Ο καβαλάρης του Ευόσμου

Το πως ο Σπύρος , ο ”καβαλάρης του Ευόσμου” κατέληξε να αποκαλείται έτσι από φίλους και γνωστούς αποτελεί μέχρι και σήμερα μυστήριο. Με  αμέτρητες φήμες και κουτσομπολιά , απίθανες ιστορίες και παραφουσκωμένες αφηγήσεις, έχουν επιχειρήσει όσοι κάποτε γνώρισαν το Σπυράκο , να προσεγγίσουν την αληθινή αιτία που είχε ως συνέπεια να του κολλήσει το συγκεκριμένο παρατσούκλι.

Πολλοί είναι αυτοί που κατά καιρούς συνέδεσαν το περίεργο προσωνύμιο του φίλου μας με κάποια από καιρό χαμένη ικανότητα να μαγεύει τις θηλυκές υπάρξεις που του κινούσαν το ενδιαφέρον, παρασύροντάς τις σε ευφάνταστες ερωτικές περιπέτειες που για τους ρηχούς και ανέραστους θαμώνες του μπαρ της Ζέτας που καταγίνονταν με τη βιογραφία του Σπυράκου , δε συνιστούσαν παρά μόνο ”καβάλες”. Φυσικά, για κάποιους ήταν αρκετό ένα και μοναδικό συναπάντημα μαζί του, ώστε να θεωρήσουν πως οι αμέτρητες φήμες που σκιαγραφούσαν μία ανελέητη μηχανή του σεξ, δεν ήταν παρά χοντροκομμένη πλάκα εις βάρος του καχεκτικού ξεδοντιάρη με τη στρατιωτική φανέλα που τιναζόταν από το σκαμπό του κάθε φορά που κάποιος μαλάκας που δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει , βροντοφώναζε ”Γεια σου ρε καβαλάρη!”

Αρκετοί πάλι, αντιμετώπιζαν το ζήτημα της προέλευσης του παράξενου χαρακτηρισμού επιστρατεύοντας  ορθολογικότερα κριτήρια. Απορρίπτοντας οποιαδήποτε νύξη σεξουαλικού περιεχομένου ανήγαγαν την έννοια του καβαλάρη στην σύγχρονη εκδοχή της ,οπότε και  θεώρησαν λογικό να υποθέσουν πως στα νιάτα του ο Σπύρος καβαλούσε κάποιο δίτροχο. Νέα παραμύθια ξεπήδησαν από αυτήν την καινούργια προσέγγιση με το Σπύρο διπλωμένο πάνω από το τιμόνι της μηχανής του ,αεροδυναμικό διαολάκι που με την κομμένη εξάτμιση του τρομοκρατούσε τους περίοικους στη γειτονιά του Ευόσμου που τον ανέθρεψε στο σωστό μπερμπάντη αλκοολικό που είναι σήμερα.

Advertising

Advertisements
Ad 14

Προς μεγάλη τους έκπληξη, οι υποστηρικτές αυτής της νέας θεωρίας επιβεβαιώθηκαν πανηγυρικά όταν κάποιο βροχερό απόγευμα ο Σπύρος πέρασε το κατώφλι της Ζέτας και αντί να κινηθεί βιαστικά προς την συνηθισμένη γωνία του στο μπαρ, στράφηκε προς το τραπέζι μας. Κάπως διστακτικά στην αρχή, κοντοστάθηκε λίγα μέτρα από την παρέα, μέχρι που ένα αδύναμο χαμόγελο έδωσε στο σκαμμένο του πρόσωπο μία μορφή τόσο παράταιρη που ποτέ δεν περίμενα να αντικρίσω. Ήταν χαρούμενος.

