Η πόλη της Μυτιλήνης στη περίοδο της ρωμαιοκρατίας συγκαταλέγεται από τους αρχαίους συγγραφείς μεταξύ των ωραιότερων πόλεων του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας, μαζί με τη Ρόδο και την Έφεσο, όπως ανέφερε ο Οράτιος στις Ωδές του (17,1). Η Μυτιλήνη παρουσίαζε εξαίρετο ήθος και πνευματικότητα και η σύνδεση με το αρχαίο λαμπρό παρελθόν της φαίνόταν και στην τέχνη της αλλά και στα τεχνικά έργα που πραγματοποιήθηκαν στο νησί με χαρακτηριστικότερο το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο Μυτιλήνης και το καλύτερα διασωζόμενο κομμάτι της υδατογέφυρας που βρίσκεται στην περιοχή της Μόριας Λέσβου.
Το μεγάλο τεχνικό έργο του ρωμαϊκού Υδραγωγείου (2ος μ.Χ. αιώνας πιθανώς) με τις Καμάρες του που σώζονται στους Λάμπου Μύλους και ιδίως στη Μόρια, θυμίζει κλασσική εποχή. Οι ογκόλιθοι, οι πεσσοί, οι άβακες και τα τόξα που απαρτίζουν το εξαιρετικό αυτό έργο δένουν σ’ ένα σύνολο που μοιάζει με προπύλαια κλασσικού ναού ή ανακτόρων.
”Πατρότητα” του Υδραγωγείου
Οι Ρωμαίοι, πιο τεχνοκράτες και πρακτικοί απ’ τους Έλληνες, έδιναν μεγάλη σημασία στα έργα κοινής ωφελείας και χρησιμότητας. Επίσης, είχαν την τεχνογνωσία αλλά και τη βούληση να υλοποιούν τέτοιας εμβέλειας και αρτιότητας τεχνικά έργα κοινής ωφέλειας. Γι’ αυτό και κατασκεύαζαν πολλά υδραγωγεία για την εξυπηρέτηση κάθε μεγάλης πόλης στην αυτοκρατορία τους, καθώς και σε πολλές μικρές πόλεις και βιομηχανικούς χώρους. Οι μέθοδοι κατασκευής υδραγωγείων και αποτύπωσης προκειμένου να διασφαλιστεί τακτική παροχή νερού περιγράφονται από τον Βιτρούβιο στο βιβλίο 8 του De Architectura.
Εντοπίζοντας, λοιπόν, την έλλειψη νερού που θεωρούσαν βασικό αγαθό για μια πόλη, έφεραν τους μηχανικούς και τους αρχιτέκτονες που διέθεταν και σε συνεργασία με τους μυτιληνιούς τεχνίτες και τη συνδρομή του Δήμου εκπόνησαν τα σχέδια και κατασκεύασαν ένα επιβλητικό και θαυμάσιο ως τις μέρες μας υδραγωγείο μήκος 26 χιλιομέτρων που έλυσε για πολλούς αιώνες το πρόβλημα ύδρευσης της Μυτιλήνης.
Σχετικά με την πατρότητα του έργου και τη χρονολογία κατασκευής του οι απόψεις των ιστορικών διίστανται. Είναι έργο πιθανώς του τέλους του 2ου ή των αρχών του 3ου μ.Χ. αιώνα. Μια επιγραφή που υπάρχει χαραγμένη στις καμάρες της Μόριας με τη λέξη «Δαμος» δηλαδή Δήμος μας πληροφορεί ότι στην κατασκευή του υδραγωγείου συμμετείχε η πόλη της Μυτιλήνης. Όλοι όμως οι ερευνητές σημειώνουν ότι το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο κατασκευάστηκε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο της ιστορίας της Λέσβου. Η πρώτη εκδοχή αποδίδει τη κατασκευή του στο Ρωμαίο στρατηγό Μάρκο Αγρίππα, γαμπρό του αυτοκράτορα Αυγούστου, ο οποίος αποτέλεσε πολύπλευρη προσωπικότητα όντας επιστήμονας, μηχανικός, εφευρέτης και καλλιτέχνης.
