Ένας μεσημεριανός καφές σαν διάλειμμα, και μετά και πάλι δουλειά… Η έναρξη της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης αποτελεί το σημαντικότερο γεγονός για την πόλη αυτή… Κι εγώ για άλλη μία χρονιά βρέθηκα εδώ, όχι μόνο για το ρεπορτάζ, αλλά και για την καθιερωμένη πορεία…
Επιστροφή στο σπίτι … Αγίας Σοφίας κι Αγίας Θεοδώρας γωνία. Δυο βήματα από το σπίτι όπου έζησα ένα από τα πιο σημαντικά κομμάτια της ζωής μου.
Ξανά σ’ αυτήν την πόλη λοιπόν που αγάπησα κι έζησα επί κάποια χρόνια… Σ’ αυτήν εδώ τη γωνία, σ’ αυτήν εδώ τη γειτονιά. Στον τόπο αυτόν με την τόσο μεγάλη ιστορία…
«Η Κωνσταντινούπολη των ευσεβών μου πόθων» λέγεται το βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη. Παραφράζω τον τίτλο για να περιγράψω τις αναμνήσεις από τη Σαλονίκη: «Η Θεσσαλονίκη των ασεβών μου πόθων», και μάλιστα των ασεβέστερων…
Κοιτάζω γύρω μου το πλακόστρωτο του δρόμου και τα κτήρια…Το γραφικό σκηνικό με κάνει να παρατήσω την εφημερίδα που διαβάζω, και να αφεθώ μετέωρος να με συνεπάρει η ιστορία της πόλης… Η Φεντερασιόν κι οι εργάτες που πάνε στις δουλειές τους. Ο Αβραάμ,ο Χρόνης, ο Χαμίτ… Η στοά Μοδιάνο και το Καπάνι. Το τραμ για το Ντεπώ… Οι σελίδες του Σκαμπαρδώνη μα ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μου…
Η πόλη που ο Τσιτσάνης έζησε και έπαιξε το μπουζούκι του γι’ αυτήν… Που το ουζερί του έγινε και μυθιστόρημα από το χέρι του Σαλονικιού συγγραφέα…
«Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 1943
Ανατολή ηλίου 06.31. Δύση 16.47
Υπαπαντή του Χριστού
Γυρίζω το χαρτάκι – γράφει απο πίσω:
Συ μ’ έμαθες πώς αγαπούν, πώς πίνουν, πώς γλεντούνε.
Μάθε με τώρα δυο καρδιές πώς ζουν σαν χωριστούνε.
Το τσαλακώνω και το πετώ στη γωνία, στον κάλαθο.»
Κατοχή και χρόνια δύσκολα… Πόσα δεινά πέρασε αυτή η πόλη κι οι άνθρωποί της, και πόσο γλαφυρά τα αποτύπωσε ο Σκαμπαρδώνης στο βιβλίο του «Ουζερί Τσιτσάνης»…
Οι σκέψεις αυτές μου ταράζουν τη διάθεση. Η γλυκιά ζεστασιά της επιστροφής στα μέρη αυτά μπερδεύεται με τη μελαγχολία των γεγονότων, αλλά και με τη δική μου θλίψη λόγω κάποιας που σήμερα λείπει και θα ήθελα να ήταν εδώ…
Οι σκέψεις με κάνουν να θέλω να πάρω τους δρόμους. Πληρώνω τον καφέ, μαζεύω βιαστικά τα πράγματά μου, ζεύομαι την τσάντα και κινώ από την Αγία Σοφία προς την Εγνατία… Είναι ένα ηλιόλουστο σαββατιάτικο μεσημέρι, όμως μέσα μου νιώθω σαν το τραγούδι του Τσιτσάνη: Συννεφιασμένη Κυριακή. Σφυρίζω το σκοπό του καθώς εξαφανίζομαι στο πλήθος…
«Συννεφιασμένη Κυριακή,
μοιάζεις με την καρδιά μου,
που έχει πάντα συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου…»