Υπερασπίσου το παιδί, γιατί αν γλυτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα. Οι στίχοι στο τραγούδι του “πρίγκηπα της ελληνικής Ροκ”, Παύλου Σιδηρόπουλου επισκιάζονται από ένα πολύ βαθύ νόημα που ο καθένας μας μπορεί να αποσυμβολίσει με το δικό του τρόπο. Μια δευτεροετής κρητικιά και ένας τριτοετής πρωτευουσιάνος, φοιτητές παιδαγωγικών σπουδών αποφάσισαν να κάνουν μια κατάθεση ψυχής. Ως γεμάτοι πάθος επερχόμενοι εκπαιδευτικοί, (το πτυχίο θα δείξει…Την υγειά μας να ‘χουμε) μοιράζονται από κοινού τις εμπειρίες τους για τον δικό τους “παιδικό κόσμο”.
(Κρητικιά φοιτήτρια):
“Ήταν από εκείνες τις ήμερες που δεν θες να σηκωθείς από το κρεβάτι, δεν θες να πας πουθενά, δε θες να μιλήσεις με κανέναν. Ξύπνησα στραβά, χωρίς καμία διάθεση, να πάω σχολή, έλα ,όμως, που έπρεπε! Μπαίνω στο αστικό με την τσίμπλα στο μάτι, φωνές και κακό! Ο οδηγός έβριζε έναν που το είχε κλείσει το δρόμο, μια γιαγιούλα φώναζε στο τηλέφωνο, στην ανεπρόκοπη της κόρη ( και να μην έχω πιει και καφέ!… Δράμα).
Παρατηρούσα τριγύρω, τους ανθρώπους (μπανιστηρτζού! Εγώ και η Ματούλα, η Ζαμάνη). Ξάφνου, μέσα στο μπούγιο και στο στριμωξίδι, ξεπροβάλλει ένα κόκκινο σκουφάκι, τεντώνομαι και τι να δω; Το πιο χαριτωμένο παιδάκι που έχω αντικρίσει, ένα αγοράκι, εκεί κάπου στα 6, να χτυπάει τα ποδαράκια του στο κάθισμα και κρατάει ένα σακιδιακι σαν αυτά που είχαμε κι εμείς ρε, Θυμάσαι;.. Φορούσε ένα κίτρινο μπουφανάκι, φώτιζε τον τόπο, σα να ήξερε πόσο ανάγκη για χρώμα είχε εκείνη η μουντή ημέρα. “Κάθισε φρόνιμα, σε λίγο φτάνουμε” του είπε η μαμά του, μα αυτό που να ησυχάσει! Πνιγόταν, ήθελε να πατήσει τα ποδαράκια του στη γη και να παίξει, όπως παίζαμε κι εμείς παιδιά, θυμάσαι;
Έπειτα από λίγα λεπτά παρατήρησης, αυτού του τρυφερού θεάματος, ο μπομπιράκος κοίταξε προς το μέρος μου και μου χαμογέλασε. Το πιο γλυκό χαμόγελο από δυο μάτια που έλαμπαν, αυτό ήταν! Η μέρα μου έφτιαξε, τον χαιρέτησα και κατέβηκα από το λεωφορείο. Η μέρα μου έφτιαξε, ακούς; Εκείνο το παιδικό χαμόγελο, μου υπενθύμισε το λόγο που ξυπνάω κάτι τέτοια πρωινά, αντί να κάθομαι σπίτι και να ρεμπεσκελιάζω. Για να γίνω δασκάλα ρε, να μάθω να διδάσκω τούτα, τα υπέροχα πλασματάκια, να μπορέσω να τα βοηθήσω, ώστε να μη χάσουν ποτέ το αθώο και παιχνιδιάρικο τους βλέμμα. Να μεγαλώσουν σε ένα κόσμο που συνεχώς αλλάζει, αλλά η ψυχούλα τους να μείνει ανέγγιχτη. Θεέ μου, βοήθησε με, να γίνω ικανή, ώστε να τους προσφέρω όσο χρειάζονται, με μόνο αντάλλαγμα, ένα χαμόγελο τους…”
(Πρωτευουσιάνος φοιτητής):
“Πέρασαν ήδη δυο βδομάδες πρακτικής άσκησης. Την δεύτερη φορά, καταπονημένος και πονοκεφαλιασμένος από τα “τρελόπαιδα” (προφανώς και όχι), επιστρέφω σπίτι. Ανοίγω το κινητό και κοιτώ προσεχτικά τις δύο φωτογραφίες που “απαθανάτισα” μαζί τους, σε μια στιγμή διαλλείματος. Εκείνη την στιγμή, δακρύζω (ναι τελικά και οι άντρες κλαίνε… Μην ακούτε παραμύθια!) Συνειδητοποιώ πόσο μου λείπει το χαμόγελο τους. Οι αγκαλιές τους. Η ακατανόητη και ταυτόχρονα ακαταμάχητη μανία τους με εμένα. (ούτε μέλι να χα). Οι ατάκες τους, τα “παρθένα” χαμόγελα τους, το αθώο βλέμμα τους….Υπέροχα πλάσματα!
-Κύριε Παναγιώτη! Έτρεξε στην αγκαλιά μου ο μικρός της τάξης. “Σας αγαπώ πολύ”. Δεν λύγισα. Τουλάχιστον τότε. Τώρα, που γράφω σε ένα χαρτί, μια μάσκα συναισθημάτων που εγώ και οι σκέψεις μου είμαστε οι μόνοι κάτοχοι της αλήθειας, όλα (για καλή μου τύχη) περνούν απαρατήρητα.
Γράφει μια μικρούλα στο τετράδιο της έκθεσης, με θέμα μια πρόσφατη εκδρομή στη φύση που πήγε: “Μύριζες το χορτάρι και ένιωθες το αεράκι να σε αγγίζει σαν κάποιος να σε αγκαλιάζει.” Οι θύμισες των παιδικών μου χρόνων νωπές, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Πόσο καιρό είχα να νιώσω την παιδική σκέψη; Την απόλυτη ευτυχία, την ανεμελιά και ξεγνοιασιά; Τι εστί να είσαι αυθεντικά καλός, άκακος και αληθινός ζώντας σε ένα κόσμο τρομαχτικά όμορφο. Μαγευτικό και συνάμα παραμυθένιο. Πόσο ερωτευμένος με την σκέψη ότι επαγγέλλομαι μελλοντικός εκπαιδευτικός; Πραγματικά λειτούργημα η δουλειά του δασκάλου. Και αφού ενστερνιστώ τα λόγια του Γάλλου Συγγραφέα François Fénelon“Όσο περισσότερα λες, τόσο λιγότερα θυμούνται οι άνθρωποι” κάπου εδώ, σταματώ.”
Τα παιδιά τελικά, είναι μικρά ανθρωπάκια με ένα μυαλό πιο κοφτερό και από ξυράφι, διόλου ανόητα, μονάχα αθώα! Μια πηγή αστείρευτη και αχόρταγη- αχόρταγη, να μάθει… Γι ‘αυτό αν θες να λέγεσαι δάσκαλος αύριο μεθαύριο, φρόντισε να τους τα μάθεις σωστά, γνωστικά και ανεπηρέαστα, μα πρώτα, να τους επιτρέψεις να σε αλλάξουν, μη κλειδωθείς ούτε μια στιγμή απέναντι τους, θα σε διδάξουν και εκείνα με τη σειρά τους, το νόημα μιας ευτυχισμένης ζωής.
Αρθρογράφοι: Κατερίνα Παπαδάκη, Παναγιώτης Χοχτούλας.