Υπάρχει καμία θεά ή καμιά τυφλή δύναμη που να λέγεται τύχη ή μήπως πρόκειται για μια από τις ευφυείς δικαιολογίες που έχει εφεύρει ο άνθρωπος με σκοπό να δικαιολογήσει την αδυναμία πρόβλεψης της άγνοιάς του ως προς τις αιτίες των φαινομένων ή των γεγονότων της ζωής; Πρέπει να πιστεύουμε στην τύχη ή είναι μια ευκαιρία μήπως για να δικαιολογήσουμε την επιτυχία αυτών που αντιπαθούμε; Υπάρχουν φορές που μας φθονεί η τύχη ή μήπως εμείς φαινόμαστε ανεπαρκείς στον εαυτό μας να ανταποκριθούμε με ευελιξία στις προκλήσεις, ευκαιρίες της ζωής;
Ετυμολογικά η λέξη τύχη προέρχεται από το ρήμα τεύχω που ορίζεται ως κατασκευάζω, φτιάχνω, οικοδομώ. Νομίζω έφτασε η ώρα έναν τεράστιο μύθο να τον καταρρίψουμε. Τύχη δεν υφίσταται. Την τύχη την ορίζουμε εμείς, την επιλέγουμε εμείς, την οικοδομούμε εμείς, φτάνει να βρισκόμαστε ενσυνείδητα ενήμεροι, δεκτικοί, τροφοδοτώντας την αντίληψη μας ανάμεσα στο τι ορίζουμε εμείς και στο τι δεν εξαρτάται διόλου από εμάς. Για παράδειγμα η εξέλιξη των καιρικών φαινομένων σαφώς δεν εξαρτάται από εμάς, άσχετα αν μονοπωλεί την συζήτηση μας τις περισσότερες φορές και μάλιστα μέσω έκφρασης δύσκολων συναισθημάτων, γκρίνια, οργή, αναθεματίζοντας την τύχη μας.
Από την άλλη όμως είναι στην δικαιοδοσία μας να προετοιμαστούμε για αυτά, να διαθέτουμε μαζί μας ομπρέλα σε περίπτωση βροχής, ή ζακέτα σε περίπτωση κρύου. Γιατί παρουσιάστηκε όμως η ανάγκη να την επινοήσουμε αποδίδοντάς της ένα τεράστιο μερίδιο ευθύνης σε ότι μας συμβαίνει καθημερινά αγνοώντας επιδεικτικά τον εαυτό μας, τις δυνατότητές μας και συνάμα υποτιμώντας με περίσσια συνείδηση την νοημοσύνη μας;
Ζούμε με τον ιό μέσα μας. Έναν ιό που μας μαθαίνει να αντιστεκόμαστε στην γνώση μέσω της δράσης και παράγει προσβασιμότητα στην άρνηση, στην συνήθεια, στην ευκολία, στην αμεσότητα, στην απραξία. Όταν δεν έχεις μονιάσει με τον εαυτό σου, όταν δεν ασκείσαι στην δράση, όταν δεν φιλτράρεις τις σκέψεις σου, φτάνεις να αναζητάς να απαγκιστρωθείς από κάτι. Αυτό το κάτι το ονομάζουμε κάρμα, τύχη, πεπρωμένο, μοίρα, ειμαρμένη.
Παρουσιαζόμαστε όλοι μας ειδήμονες στο να επιρρίπτουμε ευθύνες, να κρίνουμε, να κατηγορούμε, να διαστρεβλώνουμε τα προφανή. Υστερούμε κατά πολύ να εκτιμήσουμε ορθά μια κατάσταση, ένα γεγονός, ακόμη και την ίδια μας την ζωή. Γεννηθήκαμε τα τέλεια θύματα και θέσαμε σκοπό στις ζωές μας να ψάχνουμε τους θύτες. Δυσκολευόμαστε να υποτιτλίσουμε τα παθήματα μας και να λάβουμε την παραγόμενη γνώση με μορφή πείρας με αποτέλεσμα να κατηγορούμε ασύστολα την τύχη ως υπαίτια της ευτυχίας μας ή της δυστυχίας μας αντίστοιχα. Ας απασφαλίσουμε πως ο παράγοντας «τύχη» δεν υπάρχει. Η ζωή είναι δημιουργία και όχι τυχαία γεγονότα.
Αναρωτιέμαι μήπως τύχη εν τέλει είναι όλα αυτά που δεν έχουμε κάνει για να έχουμε αυτά τα οποία θέλουμε να έχουμε. Ναι μας βολεύει να κουνάμε το δάχτυλο σε κάτι άλλο όταν νιώθουμε οργισμένοι, απογοητευμένοι, ανεπαρκείς, ανασφαλείς, λίγοι. Συντροφιά αυτού του «κάτι αλλού» είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η δικαιολογία, η ραθυμία, η απαισιοδοξία. Ανάλογα με το σύστημα αξιών και πεποιθήσεων του καθένα από εμάς, η τύχη είναι συνήθως θέμα προοπτικής και προσωπικής άποψης.
Ό,τι φαίνεται σε μας τυχαίο και συμπτωματικό πηγάζει πάντοτε από μια βαθύτερη αιτία. Την οποία πολλές φορές αγνοούμε προσδίδοντας της το προσωνύμιο τύχη. Η ευάλωτη μας φύση κουκουλωμένη από την τρομερή ανασφάλειά μας, μας εμποδίζει να έρθουμε σε επαφή με την αλήθεια μας, τα συναισθήματα μας, με το τι ορίζουμε και τι όχι. Αρκεστήκαμε σε μια δειλή, υπόκωφη ανακωχή με τις ευθύνες μας, βολευτήκαμε στην αποδοχή μιας μίζερης μετριότητας και εθιστήκαμε με όσα έχουν οριστεί από εμάς χωρίς εμάς συνεχίζοντας αμέτοχοι, άμοιροι να σέρνουμε τις ζωές μας.
Αν είναι να πιστέψουμε σε αυτή, τότε ας την μετατρέψουμε σε μια ισχυρή δύναμη μέσω της οποίας πρέπει να αλληλεπιδρούμε, να τη διαμορφώνουμε και να την καλλιεργούμε. Ο προσωκρατικός φιλόσοφος, Δημόκριτος έλεγε πως: «Οι άνθρωποι έπλασαν το είδωλο της τύχης, ως πρόφαση και δικαιολογία για την δική τους αβουλία. Γιατί σπάνια μάχεται η τύχη με τη φρόνηση, ενώ, στις περισσότερες περιπτώσεις, η συνετή διορατικότητα κατευθύνει τη ζωή».