεν ξέρατε για μια γυναίκα-σύμβολο. Ανακτήθηκε από: https://www.eleftherostypos.gr/diethni/159999-marlen-ditrix-oi-alhtheies-pou-den-kserate-gia-mia-gynaika-symvolo/ (τελευταία πρόσβαση 9/12/2019)
«Σε φαντάζομαι γυμνή και μεθυσμένη»: Το γράμμα του Χέμινγουεϊ στην Ντίτριχ. Ανακτήθηκε από: https://www.tanea.gr/2014/03/11/lifearts/se-fantazomai-gymni-kai-methysmeni-to-gramma-toy-xemingoyei-stin-ntitrix/ (τελευταία πρόσβαση 9/12/2019)