Οι Σπέτσες είναι από τα ομορφότερα και πιο κοσμοπολίτικα νησιά του Αργοσαρωνικού, που κρύβουν στα νερά τους ιστορίες χρόνων. Η ιστορική νήσος βρίσκεται κοντά στην Αργολική χερσόνησο, δεξιά της εισόδου του Αργολικού κόλπου, σε απόσταση 1,5 μιλίου από την Ερμιονίδα και 50 μιλίων από τον Πειραιά. Λόγω αυτής της γεωγραφικής της θέσης, οι περιηγητές που ασχολήθηκαν με τα ελληνικά νησιά την κατατάσσουν στην περιοχή της Πελοποννήσου.
Οι Σπέτσες έχουν σχήμα ωοειδές και διασχίζονται από βουνοσειρές με υψηλότερη κορυφή τον Προφήτη Ηλία.(291 μέτρα). Τα ακρωτήρια της νήσου είναι: Το Σουρμπούτι (ΒΑ), το Κάβο – Φανάρι (Α), ο Μαυρόκαβος (ΝΑ), το Ζάστανο (Ν) και το Μπουρμπούθι (ΒΔ). Το νησί έχει και δύο λιμάνια το ένα, το πιο ευρύχωρο, μέσα στην πόλη και το άλλο στο βορειοδυτικό τμήμα του όπου κατά το 1838 χτίστηκε λοιμοκαθαρτήριο (Λαζαρέτο). Την νήσο απαρτίζουν και τρεις ακόμη νησίδες: η Σπετσοπούλα, ο Άγιος Ιωάννης και το Μικρό Μπούρμπουλο.
Ονομασία
Οι Σπέτσες στην αρχαιότητα ονομάζονταν Πιτυούσα, από τα πεύκα (πίτυς) που αφθονούσαν στο νησί. Σε ένα χάρτη των αρχών του 15ου αι. το νησί παρουσιάζεται δασωμένο. Φαίνεται, πως από την αρχαιότητα ήταν κατάφυτο από υψηλά πεύκα, από τα οποία οι παλαιότεροι κάτοικοι προμηθεύονταν την αναγκαία ξυλεία για την κατασκευή των σπιτιών και των πλοίων. Εκτός από τα πεύκα ευδοκιμούσαν και οπωροφόρα δένδρα και αμπέλια.
Το όνομα «Σπέτσαι» αναφέρεται για πρώτη φορά το 1481 σε έκθεση κάποιου Ενετού ναυάρχου. Ο τύπος αυτός προέρχεται από μετασχηματισμό του ονόματος Πιτυούσα από τους Αρβανίτες, οι οποίοι το 15ο αι. κατοικούσαν το νησί. Η Πιτυούσα μετατράπηκε σε Πέτσα και σ’ αυτό, πιθανότατα οι Ιταλοί, πρόσθεσαν το “Σ” στην αρχή.
Άλλοι υποστηρίζουν, ότι το όνομα Πέτσα προέρχεται από την ιταλική λέξη pezza (πετσέτα), επειδή από τα απέναντι βουνά της Κυνουρίας το νησί φαινόταν επίπεδο, σαν ένα κομμάτι βαμβακερού υφάσματος. Κατά τον Έλληνα λεξικογράφο και ιστορικό Βυζάντιο Σκαρλάτο το νησί πήρε το όνομα του από την ιταλική λέξη pesce ή pescia (ψάρι), «καθ’ όσον όντως η νήσος αύτη είναι εξαιρέτως ιχθυόεσσα».
Από τις πηγές και τα πολλά νερά που είχε, οι Τούρκοι ονόμαζαν το νησί «Σούλιτζα» ή «Σούλεζα» δηλαδή «Υδρόνησο» (από την τουρκική λέξη su, νερό).