Θέλοντας να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση, ίσως και αναγνωρίζοντας τον άθλο που είχε κατορθώσει να φέρει εις πέρας διασχίζοντας το μισό μαγαζί με όλα τα βλέμματα καρφωμένα πάνω του, ο Τάκης έσπρωξε μία καρέκλα προς το μέρος του προσκαλώντας τον στην παρέα. Δεν ξέρω εάν αυτό που ξέφυγε πίσω από τα κιτρινισμένα δόντια του ήταν ένα αδύναμο και ντροπαλό ”ευχαριστώ”, μα ήταν αδύνατον να μην προσέξω το χαμόγελο που όσο πήγαινε και μεγάλωνε. Τον παρακολούθησα να τραβάει διστακτικά την καρέκλα κι έπειτα να στέκεται στα χαμένα πάνω από τα κεφάλια μας. Πάνω που νόμιζα πως στην πραγματικότητα μας κουβαλήθηκε μόνο και μόνο  επειδή δε γούσταρε να αράξει στο καθιερωμένο του σκαμπό και  ετοιμαζόμουν να πετάξω κάποια μαλακία του τύπου ”Σήμερα είπες να καβαλήσεις την καρέκλα, ε Σπύρο;” , ήρθε και απλώθηκε φαρδύς πλατύς στα αριστερά μου. Μία αρκετά πολύπλοκη μπόχα με συνεπήρε και έβαλα τα δυνατά μου να καταπολεμήσω το αντανακλαστικό του εμετού αναλύοντας τις πιθανές πηγές προέλευσης : μπύρα , τσιγάρο και ιδρώτας, σίγουρα συνιστούσαν ικανή μερίδα στο δολοφονικό μείγμα που βασάνιζε τα ρουθούνια μου. Τα απολύτως απαραίτητα συστατικά για μία τσιπουροκατάσταση τριτοδεύτερης διαλογής. Μα σε αυτά ήμουν συνηθισμένος. Με χίλια ζόρια πίεσα τις αισθήσεις μου να διακρίνουν και τις υπόλοιπες , πιο ιδιαίτερες πηγές αυτής της απαίσιας μυρωδιάς. Και ακριβώς τι στιγμή που ήμουν έτοιμος να ανακαλύψω το μυστικό της μεθυστικής αύρας του ”καβαλάρη του Ευόσμου” , εκείνος απλώθηκε προς το κέντρο του τραπεζιού, αρπάζοντας ένα μισογεμάτο καραφάκι τσίπουρο και κολλώντας στα μούτρα μου τη γυμνή του μασχάλη.

Διαβάστε επίσης  Ο έρωτας είναι το άτομο που έχουμε διαλέξει να δίνουμε κομμάτια του εαυτού μας
Πηγή: fractalart.gr

Η ένδοξη στιγμή που ολόκληρο το κατάστημα ανακάλυπτε πτυχές του παρελθόντος του φίλου μας εκτυλίχθηκε δίχως εμένα. Όσο ο Σπυράκος παρουσίαζε με καμάρι φωτογραφίες από τα νιάτα του εν μέσω πανηγυρισμών και άλλων αυθόρμητων αντιδράσεων από το μεθυσμένο ακροατήριό του, εγώ ξερνούσα αβοήθητος στην τουαλέτα, παραδομένος στην ανάμνηση της μασχάλης του νέου ροκ-σταρ του μαγαζιού.

Οι φωτογραφίες που ξέθαψε ο Σπυράκος από κάποιο σκονισμένο μπαούλο στο δωμάτιο της μακαρίτισσας της μάνας του αποτέλεσαν και την αρχή του τέλους της παραφιλολογίας γύρω από το παρατσούκλι του. Όπως όλοι διαπιστώσαμε, πράγματι διετέλεσε easy rider στην τρυφερή ηλικία των 19. Ο φακός είχε αιχμαλωτίσει τη μορφή ενός χαμογελαστού πιτσιρικά με καστανόξανθα μακριά μαλλιά και  τζιν γιλέκο ,καβάλα σε μία 600άρα ΥΑΜΑΗΑ που όπως καταφέραμε να εννοήσουμε από τα σκόρπια λεγόμενα του Σπύρου, ανήκε στον ξάδερφό του. Ήταν τόση η χαρά του που επιτέλους μοιραζόταν μαζί μας το μυστικό που τόσα και τόσα απογεύματα τον μετέτρεπε στο κέντρο της άθλιας προσοχής μας. Είχε απλώσει κι άλλες φωτογραφίες μπροστά μας και δε φαινόταν να νοιάζεται που οι περισσότερες κολυμπούσαν σε λίμνες χυμένου τσίπουρου και στάχτης. Στην όψη του πανέμορφου νεαρού στη σέλα της YAMAHA  αναγνωρίζαμε την όψη του Σπύρου, μα όχι υποκινούμενοι από κάποιο σημάδι ομοιότητας, όσο από την ανάγκη να πιστέψουμε σε κάτι απίθανο που θα έκανε το μεθύσι πιο ενδιαφέρον.