Ο Ρωμαίος στρατηγός είχε οργανώσει επιτελείο μηχανικών, αρχιτεκτόνων, οικοδόμων που σε συνεργασία με ντόπιους τεχνίτες κατασκεύαζαν κοινωφελή έργα σε διάφορα σημεία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας όπως δρόμους, υδραγωγεία, στοές, ναούς, θέατρα και θέρμες-λουτρά. Ο Μάρκος Αγρίππας διέμεινε στη Μυτιλήνη για δυο χρόνια, (23 π.Χ.-21 π.Χ.) και για λίγο το χειμώνα του 14 π.Χ.-13 π.Χ.. Εκείνη την εποχή η Μυτιλήνη, παρόλο που διέθετε μεγαλοπρεπή κτήρια όπως θέατρα, γυμναστήρια, σχολές και αγορά υστερούσε στην ύδρευση αφού το νερό της προερχόταν μόνο από πηγάδια, ήταν συχνά μολυσμένο και το καλοκαίρι στέρευε.
Μια άλλη προσωπικότητα της ρωμαϊκής εποχής που θεωρείται ευεργέτης από πολλές πόλεις για τα κοινωφελή έργα, όπως τα υδραγωγεία Αθηνών, Περγάμου που κατασκευάστηκαν με δίκες του αποφάσεις ήταν ο αυτοκράτορας Αδριανός (117-138 μ.Χ.). Ο αυτοκράτορας Αδριανός πέρασε ένα χειμώνα, πιθανόν το 124 π.Χ., στην Πέργαμο και τότε επισκέφθηκε τη Μυτιλήνη, απέδωσε την ελευθερία της και χρηματοδότησε, όπως συνήθιζε, έργα κοινής ωφέλειας. Πιθανόν ένα από αυτά να ήταν το υδραγωγείο της πόλης, καθώς έχει έντονα κλασικιστικά στοιχεία, και αποκλήθηκε από αρκετούς ερευνητές ως έργο “αδριάνειο”.
Τα ρωμαϊκά υδραγωγεία χρησιμοποιούσαν την δύναμη της βαρύτητας για να κατευθύνουν το νερό: έπρεπε να υπολογιστεί και να υλοποιηθεί μία ελάχιστη κλίση στις σωληνώσεις για να κυλήσει το νερό προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Το μειονέκτημα ήταν ότι, για να περάσει ένα λόφο έπρεπε ή να τον παρακάμψει ή να τον διατρυπήσει με τούνελ, κατά τον ίδιο τρόπο για να περάσει μια κοιλάδα έπρεπε να κατασκευαστεί μια γέφυρα ή να χρησιμοποιηθεί σωλήνα ρύθμιση του νερού (σιφόνι).
Πάντως, το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο Μυτιλήνης αποτυπώνει την τεχνογνωσία και τις πρακτικές γνώσεις των Ρωμαίων μηχανικών αλλά και την κλασικιστική διάθεση των Ελλήνων τεχνιτών, όπως εμφανίζονται στις τοξοστοιχίες, στους πεσσούς, στη τοποθέτηση των πλίθων κατά το ‘’έμπλεκτον’’ σύστημα. Στο ρωμαϊκό ‘’έμπλεκτον’’ χρησιμοποιήθηκαν μικρές πέτρες και πλίθοι από μάρμαρο για τους πεσσούς και τους θόλους των τόξων, που συνδέθηκαν με συνδετική ύλη από ασβέστη. Τα μάρμαρα συνδέθηκαν μεταξύ τους με σιδερένιους συνδέσμους και μολύβι.