Από μερικούς γεωγράφους το νησί ονομάζεται και Τιπάρηνος. Η Αντιβασιλεία αξίωσε το νησί να μετονομαστεί στα δημόσια έγγραφα σε Τιπάρηνος και οι κάτοικοι του Τιπαρήνιοι. Οι Σπετσιώτες όμως αντέδρασαν στη μετονομασία αυτή υποστηρίζοντας, ότι το νησί τους και στην επίσημη αλληλογραφία πρέπει να ονομάζεται Σπέτσαι, γιατί με αυτό το όνομα αγωνίστηκε και δοξάστηκε στην επανάσταση του 1821.
Ιστορία του νησιού μέχρι την επανάσταση του ’21
Οι Σπέτσες, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, πρωτοκατοικήθηκαν από την Πρωτοελλαδική εποχή, δηλαδή περίπου από το 2.300 π.Χ. Μαζί με τα ευρήματα της Πρωτοελλαδικής εποχής βρίσκονται και άλλα των Μυκηναϊκών χρόνων και κατόπιν των πρώτων Βυζαντινών αιώνων. Ανέκαθεν οι Σπέτσες χρησιμοποιούνταν ως σταθμός ανεφοδιασμού των πλοίων που κατευθύνονταν προς τις Πελοποννησιακές ακτές.
Τον 15ο αιώνα ο πληθυσμός των Σπετσών αποτελείτο κυρίως από Χριστιανούς Αρβανίτες ενώ τον 17ο αιώνα ο πληθυσμός του νησιού αυξήθηκε από πλήθος κόσμου, που προέρχονταν από τις Πελοποννησιακές περιοχές της Τσακωνίας (Λεωνίδιο – Τυρός), Κυνουρίας, Αργολίδας και την Ερμιονίδα. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο αρχικός μεσαιωνικός συνοικισμός των Σπετσών ήταν κτισμένος στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, στην σημερινή περιοχή «Καστέλλι», που θα πει νησιώτικο κάστρο. Ο συνοικισμός ήταν περιτειχισμένος και είχε την ακρόπολη στο λόφο, όπου βρίσκεται σήμερα ο ναός του Αγίου Βασιλείου.
Το 1769 οι Σπέτσες συμμετείχαν στην επανάσταση της Πελοποννήσου, γνωστή ως “Ορλωφικά” και για το λόγο αυτό η πόλη τους καταστράφηκε ολοκληρωτικά στο τέλος του 1770 από τους Τούρκους. Οι Σπετσιώτες τότε διέφυγαν στις απέναντι περιοχές της Πελοποννήσου, μέχρι το 1774 που πήραν αμνηστία από τους Τούρκους.Οι κάτοικοι τότε κατέβηκαν στην παραλία,έχτισαν την σημερινή πόλη και άρχισαν να ασχολούνται με τη ναυτιλία και το θαλάσσιο εμπόριο. Την φιλοπατρία τους όμως οι Σπετσιώτες την έδειξαν και το 1790, όταν έσπευσαν να βοηθήσουν τον Λάμπρο Κατσώνη που για την πράξη του αυτή υπέστησαν πάλι μεγάλες διώξεις από τους Τούρκους.
Η χρυσή εποχή του νησιού όμως άρχισε τον 18ο αιώνα και επεκτάθηκε στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Την εποχή αυτή σημαντικότατη ανάπτυξη σημείωσε η Ναυτιλία, ναυπηγώντας εκτός των άλλων “Λατινάδικα”, “σαχτούρια”, αλλά και μεγαλύτερα πλοία που έπλεαν σε όλη την Μεσόγειο, μέχρι και την Μαύρη Θάλασσα. Αυτός ήταν ένας σημαντικότατος παράγοντας, για τον οποίο συγκροτήθηκε ισχυρότατος στόλος, που διατηρήθηκε μέχρι το 1854.
