Ο Λεοπόλδος φον Ζάχερ Μαζόχ πέθανε στις 9 Μαρτίου του 1895 με τη ζωή του να τερματίζεται άδοξα. Καθώς έπασχε από ψυχικά προβλήματα, κλείστηκε σε άσυλο όπου κάποιοι ισχυρίζονται ότι εκεί άφησε την τελευταία του πνοή. Ο Μαζόχ υπήρξε αυστριακός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Το συγγραφικό του έργο υπήρξε άμεσα επηρεασμένο από την ερωτική του ζωή, εξυμνώντας ο ίδιος στα έργα του τον έρωτα με την μορφή της υποταγής. Από εκείνον προέρχεται και ο όρος «μαζοχισμός».
Τα πρώτα χρόνια του Μαζόχ
Ο Λεοπόλδος Φον Ζάχερ Μαζόχ γεννήθηκε στο Λέμπεργκ της Γαλικίας στις 27 Ιανουαρίου του 1836. Οικογένεια παλαιά, με αίμα σλάβικο, ισπανικό και μποεμικό, οι Φον Ζάχερ Μαζόχ ήταν ως επί το πλείστον κρατικοί υπάλληλοι της Αυστρουγγρικής Αυτοκρατορίας. Ο πατέρας του Λεοπόλδου ήταν διευθυντής της αστυνομίας στο Λέμπεργκ και η δράση του για την καταστολή των εξεγέρσεων των μικρών μειονοτήτων και των επαναστατικών κινημάτων κατά της Αυτοκρατορίας ήταν ευρέως γνωστή. Γι’ αυτό και ο Φραγκίσκος Α’ της Αυστρίας τους απένειμε και τίτλο ευγενείας. Ο Λεοπόλδος, ζώντας από μικρός σε περιβάλλον αυταρχικό, επηρεάζεται βαθύτατα. Έτσι, στα πολλά μυθιστορήματά του αναφέρεται στην οργάνωση αγροτικών κοινοβίων και περιγράφει τον αγώνα των χωρικών όχι μόνο κατά των γαιοκτημόνων, αλλά και κατά του ίδιου του κράτους.
Η αρχή της συγγραφικής πορείας του Μαζόχ
Ο ιππότης Λεοπόλδος φανερώνει νωρίς το λογοτεχνικό του ταλέντο. Δεκαέξι μόλις χρονών στην απονομή του απολυτηρίου του, άκουγε τον διευθυντή του γυμνασίου να λέει δημόσια πως τα κείμενα του «δεν είναι απλώς τα γραπτά ενός μαθητή, αλλά το έργο ενός συγγραφέως». Σε νεαρή ηλικία διδάσκει ιστορία στο Γράτς κι αρχίζει από τότε την λογοτεχνική του καριέρα. Ξεκινά με ιστορικά μυθιστορήματα επηρεασμένα από την ιδέα του πανσλαβισμού και θεατρικά έργα, όπως «Οι στίχοι του Μεγάλου Φρειδερίκου» που ανέβηκε στο Βερολίνο και προκάλεσε σκάνδαλο για τις αντιπρωσικές ιδέες του. Πρότυπά του, εκτός από τον Γκαίτε, ήταν ο Πούσκιν και ο Λέρμοντοφ. Δικαιολογημένα, λοιπόν, αποκαλέστηκε ο Τουργκένιεφ της Μικρής Ρωσίας.
Το έργο του αναγνωρίζεται σύντομα και μεταφράζεται στα αγγλικά και στα γαλλικά. Γίνεται γνωστό μέχρι την Αμερική. Στη Γαλλία οι εκδοτικοί οίκοι Hachette, Calmann – Lévy και Flammarion δημοσιεύουν μεταφράσεις των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων του. Το 1886 ο Μαζόχ πηγαίνει στο Παρίσι, όπου βραβεύεται σε ειδική τελετή οργανωμένη προς τιμήν του από την εφημερίδα Le Figaro και από το περιοδικό La Revue de Deux Mondes.