Advertising

Τον αφήσαμε να μιλάει για ώρα. Δεν φαινόταν να ενοχλεί κανέναν. Κάποιοι μάλιστα προσπάθησαν να του πιάσουν την κουβέντα αποφεύγοντας να τον φωνάζουν καβαλάρη. Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα το Δημήτρη να τον αποκαλεί με το όνομά του. Έσπαγε χοντρή πλάκα ο Δημήτρης μαζί του και διαισθανόμουν πως την είχε έτοιμη τη μαλακία στο κεφάλι του. Ποτέ μου δεν τον ξαναείδα τόσο ήρεμο και προσηλωμένο σε οτιδήποτε πέρα από την ΑΜΣΤΕΛ και το ποδόσφαιρο. Ανησυχούσα δίχως λόγο. Δεν έγινε τίποτα. Καμία βρισιά δεν ειπώθηκε, κανένα κακιασμένο σχόλιο δεν ξέφυγε από τα χείλη του. Άνθρωποι σαν το Δημήτρη δεν μπορούν να υποκριθούν τέτοια πραότητα. Δεν επαρκεί η νοημοσύνη τους για κάτι τέτοιο. Όχι , οι προθέσεις του ήταν ειλικρινείς. Ενδιαφερόταν πράγματι για όσα με κόπο ψέλλιζε σαν νυσταγμένος ο Σπυράκος. Mιλούσαν σαν δύο παλιόφιλοι , σκυμμένοι πάνω από το τραπέζι και απομακρυσμένοι από το πολύβουο πλήθος που παρατασσόταν μπροστά από την τηλεόραση αναμένοντας με αγωνία και βρισιές το εναρκτήριο λάκτισμα.

Διαβάστε επίσης  Οι λέξεις που δε λέμε

Οι εκπλήξεις που επεφύλασσε το ταξίδι στις αναμνήσεις του ”άγνωστου” Σπύρου γρήγορα επισκιάστηκαν από την αναμετάδοση του ΠΑΟΚ-ΑΡΗΣ. Ένα καινούργιο ορόσημο απαιτούσε το σεβασμό και την προσοχή των θαμώνων , οπότε οι ιστορίες του Σπύρου αναγκαστικά θα περνούσαν σε δεύτερη μοίρα.  Ο Δημήτρης  σηκώθηκε βιαστικά χαιρετώντας τον με ένα αδύναμο χτύπημα στην πλάτη και επιστρέφοντας στην πρότερη φυσική του κατάσταση, γάβγισε στη Ζέτα απαιτώντας ”ακόμη μία παγωμένη”. Η παρέα μου είχε σηκωθεί και περίμενε το Χρήστο να τακτοποιήσει το λογαριασμό κι εγώ που είχα παραγγείλει μία κοτόσουπα για να στρώσει το στομάχι μου από το μεγαλειώδες ξερατό , απέφευγα να πλησιάσω το Σπύρο για να μην ξαναπεράσω τα ίδια. Λίγο πριν φύγουμε τον είδα να κατεβάζει μονοκοπανιά ένα γεμάτο μπουκάλι μπύρας που κάποιος είχε αφήσει να ζεσταθεί και αφού μάζεψε μία μία τις φωτογραφίες από το βούρκο που κάλυπτε την επιφάνεια του τραπεζιού, κατευθύνθηκε σιωπηλός προς την έξοδο. Ήταν και πάλι ο ίδιος αόρατος Σπύρος. Οι φωτογραφίες είχαν αφήσει ένα τεράστιο λεκέ στην τσέπη του μπουφάν του μα δε τον ένοιαζε. Με το ίδιο κουρασμένο και αβέβαιο βήμα που τόσα απογεύματα τον πήγαινε και τον έφερνε στο τσιπουράδικο της Ζέτας , κινήθηκε προς την έξοδο, μα για πρώτη φορά τον έβλεπα να ρίχνει κλεφτές ματιές πίσω του. Δεν τον κοιτούσε κανείς. Λίγο πριν συναντηθούν οι ματιές μας πρόλαβα κι εγώ να γυρίσω το βλέμμα μου αλλού. Δε θυμάμαι σε τι. Έκλεισε την πόρτα πίσω του τη στιγμή που το πρώτο γκολ έκανε τις ”χριστοπαναγίες” να αντηχούν μέχρι έξω.