Το νησί απέκτησε μεγάλη Ναυτική και Εμπορική ισχύ και εκμεταλλεύτηκε πλήρως τη Γαλλική επανάσταση και το Γαλλο-Ισπανικό πόλεμο. Η Οικονομική ανάπτυξη των Σπετσών, λόγων των κερδών που αποκόμισαν, ήταν τεράστια για εκείνη την εποχή και οι Σπέτσες ήταν έτοιμες για να προσφέρουν πολύτιμη βοήθειά στον αγώνα της Επανάστασης του 1821 και την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό.
Η σημασία του νησιού για την Επανάσταση του ’21 – Η ναυμαχία των Σπετσών
Όταν άρχισε η Επανάσταση του 1821, οι Σπέτσες ήταν το πρώτο από τα τρία μεγάλα ναυτικά νησιά (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά), που ύψωσε το λάβαρο της Επανάστασης, στις 3 Απριλίου του 1821 μετά τη Δοξολογία στον Ναό του Αγίου Νικολάου. Συγκρότησαν μάλιστα τοπική διοίκηση και αποφάσισαν να γνωστοποιήσουν τα γεγονότα στην Ύδρα, τα Ψαρά και σε όλα τα μέρη με τα οποία οι Σπέτσες βρίσκονταν σε επικοινωνία.
Ταυτόχρονα, ο Σπετσιώτικος στόλος ανέλαβε και πέτυχε τον αποκλεισμό δύο σπουδαίων φρουρίων της πελοποννησιακής ακτής της Μονεμβασιάς, υπό την αρχηγία του Γ. Πάνου και του Ναυπλίου με αρχηγό τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα.
Τα κάστρα αυτά ήταν πραγματικά απόρθητα στις επιθέσεις από ξηρά. Ο μόνος τρόπος για να “πέσουν” ήταν ο θαλάσσιος αποκλεισμός ώστε να σταματήσει η τροφοδοσία τους από τα τουρκικά και συμμαχικά προς αυτούς πλοία.
Με τις ενέργειες αυτές των Σπετσιωτών επιταχύνεται η προσχώρηση στην Επανάσταση της Ύδρας και των Ψαρών. Συγχρόνως, ο στόλος των Σπετσών βύθισε και κυρίεψε τουρκικά πλοία στο Αιγαίο και ενίσχυσε τον αγώνα του Έθνους με τον αποκλεισμό λιμανιών και τη μεταφορά εφοδίων.
Τον Ιούλιο του 1821, Σπετσιώτικα πλοία καταναυμάχησαν κοντά στη Σάμο και πυρπόλησαν μέρος του τουρκικού στόλου και λίγο αργότερα κατόρθωσαν να αποκρούσουν ισχυρό τουρκικό στόλο στον όρμο των Κιτριών της Μάνης. Στις 23 Ιουλίου του 1821 παραδόθηκε η Μονεμβασιά ύστερα από 4μηνη πολιορκία κατά την οποία οι Σπετσιώτες αγωνίστηκαν ηρωικά.
Και στην άλωση της Τριπολιτσάς οι Σπετσιώτες έπαιξαν επίσης σπουδαίο ρόλο. Έλαβαν μέρος από την αρχή στην πολιορκία της πόλεως και κατά την ημέρα της Άλωσης -23 Σεπτεμβρίου του 1821- οι Σπετσιώτες πρώτοι από όλους τους Έλληνες πολιορκητές έφτασαν στα τείχη της πόλης.
Μετά την καταστροφή του Δράμαλη από τον Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια ο αγώνας για τους Τούρκους στην Πελοπόννησο είχε κριθεί. Ελάχιστα ήταν τα φρούρια που πρόβαλλαν αντίσταση και μεταξύ αυτών το περίφημο φρούριο του Παλαμηδίου στο Ναύπλιο. Το φρούριο αυτό το πολιορκούσε από τη ξηρά ο Δημήτρης Υψηλάντης και από τη θάλασσα η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα με τους Σπετσιώτες να δείχνουν γενναιότητα, αυτοθυσία και να προσπαθούν με τις βάρκες τους και κάτω από καταιγισμό κανονιοβολισμών να αποβιβαστούν και να καταλάβουν το απόρθητο κάστρο.
