Καλωσορίζω το φθινόπωρο επιστρέφοντας στις παλιές μου συνήθειες και στο γειτονικό στέκι με την υπέροχη μπάρα από μάρμαρο και το ξεχαρβαλωμένο μπιλιάρδο. Αράζω στη μικροσκοπική ξύλινη βεράντα και απολαμβάνω τον πέμπτο καφέ της ημέρας προσπαθώντας να μη σκέφτομαι πως μάλλον το παρακάνω με την καφεΐνη. Βασίζομαι στην εύπιστη και αθώα φύση, που κάπου βαθιά κρυμμένη μέσα μου, με καθησυχάζει για τις συνέπειες του να κατεβάζω τους espresso με τον κουβά.
Δεν καταφέρνω να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, ωστόσο, όταν άθελά μου επιδίδομαι σε μία αστραπιαία καταμέτρηση των αποτσίγαρων στο τασάκι. Αδυνατώντας να αποφύγω τη σκέψη του μαρτυρικού θανάτου που υπόσχονται οι στατιστικές σε άτομα σαν και του λόγου μου, συνειδητοποιώ για ακόμη μία φορά την εκνευριστική ειρωνεία του όλου πράγματος. Αφοσίωση σε μία συνήθεια από την οποία έχει εδώ και καιρό εκλείψει η οποιαδήποτε απόλαυση. Μία ολοκληρωτική παράδοση στην ανάγκη της ψυχαναγκαστικής επανάληψης: χείλη που ρουφάνε και δάχτυλα που τινάζουν. Και να που βρίσκεται η ειρωνεία σε όλον αυτό τον παραλογισμό: συνειδητοποιείς πλήρως τις αναπόφευκτες συνέπειες της εμμονής σου, παρόλα αυτά τρέμεις στην πιθανότητα να βρεθείς αντιμέτωπος μαζί τους.
Προσπαθώ να μετριάσω τη σύγχυση που μου προκαλούν έννοιες όπως ”καρκίνος του πνεύμονα” και ”χημειοθεραπείες”, μα ταυτόχρονα αισθάνομαι πως θα ήταν λάθος να απομακρυνθώ από την ουσία των σκέψεων μου. Ξεκινώ, έτσι, να αναζητώ την ίδια μορφή ειρωνείας σε πτυχές της καθημερινότητάς μου, άσχετες με το κάπνισμα.
Δεν μου αρέσει που το παραδέχομαι, μα σχεδόν αυτόματα το μυαλό πηγαίνει στην παρέα μου. Συχνά έχω διαπιστώσει τη σχέση εξάρτησης που σταδιακά αναπτύσσεται μεταξύ ευκαιριακών φίλων, μία εξάρτηση απόλυτα βασισμένη στην αόριστη φοβία της μοναξιάς που θα επέφερε για τον καθένα μία ολοκληρωτική ρήξη αυτού του υποκριτικού δεσμού. Να λοιπόν μία συνήθεια από την οποία κανείς δεν αντλεί την παραμικρή ευχαρίστηση, παρά φθείρεται διαρκώς υποταγμένος στην δύναμη της συνήθειας. Είναι λοιπόν ξεκάθαρα, η ίδια η συνήθεια που μας παραπλανά ώστε να θεωρούμε πως έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον, όταν στην πραγματικότητα κανείς μας δεν γουστάρει αυτόν τον άλλον.
Διαπιστώνω, μάλιστα, αναλογίες στη συμπεριφορά μας, με την αντίστοιχη ενός παθιασμένου καπνιστή, και σε ό,τι αφορά τις συνέπειες που επιφέρει η παράλογη έξη μας. Το γεγονός πως βρισκόμαστε σε πλήρη επίγνωση των όσων δυσάρεστων θα ακολουθήσουν όσο επιμένουμε στο ίδιο τροπάρι, δε μας σταματά στιγμή από το να επαναλαμβάνουμε το μοτίβο ξανά και ξανά, είτε ανάβοντας ακόμη ένα τσιγάρο, είτε συναντώντας τους ίδιους ανθρώπους.
Ευτυχώς παρατηρώ εγκαίρως πως έχω αρχίσει να παραβλέπω επικίνδυνα το σκοπό της απογευματινής μου εξόδου, όταν αντί να απολαμβάνω το καφεδάκι μου, αναζητώ δικαιολογίες για τη δυσάρεστη πραγματικότητα της άδειας καρέκλας απέναντί μου. Ναι, είναι αλήθεια μάλλον πως δε θα με χάλαγε λίγη παρέα και ενοχλούμαι αφόρητα όταν συνειδητοποιώ πως ακόμη και τα συμπεράσματά μου περί ειρωνείας είναι το λιγότερο ηλίθια. Παραβλέπω σκόπιμα την έννοια του εθισμού προσπαθώντας να αποδώσω το κάπνισμα σε κάποιο προσωπικό καπρίτσιο. Θέλω κάπως να απαλύνω τις τύψεις μου και η απουσία παρέας με κάνει να περιπλέκω το όλο πράμα, καθώς μιλάω και απαντώ στην πάρτη μου.
Βολεύομαι στην καρέκλα και τεντώνομαι για να ξεπιαστώ. Στρέφω το βλέμμα στον ουρανό που σκοτεινιάζει λεπτό με το λεπτό, δίνοντάς μου τη διέξοδο που γύρευα. Αναρωτιέμαι τώρα κατά πόσο επιδρά στην ψυχολογία και στις διακυμάνσεις της διάθεσης, η αλλαγή του καιρού. Δεν είμαι από εκείνους που απολαμβάνουν την καλοκαιρία…μπορώ μάλιστα να πω με απόλυτη σιγουριά, πως αρκούν μία λιακάδα και ένας πεντακάθαρος, ανοιξιάτικος ουρανός για να βυθιστώ στην απόλυτη μιζέρια. Μία μιζέρια που, δίχως να καταλαβαίνω το λόγο, μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε κάτι αρκετά κοντινό σε ενθουσιασμό, στην όψη μίας βαριάς συννεφιάς ή στο ξέσπασμα μίας καταιγίδας.
Αγαπώ τα απογεύματα του φθινοπώρου και δύσκολα μπορώ να περιγράψω τα κύματα ευφορίας και ανακούφισης που με κατακλύζουν, στη θέα των πιο χειροπιαστών αποδείξεων για το τέλος ενός ακόμη ανυπόφορου καλοκαιριού: πρωτοβρόχια και δροσερό αεράκι, πεσμένα φύλλα και βιαστικό σούρουπο. Ακούω την παρέα δίπλα μου να σχολιάζει την απότομη αλλαγή του καιρού: ”Πάει το καλοκαιράκι”, ”Άντε και του χρόνου”, ”Το φθινόπωρο μου τη δίνει, το φθινόπωρο είναι έτσι, το φθινόπωρο είναι αλλιώς…”
Ξανακοιτάζω τον ουρανό με ανυπομονησία, επιζητώντας εκείνο το αόριστο συναίσθημα που με κυριεύει στη θέα της συννεφιάς. Μία ανεξήγητη, όσο κι ευπρόσδεκτη αγωνία κάνει την καρδιά να χτυπά λες και κάποιο προαιώνιο ένστικτο να με προειδοποιεί για τον κίνδυνο που έπεται. Ανάβω ένα τελευταίο τσιγάρο περιμένοντας τη βροχή. Μπορώ ήδη να μυρίσω την αύρα της στον αέρα που τρυπώνει από τις ανοιχτές τζαμόπορτες. Καταπίνω λαίμαργα τις τελευταίες γουλιές του ,παγωμένου πια, καφέ μου και ξαφνικά δυσανασχετώ και πάλι, καθώς συνειδητοποιώ πως δεν έχω πάψει να σκέφτομαι το ίδιο ανόητα και παράλογα με πριν.
Επιχειρώ να συνδέσω την προτίμησή μου για τον άθλιο καιρό με κάποια πτυχή διαφορετικότητας που θέλω να πιστεύω πως κρύβω μέσα μου. Προσπαθώ να σκεφτώ την όλη κατάσταση με όση λογική και ηρεμία απομένουν μετά από μία αδιάφορη και κουραστική μέρα. Δεν είμαι σε καμία περίπτωση ο μοναδικός άνθρωπος που προτιμά βροχή και αγιάζι, ή κρύο και συννεφιές. Δεν μπορεί να είμαι… Ντρέπομαι καθώς συνειδητοποιώ την απελπισμένη μου προσπάθεια να αισθανθώ ιδιαίτερος σε σχέση με τους υπόλοιπους. Αντιδρώ στο πλήθος που αδιαφορεί για μένα.
Aσυνάρτητες σκέψεις, μοναξιά και απολύτως καμία να γυρίσω στο σπίτι. Σκέφτομαι τρόπους να περάσω τη βραδιά, μα περισσότερο υπολογίζω τις συνέπειες μίας πολύωρης μπαρότσαρκας στις υποχρεώσεις της επόμενης μέρας. Καταλήγω να αποκλείσω το πιόμα και συμβιβάζομαι στην ιδέα μίας απλής βόλτας με το αυτοκίνητο.
Κοιτώ ένα ζευγάρι να βγαίνει από το καφέ, πιασμένοι χέρι χέρι κάτω από μία μικροσκοπική και παντελώς άχρηστη ομπρέλα. Αναρωτιέμαι αν κι αυτοί απολαμβάνουν το φθινόπωρο όσο εγώ. Δεν ξέρω γιατί αισθάνθηκα τόσο ενοχλημένος από αυτό κινούμενο υπό βροχή κλισέ, μα ξαφνικά ένα ποτό αρχίζει να φαίνεται καλή ιδέα…