Γενικά στοιχεία για το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο και την Υδατογέφυρα Μόρια
Το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο αποτελεί κατά τον R. Koldewey το μεγαλύτερο και ωφελιμότερο τεχνικό έργο κατά την αρχαιότητα στη Λέσβο για να μεταφέρει νερό στην πόλη της Μυτιλήνης από την περιοχή του βουνού Ολύμπου της Αγιάσου. Ήταν ένα έργο πολιτισμού, καθαριότητας και άνεσης, που δείχνει την ευμάρεια, αλλά και την καλαισθησία των Λεσβίων της Ρωμαιοκρατίας. Για τον αρχιτέκτονα και την κατασκευή του υδραγωγείου δεν υπάρχει καμία άμεση μαρτυρία από τις αρχαίες πηγές. Από τα υδραγωγεία του αρχαίου κόσμου το πιο κοντινό κατασκευαστικά με το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο της Μυτιλήνης, με ομοιότητες στη διάρθρωση των πεσσών και των τόξων, είναι το υδραγωγείο της αρχαίας πόλης της Σίδης και της Αντιόχειας Πισιδίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες, το ιστορικό πλαίσιο η σύγχρονη έρευνα θεωρεί ότι το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο της Μυτιλήνης θα πρέπει να χρονολογηθεί τουλάχιστον στο β΄ μισό του 2ου αι. μ.Χ..
Η ροή του ύδατος ήταν ελεύθερη με την κλίση που οι τεχνικοί είχαν δώσει σε όλη τη μακρά διαδρομή του. Από τη δεξαμενή στη Μυτιλήνη μοιραζόταν με αγωγούς στις δημόσιες κρήνες της πόλης, στα λουτρά και στις επαύλεις της. Ξεκινούσε, όπως αναφέραμε, από τις υπώρειες του Ολύμπου, στην περιοχή Τσίγκου και διανύοντας 26 χιλιόμετρα, πότε με υπόγειο πήλινο αγωγό, πότε με σκαλισμένο αύλακα πάνω στους βράχους και πότε με αψίδες, έφερνε άφθονο νερό(127.000 κυβικά ημερησίως) στη Μυτιλήνη.
Η Υδατογέφυρα της Μόριας αποτελεί το καλύτερα διατηρημένο τμήμα του ρωμαϊκού υδραγωγείου, η θέα του οποίου φαντάζει σήμερα εντυπωσιακή. Κατατάσσεται αναμφισβήτητα στις ομορφότερες υδατογέφυρες του αρχαίου κόσμου εξαιτίας του ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού της σχεδιασμού, που τη μετέτρεψε από ένα χρηστικό τεχνικό έργο μεγάλης κλίμακας σε ένα έργο ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής.
Περιλαμβάνει τρεις επάλληλες σειρές τοξοστοιχιών σε ένα εντυπωσιακό σύνολο. Ολόκληρη η κατασκευή, μήκους 170 μέτρων και ύψους στο κέντρο του υδαταγωγού, 24,46 μ. στο κέντρο της κοιλάδας με 17 τοξωτά ανοίγματα (τα κεντρικά τμήματα περιλαμβάνουν τρία αλλεπάλληλα τόξα). Σύμφωνα με τον Ιωάννη Κοντή, «ολόκληρη η κατασκευή έμοιαζε με ενιαία πρόσοψη κτηρίου με τρεις επάλληλες στοές». Από τους αρχικούς πεσσούς διατηρούνται σήμερα σε καλύτερη κατάσταση οι κεντρικοί, ενώ από τους ακραίους σώζονται μόνο οι κατώτερες στρώσεις τους. Οι πεσσοί που στήριζαν τις καμάρες στην υδατογέφυρα της Μόριας είναι κατασκευασμένοι με το ψευδοϊσοδομικό σύστημα.
Στοιχεία για το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο Μυτιλήνης
Οι δημιουργοί του αξιοποίησαν ένα ευρύ φάσμα κατασκευαστικών λύσεων όπως υδατογέφυρες, υπόγειους και λαξευτούς αγωγούς μεταφοράς υδάτων, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ομαλή ροή των υδάτων. Η συγκέντρωση των υδάτων μέσα στο δίκτυο συνεχιζόταν σε όλη τη διαδρομή, με μικρότερους αγωγούς που διοχέτευαν υδάτινους πόρους από παραπλήσιες λαγκαδιές, πηγές κλπ. στο κεντρικό δίκτυο. Ο υδαταγωγός παρουσιάζει μερικά γενικά χαρακτηριστικά, στα οποία όμως προσαρμόζεται αναλόγως της περιοχής διέλευσης και των εδαφολογικών/γεωλογικών χαρακτηριστικών της.