Ο Τουρκικός στόλος σε μια ύστατη προσπάθεια να ανεφοδιάσει το Ναύπλιο έπλευσε προς τον Αργολικό Κόλπο με σχέδιο να επιτεθεί πρώτα εναντίον των Σπετσών και ύστερα κατά της Ύδρας.
Ο Μέξης ανέλαβε την άμυνα του νησιού μαζί με τα παιδιά του, τους συγγενείς του και 30 άλλους Σπετσιώτες πολεμιστές στήνοντας στο νησί τρία κανονιοστάσια και φροντίζοντας να απομακρύνει τα γυναικόπαιδα από το νησί, μεταφέροντας τα στην Ύδρα, που θεωρούνταν δυσπρόσιτη εξαιτίας του απόκρημνου εδάφους της.
Στις 8 Σεπτεμβρίου τα εχθρικά πλοία εμφανίστηκαν μπροστά από τις Σπέτσες και συγκεκριμένα στην περιοχή ανάμεσα στα νησιά Τρίκερι και Σπετσοπούλα.
Ο άνεμος που ήταν βορειοανατολικός την ημέρα εκείνη ευνοούσε τον εχθρικό στόλο και ο Ελληνικός στόλος αποτελούμενος από Σπετσιώτικα, Υδραίικα και Ψαριανά πλοία με αρχηγό τον Ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη, θέλησε να κινηθεί προς το μυχό του Αργολικού κόλπου σε μια προσπάθεια να παρασύρει εκεί τα εχθρικά πλοία και να τα καταναυμαχήσει.
Ο Μιαούλης ύψωσε και το σχετικό σήμα, ώστε ο στόλος να τον ακολουθήσει. Την ίδια στιγμή όμως οι Σπέτσες έμεναν ανυπεράσπιστες. Τότε οι Σπετσιώτες πλοίαρχοι Ι. Τσούπας, Δ. Λάμπρου και Ι. Κούτσης μαζί με τον Υδραίο πλοίαρχο Α. Κριεζή δεν υπάκουσαν στις διαταγές του ναύαρχου Μιαούλη και επιτέθηκαν στους Τούρκους αν και η υπεροχή του τουρκικού στόλου σε αριθμό, μέγεθος και οπλισμό ήταν μεγάλη. Λίγο αργότερα και άλλοι Σπετσιώτες πλοίαρχοι ενώθηκαν με τους πρώτους στην προσπάθεια να απωθήσουν τον εχθρό και παρά τον αντίθετο άνεμο, κατέφθασαν και άλλα Ελληνικά πλοία.
Η ναυμαχία συνεχίστηκε μέχρι τις απογευματινές ώρες και ο θόρυβος από τις εκπυρσοκροτήσεις των πυροβόλων των 140 και πλέον πλοίων που έπαιρναν μέρος στη ναυμαχία ήταν τόσο μεγάλος, ώστε σειόταν το έδαφος της Ύδρας. Ο χώρος μεταξύ Ύδρας και Σπετσών είχε καλυφτεί με τόσο καπνό ώστε οι Υδραίοι νόμισαν πως καιγόντουσαν οι Σπέτσες. Η στιγμή ήταν πολύ κρίσιμη και η χρήση των πυρπολικών ήταν δύσκολη λόγω του πυκνού καπνού που κάλυπτε τα πάντα, αν και ο Υδραίος πυρπολητής Πιπίνος είχε ήδη χρησιμοποιήσει με επιτυχία το πυρπολικό του πάνω σε ένα αλγερινό βρίκι.