Αυτό ήταν και το τελευταίο απόγευμα που κάποιος ασχολήθηκε πραγματικά με το Σπύρο. Σπάνια ξανακούσαμε τη λέξη ”καβαλάρης” να βγαίνει από τα χείλη κάποιου, μα και τις λίγες φορές που γινόταν έλειπε εκείνη η περιπαικτική χροιά που έκανε τους πάντες να γελάνε ή έστω να ξυπνάν από τη σούρα τους. Το μυστικό του Σπύρου είχε αποκαλυφθεί και πλέον κανένας δεν έκανε κέφι να σπάσει πλάκα μαζί του. Ακούστηκαν κάποια πράγματα , πολλοί μιλούσαν για κάποιο τροχαίο και ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι, άλλοι για απόπειρα ληστείας που πήγε στραβά οδηγώντας τον στην εντατική με διαλυμένο κρανίο. Τουλάχιστον στο ζήτημα της εγκεφαλικής βλάβης φαινόταν να συγκλίνουν όλες οι θεωρίες. Σε λιγάκι χάθηκε το ενδιαφέρον. Είχαμε κουραστεί να επινοούμε ιστορίες για το Σπύρο. Τον αφήσαμε στην ησυχία του, σκαρφαλωμένο στο αιώνιο σκαμπό του στην άκρη της μπάρας. Τις λίγες φορές που επιχείρησε να καθίσει σε κάποια παρέα έκανε τους πάντες να αισθάνονται άβολα. Φαίνεται πως ο οίκτος δεν είναι ό,τι καλύτερο για να περάσεις την ώρα σου όταν πίνεις. Πρέπει να διώξεις ό,τι σε κάνει να λυπάσαι, ό,τι σου είναι αδύνατο να κοροϊδέψεις και να χαζολογήσεις μαζί του.

Διαβάστε επίσης  Σύγχρονη αμαζόνα

Τον ξέχασα κάποια στιγμή το Σπύρο , όπως ξεχνά κανείς οτιδήποτε δεν τον ενδιαφέρει πραγματικά. Έκανα καιρό να ξαναπατήσω στης Ζέτας. Είχα πάψει να περνάω καλά εκεί. Υπήρξαν φορές μάλιστα που έπιασα τον εαυτό μου να αηδιάζει με όλες αυτές τις γελοίες φιγούρες των θαμώνων που κάποτε μας διασκέδαζαν. Ξαναπέρασα μετά από καιρό, όταν η περιέργεια και μόνο σκέπασε τις αδικαιολόγητες τύψεις μου. Δεν είχαν αλλάξει και πολλά. Ο Δημήτρης έμοιαζε ακόμη με αρκούδα που κρατά ένα μισογεμάτο γυάλινο μπουκάλι μπύρας, η Ζέτα συνέχιζε να μακιγιάρεται το ίδιο υπερβολικά θυμίζοντας σκιάχτρο που κάποιος άφησε ένα τσιγάρο στα χείλη του και το τραπέζι στη γωνία , δίπλα από το ενυδρείο με τα χρυσόψαρα , ακόμη δεν πατούσε καλά στο πάτωμα. Ο ”καβαλάρης του Ευόσμου” είχε καιρό να φανεί. Ακούστηκαν πολλά, μα οι περισσότεροι μιλούσαν για καρκίνο. Κάποιος αδερφός εμφανίστηκε από το πουθενά και του παρείχε τις τελευταίες φροντίδες πριν τη ”μεγάλη καβάλα”. Δεν πίστεψα κανέναν τους. Ποτέ δε βγήκε αληθινή καμία ιστορία για τον καβαλάρη. Γιατί να τους πιστέψω λοιπόν;

Advertising

Φεύγοντας έριξα μια τελευταία ματιά στο ενυδρείο. Έχοντας περάσει εκατοντάδες ώρες μπροστά σε αυτό το γυάλινο κουβά , ήμουν σίγουρος: είχε πεθάνει ένα χρυσόψαρο.

 

Λατρεύω τις ροκιές και κάπου κάπου τη βρίσκω με ρεμπέτικο. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που γελάνε με την πάρτη τους και δεν μιλάνε για άλλους ανθρώπους. Γράφω γιατί ούτε κι εγώ πολυμιλάω.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

horror remakes

Τέσσερα «horror remakes» που «άγγιξαν» τη σπουδαιότητα των αυθεντικών τους

Η συνήθης ανησυχία των πιστών και αμετάκλητων φαν του κλασικού

Κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο και ανατομία εγκεφάλου

Tο παρόν άρθρο Γνωρίζουμε ότι οι γνωστικές ικανότητες και οι