Νόμιζα πως μου άρεσαν οι αλλαγές. Γιατί βαριέμαι εύκολα. Γιατί κουράζομαι με τις ρουτίνες. Γιατί το μυαλό μου ψάχνει συνεχώς διεξόδους, αναζητά συνεχώς καινούργιους δρόμους. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα. πως θα επέλεγα να ζω αέναα αλλάζοντας μορφές, χώρες, τόπους, κυνηγώντας μία ιδέα, που ίσως την έβρισκα ίσως και όχι.
Αναζητώντας τροφή για το μυαλό, ανάγκη για δημιουργία, τον ενθουσιασμό του καινούργιου, νέα δάση, νέοι τόποι, άλλα σπίτια, άλλοι άνθρωποι.
Αυτή τη φορά όμως ήταν αλλιώς. Ήταν ένα σπίτι, ένα κόσμος, ήταν το δικό μου γυάλινο κάστρο.
Ήταν μάλλον μικρό αλλά λειτουργικό. Είχε μέσα τα πολύ βασικά, ένα στρώμα, ένα τραπεζάκι. Είχα λίγα ποτήρια, έχω λιγότερα γιατί τα έσπασα. Το μπαλκόνι ήταν στενό, ίσα-ίσα χωρούσαν δυο καρέκλες αλλά βολευόσουν αν άπλωνες τα πόδια σου στα κάγκελα. Ήταν στον τέταρτο οπότε μπορούσες να πεις πως είχε μια κάποια θέα. Αν πάλευες θα έβλεπες τη θάλασσα. Απόψε είχε αστέρια. Πάντα έχει θα μου πεις, ναι μα σήμερα μπορείς να τα μετρήσεις. Πολλά αστέρια που άρχιζες να ονομάζεις και να εξηγείς.
Είχε ψύχρα απόψε, πού και πού φυσούσε και ξεχνούσες πως είναι καλοκαίρι. Μπορεί να σκεφτόσουν πως είναι Σεπτέμβρης, μπορεί να αναρωτιόσουν πότε θα ξεκινήσουν τα πρωτοβρόχια. Χανόμουν λίγο όσο μιλούσες.
Σκεφτόμουν πόσο ωραία μυρίζει το γιασεμί όποτε φυσάει. Ναι, ο Ωρίωνας. Ήταν ωραία αυτά που έλεγες κι ας μην τα άκουγα όλα. Ήσουν πιο ωραίος όταν τα έλεγες. Η γάτα σου η Μίσα πειράζει το γλαστράκι μου. Κανονικά θα με ενοχλούσε αλλά τώρα δε ενοχλεί. Δε με ενοχλεί που είναι στο σπίτι μου. Είναι σπίτι, γιατί είσαι εσύ κι εκείνη εδώ. Δεν έχω ανοιχτήρι. Με το ζόρι έχω τρία πιάτα. Προσπάθησα να ανοίξω τις μπύρες με τον αναπτήρα. Ξεχείλισε ο αφρός παντού. Η Μίσα κουλουριάστηκε σε μία γωνία. Εσύ δε μιλάς πλέον, μάλλον κατάλαβες πως δεν ακούω. Έχεις ένα μισοχαμόγελο ευχαρίστησης, μία αίσθηση γαλήνης, με κοιτά λοξά και μετά πίνεις από το μπουκάλι.
Ας πιούμε στα όμορφα βράδια. Είμαι ευτυχισμένη. Τι είπες; Κρυώνω, λέω. Ας πιούμε στα ταξίδια.
Ας πιούμε στο καλοκαίρι. Κι εγώ είμαι ευτυχισμένος. Τι λες; Έχει κουνούπια, λέω. Ας πιούμε στα ταξίδια.
Στα ταξίδια, λοιπόν.