Την στιγμή αυτή εμφανίζεται ο Σπετσιώτης πυρπολητής Κοσμάς Μπαρμπάτσης, ατρόμητος, αποφασιστικός και με το μαχαίρι στο χέρι πηδάει στη πρύμνη του πυρπολικού του παρασύρει με το θάρρος του το πλήρωμά του και μέσα σε πανδαιμόνιο κανονιοβολισμών εφορμά στο κέντρο του τουρκικού σχηματισμού με στόχο την ανάφλεξη της τουρκικής ναυαρχίδας.
Η τουρκική ναυαρχίδα αναφλέγεται και καταποντίζεται -όπως αναφέρει η παράδοση- μπροστά στο λιμάνι. Οι Τούρκοι εκπλήσσονται από το θάρρος και την παράτολμη αυτή ενέργεια και αρχίζουν να υποχωρούν και έτσι ο τουρκικός στόλος λίγο αργότερα αφήνει τον Αργολικό Κόλπο.
Τον Ιούλιο του 1822 ο Σπετσιώτικος στόλος στάλθηκε στη Σούδα της Κρήτης εναντίον μοίρας του αιγυπτιακού στόλου, τον οποίο κατεδίωξε μέχρι τον Ελλήσποντο. Τον ίδιο χρόνο κατόρθωσαν να αποκρούσουν επίθεση του τουρκικού στόλου στο νησί τους. Λόγω της έλλειψης ανεφοδιασμού, το Ναύπλιο παραδίδεται στους Έλληνες στις 30 Νοεμβρίου 1822. Τα επόμενα χρόνια οι Σπετσιώτες συνεχίζουν ακατάπαυστα τον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδος μέχρι την άφιξη του Καποδίστρια (1828). Διαπρέπουν κυρίως στις ναυμαχίες της Σάμου, Κω, Γέροντα και στον αγώνα της κατά θάλασσα στήριξης του στενά πολιορκούμενου Μεσολογγίου.
Το αρχοντικό της Μπουμπουλίνας
Το Αρχοντικό της Μπουμπουλίνας βρίσκεται στην περιοχή της Ντάπιας. Χτισμένο περί τα τέλη του 17ου αιώνα διαθέτει ισόγειο και δύο ορόφους, με ένα υπέροχο ξυλόγλυπτο ταβάνι στη μεγάλη σάλα. Ανακαινίστηκε και λειτουργεί ως μουσείο από το 1992.
Ο εκθεσιακός χώρος στον πρώτο όροφο αποτελείται από τέσσερα μεγάλα δωμάτια.Κατά την ξενάγηση ο επισκέπτης ακούει για τη ζωή και τη δράση της Μπουμπουλίνας και συγχρόνως βλέπει προσωπικά αντικείμενα και προσωπογραφίες της, ομοίωμα του θρυλικού πλοίου της, του Αγαμέμνονος, έγγραφα, επιστολές της Επανάστασης, προσωπογραφίες, γκραβούρες, χάρτες, κεντήματα, προτομές, εικόνες, παλαιά βιβλία, πίνακες, έπιπλα και άλλα αντικείμενα από τον 17ο μέχρι και τον 20ό αι.
Στην πλατεία, που πήρε το όνομα της από εκείνη, πραγματοποιούνται όλες οι μεγάλες εκδηλώσεις του νησιού με γνωστότερη την αναπαράσταση της Ναυμαχίας των Σπετσών το 1822, γνωστή ως “Αρμάτα”.
Το σπίτι του Χατζηγιάννη Μέξη
Ο Χατζηγιάννης Μέξης ήταν ο πρώτος άρχοντας και ευεργέτης των Σπετσών. Το σπίτι του χτίστηκε ανάμεσα στο 1795 και το 1798 σε σχήμα Π και αποτελείται από ισόγειο και δύο ορόφους.
Σήμερα στεγάζεται εκεί το Μουσείο των Σπετσών από το 1939. Στο εσωτερικό του εκτίθενται αντικείμενα 4.000 χρόνων πολιτιστικής ιστορίας του νησιού όπως κειμήλια της Επανάστασης, επιστολές του Κολοκοτρώνη και του Αθανάσιου Διάκου και τα οστά της Μπουμπουλίνας.