Η θεματολογία των έργων του
Τα έργα του Λεοπόλδου Φον Ζάχερ Μαζόχ αποτελούν συγγραφικούς κύκλους. Ο σπουδαιότερος αυτών έχει ως γενικό τίτλο «Το κληροδότημα του Κάιν», στον οποίο περιγράφονται τα πάθη του ανθρώπου, ο θάνατος, ο πόλεμος, το χρήμα και, κυρίως, ο έρωτας.
Σε αυτό το έργο ο Μαζόχ εισάγει τη μορφή της «παγερής» μητέρας, της Μαρντόνα, όπως την ονομάζει στη νουβέλα του «Η μητέρα του Θεού». Γράφει για μία γυναίκα γλυκιά και χαρούμενη με ψυχρό, σκληρό βλέμμα και μελαγχολικό πρόσωπο. Την τοποθετεί τρίτη στη σειρά των αρχετυπικών μητρικών εικόνων, μετά την «εταιρική» και την «οιδιπόδεια» μητέρα. Η Μαρντόνα ενσαρκώνει το μαζοχιστικό ιδανικό της απόλυτης ψυχρότητας. Η σιωπηλή και νεκρική γυναίκα εκπληρώνει τη μαζοχιστική φαντασίωση ενός αναμενόμενου και μηδέποτε συντελεσμένου θανάτου. Ο Κάιν βλέπει σ’ αυτή το «σημείο» όπου καταλήγει ο «νέος άνθρωπος», ο «ερχόμενος» (ο Κάιν ή ο Χριστός), αυτός που θα είναι «χωρίς σεξουαλικότητα, χωρίς ιδιοκτησία, χωρίς πατρίδα, χωρίς ανάμειξη σε κοινωνικές συγκρούσεις, χωρίς εργασία. Αυτός που με την θέληση του θα πεθάνει ενσαρκώνοντας την ανθρωπότητα.»
Για τον Μαζόχ, τον «νέο Πλάτωνα», όπως τον αποκάλεσαν, που πεθαίνει ξεχασμένος στα 1895, γράφει η πρώτη του γυναίκα Βάντα φον Ζάχερ Μαζόχ στο βιβλίο της Εξομολογήσεις της ζωής μου. Άλλες πληροφορίες για την ιδιόρρυθμη ζωή του μας δίνει το βιβλίο που γράφει ο γραμματέας του Σλίχτεγκρολ. Ο Μαζόχ, με τα παράξενα ερωτικά γούστα, τις συμβολαιογραφικές πράξεις υποταγής, την παιδαγωγική του, τις μεταμφιέσεις του, πότε σε υπηρέτη ή ληστή και πότε σε θήραμα των γυναικών που αγάπησε, είναι αυτός που σκηνοθετεί τις καταστάσεις, εξωθεί τις αγαπημένες του στην πορνεία και εισάγει στο ζεύγος «τον τρίτο άνθρωπο». Αυτός ο τρίτος είναι ο «Έλληνας», όπως τον ονομάζει, που θα παρέμβει κάτω από νέους νόμους φιλοξενίας για να ολοκληρώσει το πάθος του και να δικαιώσει έτσι την γυναίκα που θέλει να του μείνει πιστή προδίδοντάς τον.
Ο Μαζόχ και οι Γυναίκες της ζωής του
Η πρώτη του περιπέτεια με την Άννα φον Κότοβιτς τον εμπνέει στο έργο του «Η διαζευγμένη γυναίκα» και η σχέση του με τη Φάνυ φον Πίστορ καταγράφεται στην περίφημη «Αφροδίτη με τη γούνα» που εκδίδεται το 1870. Η γυναίκα, όμως, που στάθηκε ο μεγάλος έρωτας της ζωής του ήταν η δεσποινίς Ορόε Ρουμελέν που αλληλογράφησε μαζί του με το ψευδώνημο Βάντα. Παντρεύτηκαν το 1873 κι έζησαν λίγα χρόνια μαζί έναν πολυτάραχο βίο, στον οποίο παρεισέφρησε ακόμα και ο περιλάλητος Λουδοβίκος Β’ της Βαυαρίας, σύμφωνα τουλάχιστον με τις αφηγήσεις της Βάντα στο βιβλίο της «Εξομολογήσεις της ζωής μου». Ο τελευταίος γάμος του Λεοπόλδου φον Ζάχερ Μαζόχ έγινε το 1877 με την γκουβερνάντα των παιδιών του σε μία περίοδο απογοήτευσης του συγγραφέα και παραγκωνισμού του έργου του.
