Ήταν ένα Σάββατο του Μαΐου του 2014. Ένα απλό, συνηθισμένο Σάββατο. Ένα απλό, συνηθισμένο Σάββατο της άνοιξης που όλοι βγαίνουν, όλοι πίνουν, όλοι μεθούν, άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο, και όλοι οδηγούν. Και βγήκα, και ήπια, και μέθυσα, και οδήγησα. Και το πλήρωσα…
Το χειρότερο είναι ότι την πλήρωσε και κάποιος άλλος. Κάποιος που μπορεί να μην άνηκε στους όλους και να μην είχε βγει σε κλαμπ, να μην είχε πιει, να μην είχε μεθύσει.
Στην κατάστασή μου δεν μπορούσα να ξεχωρίσω ένα απλό στοπ, πόσο μάλλον να επιλέξω μια νορμάλ ταχύτητα σε μια μεγάλη λεωφόρο. Δεν το πρόσεξα καν το στοπ, δεν είχα καθαρό μυαλό, μάλλον δεν είχα καθόλου. Βγήκα, έπεσα πάνω του.
Έχω 2 πόδια να λείπουν, μάλλον δεν έχω 2 πόδια πλέον. Κάθε φορά που κοιτάω χαμηλά, κάθε φορά που κοιτάω εκεί που κάποτε είχα πόδια, σκέφτομαι εκείνη την αποφράδα μέρα. Σκέφτομαι το αλκοόλ στο κλαμπ και τις κόντρες στο ποιος θα πιει περισσότερο, σκέφτομαι τις ζαλάδες και τη θολούρα που ακολούθησε, σκέφτομαι τη δυσκολία μου να ξεκλειδώσω το αυτοκίνητο, να βάλω το κλειδί στη μίζα, να βάλω μπροστά. Δεν ξέρω τι σκεφτόμουν. Μάλλον δε σκεφτόμουν…
Κάθε φορά, λοιπόν, που κοιτάω χαμηλά και δε βλέπω πόδια, έρχεται αυτόματα στο μυαλό μου η εικόνα εκείνου του άτυχου που χτύπησα. Μου έρχονται στο μυαλό οι φωνές της γυναίκας του που κατέφθασε άμεσα, οι σειρήνες της αστυνομίας, τα κορναρίσματα από το μακελειό που είχα προκαλέσει.
Ήθελα να βοηθήσω, σαν να ξεμέθυσα εκείνη τη στιγμή, ήθελα να δω πως είναι, αν είναι σοβαρά. Δεν μπορούσα. Δεν μπορούσα να βγω από το δικό μου αμάξι. Ένιωσα τα καυτά βλέμματα όλων να με κοιτούν, να μου καίνε τη σάρκα, και εγώ να ντρέπομαι, να ντρέπομαι που υπάρχω, να ντρέπομαι για τους ανθρώπους που πίστεψαν σε μένα, να ντρέπομαι για την απόφασή μου να οδηγήσω πιωμένος. Πονούσα αφόρητα. Δεν ήξερα, ακόμα δεν ξέρω, αν πονούσα από το τρακάρισμα, ή αν με βαρούσαν οι τύψεις με ένα μεγάλο ρόπαλο, αν μου θρυμματίστηκαν τα κόκαλα από τη σύγκρουση, ή αν το ίδιο ρόπαλο με άφηνε ανάπηρο και εγκεφαλικά.
Χειρουργεία επί χειρουργείων μπας και σωθεί τίποτα πάνω μου, μπας και ανιχνευτεί ένα, ισχνό, δεν με πείραζε, ίχνος ανθρωπιάς. Μπας…
Δεν με νοιάζουν θεοί και δαίμονες, δεν τους πιστεύω. Κανείς δεν ήταν εκεί όταν χτύπησα και χτυπήθηκα, κανείς δεν ήταν εκεί να μου τονίσει πόσο μαλάκας ήμουν, πως όταν δυσκολεύεσαι να πάρεις ανάσα και να αρθρώσεις λέξεις. Θα ήταν μεγάλη ανοησία να πιάσεις τιμόνι, ενώ παράλληλα κανείς δεν με βοήθησε να ξεκλειδώσω το αυτοκίνητο. Μόνος μου τα έκανα όλα…
Με νοιάζουν οι άνθρωποι. Αυτοί που στεναχώρησα, αυτοί που γέλασαν με κάποιο αστείο μου, αυτοί που σκότωσα εκείνη τη μέρα του Μαΐου, αυτοί που διαβάζουν τώρα αυτό το κείμενο.
Παρ’ όλα αυτά πιστεύω στο κάρμα και στην έλλειψη παιδείας που διακατέχει εμένα, που διακατέχει εσένα αναγνώστη, ή τον πατέρα σου και τον αδερφό σου. Δεν έχει σημασία αν είσαι τρανός, αν είσαι μεγάλος αθλητής ή κοσμοϊστορικός καθηγητής φιλοσοφίας, τα παραδείγματα μας αφορούν όλους, γιατί τα κάνουμε όλοι και τα περιφρονούμε όλοι.
Πιστεύω στο κάρμα, όμως. Γιατί αν και μετανιώνω οικτρά εκείνη τη βραδιά, εκείνα τα ποτά και εκείνο τον δρόμο, γνωρίζω πως μου άξιζε. Αυτή είναι η αλήθεια. Μόνο έτσι θα μάθει κάποιος να σέβεται τόσο τον εαυτό του όσο και τον πλησίον του, μόνο αν βρεθεί σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων, μόνο όταν τον πιάσουν στο στόμα τους παρουσιαστές τρίτης κατηγορίας για τον τελευταίο επικήδειο. Μόνο τότε.
Μου αξίζει αυτό που έγινε, και μου αξίζει και η συμπεριφορά όσων εμποδίζουν την κατ’ ανάγκη καθημερινότητά μου. Μου αξίζει να μου φράζουν τις θέσεις αναπήρων με μηχανάκια, μου αξίζει αλήθεια. Τα παράνομα παρκαρίσματα σε πεζοδρόμια; Μου αξίζουν και αυτά. Μου αξίζουν και τα αμάξια που φράζουν πάρκα και στενά, μου αξίζουν όλα.
Υπάρχουν πολλοί σαν εμένα. Μια απλή αναζήτηση στο ίντερνετ και θα δεις χιλιάδες περιστατικά. Πολλοί οι βλάκες, ακόμα περισσότερα τα θύματα. Τρομάζω, όμως, καμιά φορά όταν σκέφτομαι πως εκείνος ο άνθρωπος θα μπορούσε να είχε ζήσει. Θα ήταν και αυτός σε καροτσάκι αναπήρων λογικά, αλλά θα ζούσε. Θα ζούσε. Και αυτό είναι που με τρομάζει.
Αυτός θα ήταν ξεκάθαρα και πάλι το θύμα. Αλλά θα ερχόταν αντιμέτωπος με τις ίδιες καταστάσεις όπως και εγώ, με τα ίδια αμάξια στα πεζοδρόμια, τους ίδιους ανεγκέφαλους που εμποδίζουν την εύκολη μετάβαση ενός αναπήρου στους ρυθμούς μιας ζωής που, ευτυχώς ή δυστυχώς, απαιτεί πόδια για να συμβαδίσεις με τα τεκταινόμενα. Θα ερχόταν αντιμέτωπος με τις ίδιες καταστάσεις όπως και εγώ…
Η διαφορά μας έγκειται στο ότι σε αυτόν δε θα άξιζε κάτι αντίστοιχο.