Η Σπηλιά του Μπεκίρη
Ένα φυσικό αξιοθέατο στις Σπέτσες είναι η Σπηλιά του Μπεκίρη και βρίσκεται στο δυτικό μέρος του νησιού. Αρκετά κρυμμένη σπηλιά που τα παλιά χρόνια ήταν το καταφύγιο για τα γυναικόπαιδα των Σπετσών κατά την διάρκεια των επιδρομών των Τούρκων. Η προσέγγιση γίνεται είτε από θάλασσα είτε από τη στεριά αλλά με πολύ προσοχή.
Το εκκλησάκι της Παναγίας της Αρμάτας
Κοντά στο Φάρο, βρίσκεται το εκκλησάκι της Παναγίας της Αρμάτας, που χτίστηκε ύστερα από τη νίκη των Σπετσιωτών, των Υδραίων και των Ψαριανών εναντίον των Τούρκων, στις 8 Σεπτεμβρίου 1822.
Η πλατεία της Ντάπιας
Στην Ντάπια, το σημερινό λιμάνι, ήταν στημένα τα κανόνια που υπεράσπιζαν την πόλη και τόπο συγκέντρωσης των καπεταναίων και των αρχόντων του 1821. Σήμερα είναι το επίκεντρο της τουριστικής κίνησης στην πρωτεύουσα του νησιού.
Άρματα
Η αναπαράσταση της Ναυμαχίας των Σπετσών («Αρμάτα») που έγινε τον Σεπτέμβριο του 1822 είναι το γνωστότερο από όλα τα παραδοσιακά έθιμα του νησιού. Οι κάτοικοι των Σπετσών απέδωσαν τη νίκη τους επί των πολυάριθμων και καλύτερα εξοπλισμένων Τούρκων στη βοήθεια της Παναγίας και έτσι ονόμασαν τον μικρό ναό που βρίσκεται στο λιμάνι «Παναγία η Αρμάτα». Γιορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου.
Η αναπαράσταση του ιστορικού αυτού γεγονότος είναι μια πολιτιστική και θρησκευτική γιορτή με τη συμμετοχή όχι μόνο των κατοίκων αλλά και χιλιάδων επισκεπτών. Οι εορταστικές εκδηλώσεις πραγματοποιούνται στις αρχές Σεπτεμβρίου και διαρκούν μια εβδομάδα με αποκορύφωμα την αναπαράσταση της πυρπόλησης ομοιώματος της τουρκικής ναυαρχίδας με την ταυτόχρονη εξιστόρηση των ιστορικών γεγονότων, εκείνης της νύχτας της 8ης Σεπτεμβρίου 1822. Την εξιστόρηση συνοδεύουν χιλιάδες βεγγαλικά και πυροτεχνήματα.
Στο νησί μπορείτε να κινηθείτε με άμαξα, ποδήλατο ή και με τα πόδια διαπιστώνοντας και οι ίδιοι την σημασία της φράσης “ένας τόπος, μια ιστορία”.
- http://spetses.gr/el/history
- http://www.spetses.com.gr/spetses-site/geography/climate.php
- http://www.visitgreece.gr/el/greek_islands/spetses
- atticaislandsnetwork.gr/item/dimos-spetson
- https://el.wikipedia.org/wiki/Ναυμαχία_των_Σπετσών
- https://el.wikipedia.org/wiki/Σπέτσες
- http://www.hotelsline.gr/root/newhotel/mx/m_Spetses_tour.asp
- http://www.spetses.com.gr/spetses-site/spetsesToday/sights.php
- http://www.spetses.gr/el/armata
- http://www.spetses.gr/el/armataspetses
Σύνταξη κειμένου: Βασιλεία Ζάμπα
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου