Βαριέμαι πολύ εύκολα. Δεν αντέχω καταστάσεις και πιέσεις ευκολότερα. Με εκνευρίζει η δουλειά, οι σχέσεις και η βαβούρα. Ανάβω τσιγάρο.
Ξέρεις, δεν ήμουν πάντα έτσι, κάποτε δεν είχα υποχρεώσεις, πρωινό ξύπνημα και τόσα νεύρα. Υπήρχε μια εποχή που το μόνο που με απασχολούσε ήταν τα παιχνίδια μου, αυτοκινητάκια και διάφορα κάστρα, και όχι καψούρες, κόμματα και κρίση. Ήμουν αθώος, κάτι που έκανε και την εποχή να φαντάζει αθώα. Δεν ήταν φυσικά, με τόσους μεγάλους μέσα της, ωστόσο έμοιαζε.
Δε με ενδιαφέρει η αφασία της παιδικής μου ηλικίας, η έλλειψη υποχρεώσεων και η ώρα ύπνου στο νηπιαγωγείο, δε με απασχολούν καθόλου. Με ενδιαφέρουν οι εμπειρίες που βίωσα.
Θυμάμαι τα στρατιωτάκια που είχα δανείσει στο Θανάση και που δεν τα ξαναπήρα ποτέ πίσω, την κασετίνα με τους μαρκαδόρους που μου έδωσε η Στέλλα, το φιλί που της χάρισα για αντάλλαγμα και το παγωτό που μου αγόρασε τη δεύτερη μέρα του χρόνου η γιαγιά μου, συμβουλεύοντάς με να μη το πω στη μαμά. Δεν το είπα!
Ναι. Με ενδιαφέρουν κυρίως οι εμπειρίες, και οι άνθρωποι που τις μοιράστηκα.
Θυμάμαι τα τρίωρα ματς στον πίσω χώρο της γειτονικής παιδικής χαράς, τα γκολ και τους τσακωμούς με τα άλλα παιδιά, που κάποτε θα σκεφτούν και αυτά τα παλιά. Αναπολώ τα αναψυκτικά από το περίπτερο που τώρα έγιναν μπύρες, αναπολώ τα σοκολατένια πουράκια που τώρα έγιναν κανονικά τσιγάρα.
Θυμάμαι τη μέρα που γνώρισα τον κολλητό μου, τα γέλια, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και τις φωνές όταν τον κέρδιζα. Θυμάμαι τις ζωγραφιές και το άραγμα στον καναπέ, την πρώτη φορά που ένιωσα σημαντικός και τα μπάνια το καλοκαίρι. Το παγκάκι μας, τις φορές που χίμηξε να με σώσει από κάτι μεγαλύτερα παιδιά, τις αγκαλιές μετά. Τις, κάτι σαν, σάλτσες, που φτιάχναμε σπίτι μου και τις τηγανίτες της μητέρας του. Τις γκόμενες που είχε όσο μεγάλωνε, τη μουσική μας και τις μπύρες, ακόμα και το άγχος του για τη φαλάκρα. Θυμάμαι τη μέρα που τον γνώρισα, αλλά και αυτή που τον έχασα για πάντα. Ανάβω δεύτερο τσιγάρο.
Χαμογελάω. Να και ο παππούς, αναγεννιέται μέσα από τους καπνούς του τσιγάρου μου. Νομίζω μου χαμογελάει, σαν να με κοροϊδεύει για την κατάντια μου, δεν είμαι σίγουρος, του χαμογελάω και εγώ. Θυμάμαι τις βόλτες και τις συμβουλές, τις εκδρομές και το μουστάκι του, που τόσο του πήγαινε. Του άρεσε να χορεύει συνέχεια, να βάζει τραγούδια και να τα σιγοτραγουδάει κατευθύνοντας ρυθμικά χέρια και πόδια για μέρες, μου άρεσε να τον βλέπω. Λάτρευε τη θάλασσα, απαιτούσε να κολυμπάει μιάμιση ώρα καθημερινά το καλοκαίρι, συνέχιζε μέχρι τον Οκτώβριο. Λάτρευε τη θάλασσα!
Μου έρχεται στο μυαλό, αμυδρά, η πρώτη φορά που διαγνώστηκε με καρκίνο, το χαμόγελο, οι ειρωνείες στους γιατρούς και η νίκη του. Κι’ άλλοι χοροί, κι’ άλλο τραγούδι, κι’ άλλα μπάνια. Και εγώ πάντα εκεί. Να τον θαυμάζω.
Οι βόλτες δεν συνεχίστηκαν για πολύ όσο μεγάλωνα, τα πήγαινε- έλα σε φροντιστήρια και σχολείο αυξήθηκαν, μου έλειπε. Μεγάλωνα. Δεν ήθελα, όμως. Απλά ήθελα να εξακολουθεί να με παίρνει από το σχολείο, να με πειράζει για το δικό μου μουστάκι που μόλις φύτρωνε, να με κρατάει από τον ώμο και να κάνουμε κόντρα στο κολύμπι. Και ας έχανα. Θα κέρδιζε αυτός τουλάχιστον.
Δεύτερη διάγνωση, δεύτερη νοσηλεία, πιο πολλά χαμόγελα, πιο πολλές ειρωνείες προς τους γιατρούς. Δεν τον έβλεπα καλά, όμως, πιο άρρωστος μέρα με τη μέρα, πιο κατσούφης και δίχως όρεξη για χορό. Δεν το άντεχε που δεν θα έκανε μπάνιο πια το καλοκαίρι, του απαγόρευσαν και να χορεύει. Τον σκότωσαν πρόωρα.
Δεν ήξερα αν είχα χρόνο, αν γνώριζε ότι τον αγαπάω, ότι πεθαίνει και ένα μέρος του εαυτού μου μαζί του. Ακόμα δε ξέρω. Άργησα να τα βγάλω από μέσα μου. Άργησα πολύ.
16 Δεκεμβρίου. Η τελευταία φορά που έκλαψα πριν από τη σημερινή. Έχασα το μέτρημα πια με τα τσιγάρα…
Μου λείπουν. Πολύ. Τους λείπω;
“Χαιρετίσματα, λοιπόν, από ένα φίλο παλιό…”