Ο ένας κολλητός Σέριφο, ο άλλος Πόρο, διάφοροι γνωστοί διακοπές, κάποιοι άλλοι σεζόν. Οι λοιποί συγγενείς έχουν αφήσει και αυτοί την Αθήνα, την έχουν ξεγράψει για τα καλά από το μυαλό τους, την έχουν αφήσει να αιωρείται ως μια δυσάρεστη υποχρέωση το καλοκαίρι. Αλλά εγώ εδώ. Να προσπαθώ να ξεχωρίσω τι να πρωτο-μισήσω από μια πόλη που σε κοιτάει με την καυτή της ανάσα, από μια πόλη που σε διώχνει από κοντά της αυτή την εποχή, όπως κάποιος που τινάζει την άμμο και τα νερά από πάνω του στην παραλία. Κακές σκέψεις…
Αποφασίζω να βγω από το σπίτι και το κλιματιστικό του που επιφυλάσσει πλέον τρομερά κρυοπαγήματα και να ξεκινήσω την αναζήτηση ενός, έστω και πολύ μικρού, ίχνους αισιοδοξίας στην πόλη μου. Δε με ενδιαφέρει αν είναι ένα μικρό φύσημα του αέρα ή ένα στιγμιαίο χαμόγελο ενός στιγμιαίου περαστικού έξω από το μετρό. Αναζητώ κάτι χωρίς να ξέρω τι είναι αυτό το κάτι. Θα το βρω εγώ, όμως, ή θα με βρει αυτό.
Προχωράω. Μια πόλη άδεια, με μαγαζιά και καφετέριες άδεια, με μυαλά άδεια, κενά από σκέψεις, όπως και το δικό μου. Προχωράω.
Διασχίζω ρυθμικά την Ερμού, με βήμα γοργό και σταθερό, εδώ κάτι γίνεται. Κόσμος περνάει, κόσμος περνούσε, αλλά δε με ελκύει κάτι. Ακόμα να βρω εκείνο το χαμόγελο που έψαχνα, ακόμα να βρω το φως που θα είναι γλυκό και όχι καυτό.
Η Ερμού σχεδόν γεμάτη, κάποια αντικρουόμενα βλέμματα με κάποιους που νόμιζα γνωστούς, μονοδευτερόλεπτο χαμόγελο σε μια κοπέλα που ήθελε να με ψεκάσει με δείγμα κολόνιας, το περπάτημα δυναμώνει. Η Ερμού με αναγκάζει να προχωράω.
Με μια γρήγορη, σχεδόν φευγαλέα ματιά προσπερνάω το Μοναστηράκι και τους πωλητές του και εισπνέω οξυγόνο στο δρόμο προς το Θησείο. Σαν κάτι να με σπρώχνει αριστερά, προς την Αρεοπαγίτου, θα το εμπιστευτώ αυτό το κάτι.
Λίγα μέτρα πιο πέρα, η Ακρόπολη μου δείχνει το δρόμο, το ίδιο και οι χαρωποί τουρίστες που δεν έχουν ιδέα πόσο μας ενοχλεί που απολαμβάνουν τη ζέστη και τον ήλιο της Ελλάδας. Συνεχίζω να προχωράω.
Ο ήλιος σταδιακά έχει δώσει τη θέση του στο σκοτάδι και το σκοτάδι στο εκ νέου φως που προκύπτει από τα κτίρια και τα καταστήματα. Και κάπου εκεί, πάντα υπό το βλέμμα της στοργικής Ακρόπολης, ξεπροβάλει ένα κτίριο διαφορετικό από τα υπόλοιπα, ένα κτίριο διαφορετικό από κάθε τι που υπήρχε σε όλη τη διαδρομή που ακολούθησα σήμερα. Σαν να ξεφύτρωσε μόλις, σαν να περίμενε το καλοκαίρι για να τραφεί, σαν να ήταν σε χειμέρια νάρκη όλο αυτόν τον καιρό.
Σαν να κινούμαι πιο γρήγορα τώρα, επιστεγασμένος με αγωνία και τρόμο ταυτόχρονα, και φτάνω εκεί. Κάποιοι το επεξεργάζονται ήδη, συζητούν για ταινίες και σχολιάζουν τις κινηματογραφικές αφίσες που διακοσμούν τον χώρο. Άλλοι παρέα με ένα χαμόγελο περιμένουν τη σειρά τους για ένα εισιτήριο, ταυτόσημο της ηρεμίας και της στροφής σε κάτι όχι τόσο σύνηθες. Μαζί τους και εγώ.
Ο χώρος σεμνός και πρόστυχος ταυτόχρονα, τα αριθμημένα καθίσματα μου φωνάζουν να τα συντροφεύσω, ενώ λίγο πιο μπροστά μια πανδαισία φυτών και πράσινου χρώματος καλύπτει την οθόνη. Η αντίθεση άσπρου- πράσινου πραγματικά με ιντριγκάρει για το τι μέλει γενέσθαι, ενώ άνθρωποι κάθε ηλικίας γεμίζουν το χώρο.
Ένα σινεμά λίγο διαφορετικό από αυτό που έχω συνηθίσει, ένα σινεμά πιο φιλικό και πιο ατόφιο. Ένας χώρος που δε νιώθω μόνος, αν και ήρθα μόνος. Πεταλούδες στο στομάχι, σαν να είμαι ξανά ερωτευμένος. Μάλλον είμαι. Ερωτευμένος και περίεργος την ίδια στιγμή. Η ταινία αρχίζει. Σσσς…
Το βρήκα αυτό το κάτι. Ή μάλλον αυτό το κάτι με βρήκε.