
Η «Ευτυχία», για όσους είδαν την ταινία, αποτυπώνει τη ζωή της μεγάλης στιχουργού και ρεμπέτισσας, δημιούργημα του σκηνοθέτη Άγγελου Φραντζή που προβλήθηκε τον περασμένο χειμώνα και κατέκτησε αμέσως την καρδιά του ευρύ κοινού, αλλά και των βραβείων που πρόσφατα σάρωσε.
Μια αδιαμφισβήτητα πολύ καλή παραγωγή που σάρωσε τα ταμεία και συζητήθηκε όσο χρειαζόταν για να καταξιωθεί στην μνήμη μας με σοβαρότητα. Πριν λίγες ημέρες, στα πρόσφατα βραβεία Ίρις – τα Ελληνικά βραβεία της Ακαδημίας Κινηματογράφου που τελέστηκαν διαδικτυακά λόγω των περιοριστικών μέτρων κατά της εξάπλωσης της πανδημίας του COVID-19, βράβευσαν με 8 αγαλματίδια την αγαπημένη «Ευτυχία», ένα εξ αυτών, είναι και το βραβείο για την καλύτερη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας. Η βιογραφική ταινία για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, αφού κατέκτησε τους κριτικούς της Ακαδημίας κινηματογράφου προβλήθηκε την Κυριακή του Πάσχα μέσα από κανάλι του COSMOTE TV. Δεν ήταν όμως για πρώτη φορά, αφού η επίσημη streaming πρεμιέρα της ταινίας έγινε στις 21 Μαρτίου και αποφασίστηκε ό,τι τα έσοδα της Tanweer από εκεί θα διατεθούν σε δημόσια νοσοκομεία για τη θεραπεία των ασθενών από κορωνοϊό.
Θεωρήσαμε σωστό με την σειρά μας να θυμίσουμε ξανά τους λόγους που αυτή η ταινία είναι τόσο ξεχωριστή!
Η Ευτυχία είναι η βιογραφική ταινία του Άγγελου Φραντζή που εκτυλίσσεται σε δυο χρόνους, το παρελθόν και το παρόν, με την ηρωίδα να τοποθετείται-ενσαρκώνεται σε αυτά αντιστοίχως από την Κάτια Γκουλιώνη και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη.
Η Ευτυχία γεννήθηκε το 1893 στο Αϊδίνι της Τουρκίας. Μικρασιάτισσα πρόσφυγας στην Ελλάδα έμεινε με τα παιδιά και την μητέρα της στο σπίτι του άνδρα της που είχε να δει για χρόνια.
Μάλιστα η ταινία μας ξεκινάει αμέσως με το ιστορικό δράμα-ορόσημο στην πορεία της καλλιτέχνιδας. Η Ευτυχία είχε ταλέντο από μικρή στο να γράφει στιχάκια, συνήθειο το οποίο θα δούμε από τις πρώτες σκηνές. Όταν πλέον θα μεταβεί στην Αθήνα θα αναζητήσει εκ φύσεως τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες σύντομα και χωρίς φόβο, όπως άλλωστε έμαθε πάντα να ζει.
«Εγώ την ζωή μου την περπάτησα, όπως ήθελα.»
Ο σκηνοθέτης θέλοντας να μας περάσει στο κινηματογραφικό πανί λίγη από την μαγεία της ζωής της στιχουργού επικεντρώνεται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό στο οικογενειακό υπόβαθρο, δηλαδή στο πιο «ουσιαστικό». Οι αναφορές για τους σημαντικούς ανθρώπους που γνώρισε γρήγορα στην Αθήνα, όπως η Μαρίκα Κοτοπούλη, τα χρόνια που η ηρωίδα πειραματίστηκε με την ηθοποιία, ή όταν παντρεύτηκε για δεύτερη φορά έναν σκηνοθέτη και όχι τόσο ταλαντούχο του χώρου, αλλά και αργότερα όταν βλέπουμε τον «δάσκαλο» Τσιτσάνη να την επισκέπτεται στο σπίτι της και να την συμβουλεύει σχετικά με τον τρόπο γραφής της «κουπλέ – ρεφρέν», όλες αυτές οι αναμνήσεις γίνονται υπό την οικογενειακή και σπιτική σκέπη, υπό την συναισθηματική απεικόνιση της μήτρας. Ειδικά για τους ξενιτεμένους και άρα ταλαιπωρημένους ανθρώπους, που η ζωή τους άφησε μυριάδες σημάδια που στοιχειώνουν την ψυχή τους, πάντα οι περισσότεροι είχαν ως σημείο αναφοράς την πατρίδα και την οικογένεια, άρα την ελπίδα.
Η πρωταγωνίστρια ενσαρκώνεται με απόλυτη πιστότητα την αλήθεια της Ευτυχίας. Ανεξάρτητη, δυναμική, γλεντζού, ευαίσθητη και φιλότιμη μέχρι υπερβολής. Την ηρωίδα έβρισκες συχνά για χαρτοπαιξία μετά από την προσκόμιση των χρημάτων που έπαιρνε για τον καλλιτεχνικό της κόπο. Όσο αγαπούσε να είναι αληθινή προς τον εαυτό της και στους στίχους, αλλά τόσο αφοσιωμένη ήταν στα σκοτεινά δρομάκια και τους περιβόλους την νύχτα για τα τυχερά παιχνίδια. Και αυτό τον δρόμο της εξάρτησης φρόντισε να μας το δείξει και από την πλευράς της οικογένειας που το βίωνε. Πάντως, η Ευτυχία πάντα καλοντυμένη και με ένα τσιγάρο στο στόμα έτοιμη να ζήσει την ζωή της και στο πλευρό της είχε πάντα τον καλό της φίλο Λουκά.
Συνολικά όλοι οι ηθοποιοί καταφέρνουν να μας ξεναγήσουν με άπειρο σεβασμό και πιστότητα στο κλίμα της εποχής που εκτυλίχθηκε η ζωή της επιτυχημένης στιχουργού. Τα σκηνικά κοστούμια, η ντοπιολαλιά από την Τουρκία, η ντοπιολαλιά της αστικής Αθήνας με τα ιδιόμορφα αστεία- φράσεις και τις καυστικές στιγμές, μέχρι αιώνια κοινωνικά ηθικά ζητήματα της εκάστοτε κοινωνίας και τον δυναμισμό της Ευτυχίας όταν συμπαραστέκεται στους δικούς τους ανθρώπους που δεν άφηνε ποτέ από κοντά της.
Η ταινία περιέχει και την θετική και την αρνητική πλευρά της ζωής και εκτυλίσσεται σε δυο χρόνους. Το παρελθόν και το παρόν. Όπως ορίζει και η σύνοψη της ταινίας, άλλωστε: «Διάσημη στιχουργός πια, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου εμφανίζεται σε μια βραδιά που διοργανώνεται προς τιμήν της. Παρόντες όλοι οι σπουδαίοι δημιουργοί με τους οποίους έχει συνεργαστεί, εκείνης ο νους, όμως, τρέχει στο παρελθόν…» και σε αυτό το σημείο, σκηνοθετικά είναι που παρατηρώ το μόνο έντονο λάθος κατά την ταπεινή μου άποψη, στην ταινία. Υπάρχει μια υπερβολή στην συχνότητα του ήχου με το πριν και το μετά. Ο ήχος αυξομειώνεται καθώς το «παρόν» είναι μια βραδινή τελετή τιμής προς την Ευτυχία, το οποίο αν και αρχικά φαίνεται σωστό, εν τέλει προκαλεί μια σύγχυση που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Επίσης, άλλο ένα σημείο, είναι το γεγονός πως ως προς τις ηθοποιούς που ενσαρκώνουν την μια από τις κόρες της Ευτυχία, και την εγγονή, δεν βλέπουμε σε ρεαλιστικό ρυθμό την διαφορά ηλικίας τους. μοιάζουν περισσότερο σαν συνομήλικες.

Τα τραγούδια που πλαισίωσαν την ταινία, όλα τους σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, ταξιδεύουν τους παλιούς και μαθαίνουν τους νεότερους, με ιδιαίτερο τρόπο ως προς τις ερμηνείες των τραγουδιστών που επιλέχθηκαν, καθώς και στο θεματικό τραγούδι στους τίτλους αρχής, συνοδευόμενο με απίθανα εναρμονισμένα εφέ το ηθογραφικό ύφος.
Εν κατακλείδι, μια σωστά δομημένη βιογραφική δραματική ταινία για την ζωή μιας σημαντικής Ελληνίδας που ενσαρκώνει μέσα στο δίωρο πέρασμα, τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα, το μίσος, την φιλία, τον ανταγωνισμό και την προδοσία από την ίδια την κοινωνία. Μια ιστορία που δεν φοβάται να μετρήσει τους νεκρούς της και να αναμετρηθεί με τους δαίμονες της, καθώς στο τέλος, πέρα από το πάθος και το λάθος μετράει μόνο η συντροφιά και η αγάπη..!!
Σας αφήνω με ένα – από τα πολλά – συγκλονιστικά τραγούδια της ταινίας… Αφεθείτε!