Μια διαφορετική προσέγγιση …
Όλοι οι πολέμαρχοι πέρασαν από μπροστά του ζητώντας όλοι το ίδιο πράγμα οι χώρες τους έπρεπε να μεγαλώσουν, λαοί έπρεπε να υποδουλωθούν και σύνορα έπρεπε να επεκταθούν και όλα αυτά με ένα πολύ εύστοχο τρόπο με πόλεμο. Και ποιος θα ήταν πιο κατάλληλος για αυτό το θέμα ; Μα ποιος άλλος από τον Πόλεμο τον ίδιο! Επίσης του ζήτησαν να έρθει μαζί τους και να κατέβουν όλοι μαζί στον πλανήτη που λέγεται Γη.
Όλα αυτά ακουγόντουσαν σαν παιχνίδι στα αυτιά του Πολέμου και δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Κράτος όμως και ο Φόβος ήταν πιο προβληματισμένοι.
- Τι κάνεις πως θα πάμε κάπου που δεν ξέρουμε ; Είπε δεικτικά ο Κράτος
- Βρε αδερφέ αυτοί δεν ξέρουν τι θέλουν πως θα τους ακολουθήσεις ; Ρώτησε ο Φόβος.
- Θα πάμε όλοι μαζί , θα δείτε θα έχει πολύ πλάκα, θα γελάσουμε με την ψυχή μας απάντησε εκείνος.
Τα τρία αδέρφια επιβιβάστηκαν στα σκάφη και πέρασαν στον πλανήτη Γη. Έμοιαζε τόσο με τον δικό τους, βουνά, θάλασσες, ποτάμια ηφαίστεια όλα ίδια.
Το μέρος όπου θα διέμεναν οι τρεις άνδρες ήταν μια πολυτελείς βίλα με θέα τη θάλασσα, εγκαταστάθηκαν αμέσως και άρχισαν να δέχονται τις αντιπροσωπίες κρατών μελών όλου του πλανήτη με κοινό αίτημα Αίμα, Όπλα, Υποδούλωση. Πράγμα εύκολο για τον Πόλεμο.
Σαν παιχνίδι η μια χώρα μετά την άλλη υπέκυπταν στους ισχυρότερους, τα άλλα δύο αδέρφια άρχισαν να δυσανασχετούν μέχρι που ο Φόβος απασφάλισε και σε συνεννόηση με τον Κράτος είπαν πως πρέπει να του δείξουν τι κάνει, τι πραγματικά κάνει. Την ώρα που κοιμόταν τον μετέφεραν μυστικά σε ένα ύψωμα όπου από κάτω διεξαγόταν μια μάχη, εκεί κάθισαν δίπλα του και περίμεναν να ξυπνήσει. Μόλις άνοιξε τα μάτια του τον προέτρεψαν να κοιτάξει κάτω, πτώματα παντού ,κορμιά διαμελισμένα, κτίρια κατεστραμμένα, μανάδες έκλαιγαν για τα παιδιά τους, πείνα και δυστυχία παντού.
Εκείνος έμεινε να κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα, «δεν είναι παιχνίδι …» ψέλλισε.
- Σε εκμεταλλεύτηκαν ηλίθιε, πάτησαν στην ανοησία σου, στην αμυαλοσύνη σου, στην έπαρση που έχεις, στην υπεροψία σου και να τα αποτελέσματα. Τι θα κάνεις τώρα; Λέγε… ούρλιαζε ο Κράτος
- Κοίτα τι γίνεται! Το θες αυτό; Κοίτα! Γιατί να γίνει αυτό; Γιατί το άφησες να γίνει; Φώναζε έξαλλος ο Φόβος.
- Δεν ήξερα, δεν το περίμενα.. βοηθήστε με να επανορθώσω, σταματήστε τον χρόνο Φόβε μπορείς να το κάνεις! Σταμάτα τον χρόνο!
Με ένα πέρασμα του χεριού του Φόβου πάνω από το πρόσωπο του Πολέμου εκείνος έπεσε σε βαθύ ύπνο. Τότε τα άλλα δύο αδέρφια ανέλαβαν δράση, ο Κράτος έπιασε όμηρους όλους τους στρατηγούς και φυλάρχους από όλα τα κράτη, τους αλυσόδεσε σε ένα σκοτεινό μέρος και σε συνεννόηση με τον Φόβο ο δεύτερος ανέλαβε δράση.
