
«Ποιο είναι το αγαπημένο σου φαγητό;».
Αυτή είναι μια από τις συνήθεις ερωτήσεις που μπορούν να λάβουν χώρα σε ένα πρώτο ραντεβού, σε μια πρώτη γνωριμία, στην πρώτη έξοδο για βρώμικο, μετά από ακόμα μια γεμάτη ποτά, χορό και γέλιο.
Ποιο είναι όντως το αγαπημένο φαγητό των περισσότερων;
Μιας και αναφέρθηκε το βρώμικο, ας μείνουμε σε αυτό.
Το γλυκό ενοχικό νέκταρ που ελλοχεύουν τα σουβλάκια, οι πίτσες, τα σάντουιτς, οι κρέπες δε θα ιδρώσουν ποτέ στη θέα κάθε τι οσπρίου και κάθε τι λαχανικού.
Είναι τόσο το κλίμα παρέας -ακόμα και αν είναι κάποιος μόνος του- που εκπέμπει το τζανκ φουντ, που γεμίζει το χώρο με οργασμικές αντιδράσεις, πονόκοιλο και μυρωδιές, στοιχεία που δε θα σου χαρίσουν ποτέ οι φακές -με εξαίρεση το δεύτερο.
Το αποκαλούμενο βρώμικο είναι το είδος στιγμών που σε παλιμπαιδίζουν, σου θυμίζουν τα φοιτητικά βράδια και τους εφηβικούς έρωτες, αλλά και όλες εκείνες τις φορές που δεν έβαλες τζατζίκι και κρεμμύδι μπας και.
Αλλά δεν.
Ουσιαστικά, η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου είναι οι «στιγμές».
Κανένα φαγητό δεν είναι τόσο αντικειμενικά τέλειο που να είναι ικανό να σε ερεθίζει σε κάθε μια του μπουκιά όσο οι στιγμές.
Τα παιδικά μου καλοκαίρια στο γραφικό παραθαλάσσιο χωριό μου μπορεί να συμπεριληφθεί εύκολα σε 2 μόνο λέξεις.
Γεμιστά.
Παρέα.
Με αυτή τη σειρά!
Μαζί με τον ξάδερφό μου παίζαμε όλη μέρα σε σπίτια και πάρκα, τσακωνόμασταν, γελούσαμε, ζούσαμε.
Ωστόσο, όλα αυτά πάγωναν για μια στιγμή.
Όταν έλειπαν οι γονείς του από το σπίτι και πήγαινα σε αυτόν, η γιαγιά μας μας ετοίμαζε τα καλύτερα γεμιστά που έχουν φτιαχτεί ποτέ.
Και έπειτα ξεπάγωναν.
Το γέλιο, το πείραγμα, η απόλαυση επέστρεφαν τη στιγμή που ένα τεράστιο ταψί προσγειωνόταν απαλά σε ένα γυμνό τραπέζι που παρακαλούσε να αναπαυτεί μέσα του.
Δεν ήταν τα καλύτερα γευστικά γεμιστά που έχω φάει.
Δεν ήταν τα μεγαλύτερα ποσοτικά γεμιστά που έχω φάει.
Δεν ήταν τα πιο ζουμερά γεμιστά που έχω φάει.
Ωστόσο, οι στιγμές που ζούσαμε με τον ξάδερφό μου κατά τα πρώιμα εφηβικά μας χρόνια, οι κόντρες για το ποιος θα φάει περισσότερα, οι συμμαχίες εξόντωσης κάθε πιάτου και η γλυκιά γιαγιά μας που ακούραστα μας ετοίμαζε το πιο όμορφο φαγητό του κόσμου κάνουν εκείνα τα γεμιστά τα καλύτερα που έχω βιώσει.
Είχα πολλά χρόνια να φάω γεμιστά.
Πάρα πολλά.
Λίγο η ωρίμανση, λίγο τα διαφορετικά προγράμματα με τον ξάδερφό μου, λίγο η φθορά της παιδικότητας στο χωριό μας και η ρουτίνα μας αποτραβούσαν γοερά από τα δικά μας γεμιστά.
Με την κοπέλα μου είχαμε να βρεθούμε 6 μήνες ελέω της καραντίνας.
6 μήνες μακριά από το χαμόγελο, από το κορμί, από τη ζωή της.
Σπάει το lockdown και επιτέλους συναντιόμαστε.
Δουλειά, ΚΤΕΛ, ταλαιπωρία, σπίτι μας.
Την παίρνω στην αγκαλιά μου, τη σφίγγω σε αυτήν, τη φιλάω, τη σηκώνω σαν πούπουλο στα χέρια μου και νιώθω την ευτυχία να συναντά ξανά το χαμόγελό μου έπειτα από πολύ πολύ καιρό.
«Πεινάς;»
«Πεινάω»
Και τότε, ο φούρνος ανοίγει, και ένα ταψί γεμιστά ξεπετάγεται μπροστά στα μάτια μου και με κοιτάει ίσια σε αυτά με πάθος.
Το παρελθόν επέστρεψε στο παρόν μου και αναγκάζει το μέλλον μου να μην το ξεχάσει ξανά, όσα χρόνια και αν περάσουν, όσες στιγμές και αν έρθουν, όσα φαγητά και αν με θρέψουν.
Δεν ήταν τα καλύτερα γευστικά γεμιστά που έχω φάει.
Δεν ήταν τα μεγαλύτερα ποσοτικά γεμιστά που έχω φάει.
Δεν ήταν τα πιο ζουμερά γεμιστά που έχω φάει.
Αλλά ήταν ένα πιάτο γεμάτο αγάπη, συγκινήσεις, παρελθόν.
Ήταν ένα πιάτο γεμάτο στιγμές, γεμάτο με όλες τις χαρές και τις δυσκολίες που έχουμε αντικρίσει.
Ένα απλό πιάτο για απλούς ανθρώπους με περίπλοκα συναισθήματα.
Ένα απλό πιάτο για μένα, ένα πιάτο για μας.
«Ποιο είναι το αγαπημένο σου φαγητό;».
Αυτό.