Σε γενικές γραμμές αυτό που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι αποτελείται από ένα ορθογώνιο τμήμα πλάτους 0,60 μ. με 0,65 μ. και ύψους 0,85 με 0,90 μ., το οποίο είναι υδατοστεγές. Ο αγωγός είχε τοιχώματα επιχρισμένα από τσιμεντοκονίαμα, όπου το νερό κυλούσε με μικρή ταχύτητα ενώ όπως αναφέραμε, είχε κυμαινόμενες διαστάσεις ανάλογα με τη θέση και την κλίση του εδάφους. Έτσι, αλλού είχε πλάτος 60 εκατοστά και ύψος 1,10 μέτρα και αλλού, π.χ. σε βραχώδεις λόφους, είχε πλάτος 35 εκατοστά και ύψος 80 εκατοστά. Με βάση αυτές τις διαστάσεις υπολογίζεται ότι ο αγωγός μετέφερε καθημερινά νερό ανάλογα βέβαια με την εποχή, τις βροχοπτώσεις και άλλους παράγοντες. Κατά τη διαδρομή του το ρωμαϊκό δίκτυο τροφοδοτούσε με νερό για άρδευση περιοχές.
Οι διακλαδώσεις του δικτύου γινόταν με ορθογώνια πέτρινα τρίστομα, από τα οποία ξεκινούσαν πηλοσωλήνες διαμέτρου 20 εκατοστών για να καταλήξουν σε μικρότερες δεξαμενές, σε δημόσιες κρήνες, σε κήπους, σε λουτρά ή και σε αυλές πλουσιόσπιτων. Το νερό έρεε άφθονο στους δρόμους της πόλης, αφού δεν υπήρχαν κρουνοί διακοπής. Στις δημόσιες κρήνες, που είχαν παραστάσεις και αφιερώσεις, γινόταν συνωστισμός γυναικών, οι οποίες περιμένοντας τις στάμνες και τις λαγήνες, επιδίδονταν σε κοινωνική συναναστροφή, όπως αλλιώς λέγεται το κουτσομπολιό.
Η διαδρομή του κεντρικού αγωγού
Η πορεία του ξεκινάει από την πλαγιές του όρους Όλυμπος, στο κεντρικό τμήμα του νησιού, και καταλήγει στα ανατολικά παράλια, διασχίζοντας ένα έντονο γεωμορφολογικά ανάγλυφο. Όπως αναφέραμε ήδη, το υδρευτικό δίκτυο του ρωμαϊκού υδραγωγείου της Μυτιλήνης ξεκινούσε από το ποτάμι Ανεράϊδα, που πηγάζει από τη Μεγάλη Λίμνη, κατηφόριζε προς τις πηγές του Τσίγκου, στους πρόποδες του Ολύμπου της Αγιάσου και έφτανε στα βόρεια του ποταμού Έθερνου, όπου μέσα σε μια πευκόφυτη χαράδρα διακρίνονται τα υπολείμματα μιας καμάρας. Κατόπιν ακολουθούσε την ποταμιά της Χλιας, στην περιοχή Πασπαλά, όπου και υπάρχει ακόμα υδατογέφυρα με τέσσερα τόξα, η πιο σημαντική μετά από αυτή της Μόριας, με λαξευμένους ορθογώνιους λίθους, δομημένους κατά το ψευδοϊσοδομικό σύστημα.
Ακολούθως ο αγωγός παρέκαμπτε το λόφο Πασπαλά και έφτανε πάνω από χωριό Λάμπου Μύλοι, έπαιρνε τα νερά των δύο πηγών των Αγίων Αγγέλων και έστρεφε προς τα βόρεια φτάνοντας στο χωματόδρομο που οδηγεί στα χωριά Κώμη και Πηγή. Ύστερα αφού παρέκαμπτε τον παραπόταμο του Ευεργέτουλα, το Βωβό ποτάμι, κατευθυνόταν προς την Κούστερη. Εδώ, στη θέση Βρουλίδια, ένα χιλιόμετρο περίπου από τον ιδεατό δρόμο Μυτιλήνης – Καλλονής πάνω σε βραχώδη πλαγιά υπάρχουν υπολείμματα λαξευμένου αγωγού. Ο λαξευμένος αγωγός έρχεται από τα Βρουλίδια προς την απότομη πλαγιά της Λάρσου, επάνω από τη διασταύρωση Μυτιλήνης-Καλλονής-Γέρας.