Η γέννηση του όρου Μαζοχισμός
«Η Αφροδίτη με τη γούνα» περιλαμβάνεται στον πρώτο τόμο του μυθιστορηματικού κύκλου με τίτλο «Το κληροδότημα του Κάιν». Στο έργο αυτό, η ιδιόρρυθμη συμπεριφορά του ήρωα Σέβερεν φον Κουζίμσκι δίνει την αφορμή στον ψυχίατρο Ρίχαρντ φον Κραφτ-Έμπινγκ να μιλήσει στο έργο του «Psychopathia sexualis» (1893) για τη μαζοχιστική διαστροφή, «γεννώντας» τον όρο «μαζοχισμός». Με τον όρο αυτό η ψυχιατρική ορίζει τη σεξουαλική διαστροφή στην οποία η απόλαυση συνδέεται με τον πόνο και την ταπείνωση.
«Βάλε το πόδι πάνω στον σκλάβο σου, μαγευτική γυναίκα γλυκιά και διαβολική, με το μαρμάρινο κορμί σου ξαπλωμένο ανάμεσα σε μυρτιές και αγαύες.»
Advertising
Ο Φρόυντ στο κείμενο του 1924 «Το οικονομικό πρόβλημα του μαζοχισμού» αναλύει ευρύτερα την έννοια του μαζοχισμού από τους σεξολόγους της εποχής του. Μέσα από το έργο του Μαζόχ, ο Φρόυντ αναγνωρίζει στο μαζοχισμό στοιχεία της γενικότερης σεξουαλικής συμπεριφοράς. Περιγράφει, όμως, και εκείνες τις μορφές κάτω από το όνομα «ηθικός μαζοχισμός» όπου το υποκείμενο, εξαιτίας ενός ασυνείδητου συναισθήματος ενοχής, τίθεται σε θέση θύματος, χωρίς να αναμένει καμία σεξουαλική ικανοποίηση από την τοποθέτηση αυτή.
«Η Βάντα λέει στον Σέβερεν: όλη σου η τρέλα δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ένας δαιμονικός και ανικανοποίητος αισθησιασμός. Η τερατώδης πλευρά του εαυτού μας γεννά τέτοιες διαστροφές. Αιφνής το πρόσωπο της Βάντας αλλάζει. Μοιάζει να μεταμορφώνεται από τον θυμό και για μια στιγμή γίνεται αποτρόπαια.»
Η ψυχαναλυτική φόρμουλα του μαζοχισμού ως αντεστραμμένου σαδισμού που στηρίχτηκε στη άποψη της εσωτερικής σχέσης σαδισμού-μαζοχισμού, αμφισβητήθηκε από τον Θ. Ρέικ στο έργο του «Ο Μαζοχισμός», όπου εκεί τονίζονται τα ακόλουθα: «παρά τις παρατηρήσεις των ψυχαναλυτών και σεξολόγων, υποστηρίζω ότι ο τόπος γέννησης του Μαζοχισμού είναι η φαντασία». Τη φαντασία προκρίνει και ο Ζιλ Ντελέζ ως τον κατεξοχήν μαζοχιστικό τόπο γράφοντας επιγραμματικά στο σημαντικό δοκίμιό του «Η παρουσίαση του Ζάχερ Μαζόχ» το ψυχρό και το σκληρό:
«Ο μαζοχισμός είναι η τέχνη του φαντάζεσθαι».
Advertising
Κύρια πηγή για την σύνθεση αυτού του άρθου αποτέλεσε το βιβλίο «Η Αφροδίτη με την γούνα» του Ζάχερ Μαζόχ. Εκδόσεις Πατάκη