Κατέβηκε μαζί τους στο χώρο που ήταν και στην αρχή προσπαθούσε να τους εξηγήσει την ματαιότητα αυτού του παιχνιδιού για κακή του τύχη ήταν ανένδοτοι όλοι τους, αφού είδε πως η Συνείδηση, η Ανθρωπιά και η Ταπεινότητα ήταν άγνωστες έννοιες τότε, έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα και αυτό για το οποίο είχε γεννηθεί.
Στην αντίπερα όχθη ο Κράτος άρχισε συνομιλίες με το είδος τον Ανθρώπων που δεν ήθελαν με τίποτα τον Πόλεμο ούτε να τον ακούν ούτε να τον συναντήσουν. Ευήκοα ώτα δεν λες ότι συνάντησε αλλά τουλάχιστον δεν ήταν στρατηγοί.
Ενωμένα τα δύο αδέρφια και με τον τρίτο να κοιμάται εφάρμοσαν το σχέδιο που είχαν καταστρώσει.
Ο Φόβος ισχυρότερος όλων τελικά εισχώρησε στα μυαλά και στις συνειδήσεις των στρατιωτικών, φώλιασε μέσα τους όλα εκείνα τα συναισθήματα που οφείλει κάθε στρατιωτικός να έχει. Η Αμφιβολία διαδέχτηκε την Αλαζονεία, η Προσωρινή Σύνεση διαδέχτηκε την Παρορμητικότητα, η Στρατηγική διαδέχτηκε την Καχυποψία και ο Φόβος, το συναίσθημα πλέον, αυτός καθ’ αυτός έκατσε στο θρόνο που Πολέμου. Γιατί γίνεται ένας πόλεμος;
Ο άλλος αδερφός απέκρουε το ένα επιχείρημα μετά το άλλο, άρχισε να απορεί για το Ανθρώπινο είδος και την πλήρη αντίθεση που έβλεπε μπροστά του. Όλοι με ένα ναι μεν αλλά, στο στόμα και μάλιστα με επιχειρήματα. Επιστράτευσε όλες τις διπλωματικές του ικανότητες, την ρητορική του και βγήκε κάποιο μικρό αλλά ευχάριστο συμπέρασμα, όπως τα υπολόγιζε στο μυαλό του και αν είχε πιάσει η τακτική του Φόβου θα το σκεφτόντουσαν πολύ να ξανακάνουν πόλεμο.

Οι ώρες, οι μέρες, οι εποχές πέρναγαν διαφορετικά σε αυτό τον παράξενο πλανήτη και το είδος των Ανθρώπων είχε διαφορετικό τρόπο ζωής. Όλοι έτρεχαν από το πρωί μέχρι την άλλη μέρα να φτιάξουν και να αποκομίσουν υλικά αγαθά, αξίες και ηθικά θέματα άρχισαν να εκλείπουν. Ο Κράτος και ο δεσμοφύλακας Φόβος προβληματίζονταν πολύ με αυτές τις συμπεριφορές ένιωθαν εγκλωβισμένοι και συζητούσαν την ώρα και την στιγμή που θα πήγαιναν πια στον δικό τους πλανήτη.
- Το σκάφος θα είναι εδώ σε λίγες ώρες πάμε να ξυπνήσουμε τον μεγάλο αδερφό μας;
- Κράτος δεν είναι σωστό να φύγουμε τώρα, είμαστε απαραίτητοι εδώ δεν το βλέπεις;
- Πρέπει να φύγουμε από εδώ όσο μένουμε κινδυνεύουμε να αφομοιωθούμε από το είδος των Ανθρώπων και πίστεψέ με είναι επικίνδυνοι όλοι τους, δεν είδες τι έκαναν στον Πόλεμο!
Έφτασαν στο μέρος που ήταν ο αδερφός τους. Μια όμορφη γυναίκα ήταν μαζί του, τον είχε ξυπνήσει και μιλούσαν, γλυκιά η φωνή της, βάλσαμο το σώμα της, το γέλιο της γάργαρο σα το νερό αλλά τα μάτια της κατάμαυρα.
- Ελάτε να σας γνωρίσω την γυναίκα που θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου μαζί της, αδέρφια παντρεύομαι, τους είπε γεμάτος χαρά και περηφάνια. Σε αυτή χρωστάω όλο μου το είναι, βρήκα το νόημα της ζωής μέσα από τα λόγια της. Κράτος, Φόβε από δω η Διχόνοια.