Μετά συνέχιζε την πορεία του προς την απόκρημνη πλάγια της Λάρσου, όπου ακόμα διακρίνεται το λαξευμένο αυλάκι πάνω απ’ τον κόμβο Μυτιλήνης-Καλλονής-Πλωμαρίου. Κατόπιν περνούσε από το λατομείο που βρίσκεται πίσω από το στρατόπεδο, στο δρόμο που οδηγεί στη Μόρια, έφτανε στη λαγκαδιά «Καμαρούδια» που πήρε το όνομά της από την υδατογέφυρα με τις μικρές καμάρες υπολείμματα της οποίας υπάρχουν ακόμα και κατέληγε στη βρύση Ατσιγκάνα. Το σημείο αυτό ήταν ιδιαίτερα κρίσιμο για την πορεία του αρχαίου έργου, γιατί ο υδαταγωγός βρέθηκε μπροστά σε ένα μεγάλο βραχώδη όγκο, τον οποίο και διέσχισε με τη βοήθεια μιας υπόγειας κτιστής σήραγγας. Η σήραγγα που διανοίχτηκε μήκους περίπου 1 χιλιομέτρου και βάθους περίπου 20 μέτρων πέρασε από την άλλη πλευρά προς τη μεριά της Μόριας και ακολούθησε τις πλάγιες του λόφου Τούμπα καταλήγοντας στις κάμαρες της Μόριας.
Εδώ βρίσκεται το πιο εντυπωσιακό και καλοδιατηρημένο μέχρι σήμερα τμήμα του υδραγωγείου με την υδατογέφυρα των 70 μέτρων και των επάλληλων τοξοστοιχιών. Στη συνεχεία ο αγωγός αυτός διέσχιζε το λατομείο του Καρά – Τεπέ, ακολουθούσε τη χαράδρα πάνω από τις Θερμές Πηγές Κουρτζή, σημερινή ΔΕΗ, και κατέληγε στην Κεντρική δεξαμενή της Μυτιλήνης που βρισκόταν στο λόφο του Αρχαίου Θεάτρου.
Το τέρμα της διαδρομής του υδαταγωγού πιστεύεται ότι βρισκόταν εντός των τειχών της πόλης κάτω από τον «Τεκέ» του αρχαίου θεάτρου. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο R. Koldewey, η κεντρική δεξαμενή της Μυτιλήνης βρισκόταν στο λόφο του Αρχαίου Θεάτρου, στο σημερινό Συνοικισμό μεταξύ των οδών Αγρίππα, Λέσχη Αγραφιώτη και Θεάτρου, σε υψόμετρο 35 μέτρα από τη θάλασσα.
Η θέση αυτή θεωρείται και η πιο πιθανή για την κεντρική δεξαμενή, αφού συμφωνεί υψομετρικά με το υπόλοιπο δίκτυο που ερχόταν από τη Μόρια περνούσε από τον Καρά-Τεπέ, την Ουτζά και τα Θέρμα Κουρτζή και κατέληγε στο λόφο του Αρχαίου Θεάτρου. Είναι συμβατή όμως και με τα υπολείμματα των παλαιών αγωγών που ανευρίσκονται κατά τη διάνοιξη θεμελίων σπιτιών και υπονόμων στη περιοχή του Συνοικισμού και επιβεβαιώνουν τη θέση της κεντρικής δεξαμενής. Η υψομετρική διαφορά μεταξύ της αφετηρίας του αγωγού και της τερματικής δεξαμενής συγκέντρωσης νερού είναι περίπου 250 μέτρα. Αυτή τη διαφορά στάθμης εκμεταλλεύτηκαν οι μηχανικοί του έργου ώστε να επιτύχουν την ακώλυτη ροή του σε ολόκληρη τη διαδρομή των 26 χιλιομέτρων, μέσα από χαράδρες, κοιλάδες, ρεματιές και πάνω από λόφους και υψώματα.
Πηγές:
- blod.gr
- wikipedia
- efales.gr
- vaspik.blogspot.com
- odysseus.culture.gr
Σύνταξη κειμένου: Λευτέρης Μαργαρίτης
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου