
Μετά -εξαιρετικής- δυσκολίας, ο Pascal Laugier, τέσσερα χρόνια ύστερα από την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, παραθέτει στο κοινό το «Martyrs», μια από τις πιο σοκαριστικές, δύσπεπτες ταινίες του γαλλικού εξτρεμισμού και συνάμα μία από τις πιο αμφίσημες ταινίες τρόμου που κυκλοφόρησαν ποτέ. Σκοπός του, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ήταν να κάνει τους θεατές να νιώσουν αληθινό πόνο και να βιώσουν συναισθηματικά όλη του την επίγευση, πράγμα που κατάφερε και με το παραπάνω καθότι η θέασή του είναι πράγματι μαρτυρική. Έπειτα από διάσπαρτες απορρίψεις, παραγωγικής και υποκριτικής φύσεως, το αποστομωτικό του φιλμ, κάνει την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Καννών του 2008. Οι συνήθεις αντιδράσεις που έπονται του θρύλου του όπως και άλλων του είδους του, κατά τις οποίες στην καλύτερη περίπτωση ο θεατής αποχωρεί στα μέσα της ταινίας, στην προκειμένη περίπτωση θα ήταν δόκιμο να ειπωθεί ότι πρόκειται για φυσικό επόμενο, αλλά όχι ζητούμενο. Ο Laugier, συλλέγοντας ό,τι τρομακτικότερο έχει αποκομίσει από την παγκόσμια βιβλιοθήκη ταινιών τρόμου από όλες τις εποχές και όλα τα υποείδη του, σου ζητά να «μαρτυρήσεις», να υποστείς ολόκληρη την ταινία έως και το τελευταίο της βασανιστικό λεπτό, καθώς εκείνο είναι που θα σε αποζημιώσει.

Το «Martyrs» διχοτομείται σε δύο σκέλη, αμφότερα ισχυρά και «βαριά» για το στομάχι αλλά για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Το πρώτο μέρος ανοίγει με ένα νεαρό κορίτσι να ουρλιάζει δαιμονισμένα, τρέχοντας να ξεφύγει από τα χέρια των κακοποιητών του. Η νεαρή Lucie, μετά την βάναυση απαγωγή και την υποβολή της σε βασανιστήρια, καταφεύγει σε άθλια σωματική και ψυχική κατάσταση σε ένα ορφανοτροφείο, όπου θα γνωρίσει για πρώτη φορά την Anna, η οποία είναι και το αληθινό της καταφύγιο. Εκεί, θα συναντήσει και τον αργό, οδυνηρό, εσωτερικό της θάνατο. Μια αποκρουστική φιγούρα που θα την κυνηγά όλη της την ζωή, μια γυναικεία μορφή, «ντυμένη» με χιλιάδες πληγές, έχοντας πια μετατραπεί σε τέρας που στοιχειώνει το μυαλό της Lucie, διατάζοντάς την να εκδικηθεί για χάρη της. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η Lucie εισβάλλει στο σπίτι μιας οικογένειας και την ξεκληρίζει με συνοπτικές διαδικασίες, ισχυριζόμενη ότι βρήκε τους ιθύνοντες, τα ανθρωπόμορφα κτήνη που διαπράττουν αίσχη εις βάρος μικρών κοριτσιών και τα σημαδεύουν για μια ολόκληρη ζωή, ένα εκ των οποίων υπήρξε και η ίδια. Τυφλωμένη από μίσος και θυμό, δεν σταματά μέχρι να «βάψει» έως και την κρυφότερη γωνιά της οικίας κόκκινη. Πανικόβλητη, η Anna καταφτάνει στο σφαγείο και μαζεύει κακήν κακώς το μυαλό της και το χάος της Lucie, επιδιώκοντας ταυτόχρονα να την καθησυχάσει. Η Lucie όμως δεν έχει ηρεμήσει. Η εικόνα εκείνης της γυναίκας που άφησε πίσω της όταν έφυγε από τους απαγωγείς της δεν την έχει αφήσει ούτε δευτερόλεπτο. Το μυαλό της παίζει ασταμάτητα παιχνίδια και δεν προλαβαίνει κυριολεκτικά να πάρει ανάσα προτού οι δαίμονές της να την κατασπαράξουν εκ νέου. Οι τύψεις της δεν «χόρτασαν» ούτε όταν μετατράπηκε σε αδίστακτο δολοφόνο και δεν θα την εγκαταλείψουν όσες φορές κι αν επιχειρήσει να ξαναγίνει, αφού εκδίκηση δεν παίρνει από κανέναν παρά απ’ τον ίδιο της τον εαυτό. Σε μια εξωπραγματικά εντυπωσιακή χορογραφία μάχης, ο Laugier λέει την ιστορία μιας ξοφλημένης ψυχής, κατατρεγμένης από ενοχές και μολυσμένες, ανοιχτές πληγές που είναι αργά να γιατρευτούν με έναν σουρεαλιστικά πρωτότυπο τρόπο. Η μοναδική εναπομείνουσα λύση δεν είναι άλλη από τον θάνατο, έναν θάνατο που παίρνει τον ρόλο της λύτρωσης, κατά τον οποίο μαζί με ό,τι θα μπορούσε να είχε στην ζωή της η Lucie αν δεν ήταν «χαλασμένη», θα εξαλείψει επιτέλους και τον πόνο.

Στο μεταξύ, η Anna παρακολουθεί έντρομη την Lucie, λουσμένη στο αίμα. Αφότου σκοτώσει κτηνωδώς μια τυχαία οικογένεια, επιτίθεται με μανία στον εαυτό της και αυτοκτονεί μπροστά στα μάτια της, φωνάζοντας ότι κανείς δεν την καταλαβαίνει. Πασχίζοντας να την πιστέψει για ακόμη μια φορά, η Anna επιδιώκει να την αφυπνίσει και να δώσει τέλος στην παράκρουση, αλλά απευθείας από τα χέρια της «κλέβει» το βάρος της ευθύνης η Lucie, αφήνοντάς την με το χρέος παρά μόνον αυτού που είδε αλλά όχι και της δολοφονίας. Όμως, ο γολγοθάς της δεν έχει ξεκινήσει ακόμη. Στο δεύτερο κομμάτι του «Martyrs», την πρωταγωνιστική σκυτάλη παίρνει η Anna, η οποία διαπιστώνει πως η Lucie έλεγε την αλήθεια, κάτι που προδίδει η ύπαρξη μιας τερατωδώς βασανισμένης γυναίκας στο υπόγειο που στριγγλίζει για βοήθεια. Ανήμπορη να μετρήσει ένα ακόμη θύμα, η Anna απελευθερώνει την γυναίκα, αλλά αυτή λίγο αργότερα αποδεικνύει και πάλι ότι δεν έχει την δύναμη να συνεχίσει έπειτα απ’ ό,τι είδε, αφαιρώντας την ζωή της. Στο μεταξύ η νέα μας πρωταγωνίστρια σηκώνει τον δικό της προσωπικό σταυρό κι άθελά της εμπλέκεται στα δίχτυα μιας μυστικής αδελφότητας της ελίτ που εδρεύει στα έγκατα του σπιτιού που μέχρι πριν λίγα λεπτά κατοικούσε μια «αθώα» οικογένεια. Η μοίρα της εξελίσσεται αλά «Hostel» κι αυτή βρίσκεται υποσιτισμένη και καταπονημένη σε ένα υψίστης ασφαλείας μπουντρούμι, όσο την ταλανίζει το γιατί, το οποίο κανείς δεν της το απαντά. Λίγο πριν κοντέψει να «σβήσει» ακούει την φωνή της Lucie: «Πώς δεν φοβάσαι ποτέ;». Μόνο τα λόγια της την κράτησαν στην ζωή, της έδωσαν δύναμη ώστε να μπορέσει να υποστεί και το τελευταίο και σκληρότερο στάδιο της διαδρομής της, υπενθυμίζοντάς της ότι βρίσκεται εκεί για κάποιο σκοπό. Για να τον περατώσει, πρέπει απλώς να παραδοθεί. Έτσι, θα πονέσει λιγότερο.

Έπειτα από μερικά ακόμη οικτρά βασανιστήρια της Anna, η αδελφότητα συνεδριάζει για να αποδεχτεί το θαύμα. Κάτι στον εκτεταμένο εφιάλτη της Anna έχει προξενήσει δέος στην σαδομαζοχιστική ομάδα των βασανιστών της. Κάτι μεγαλειώδες έχει επέλθει από την θεϊκή της αντοχή. Έχοντας φτάσει στο σημείο του απόλυτου σωματικού πόνου, η Anna κατάφερε να αγγίξει το στάδιο της υπέρβασης. Είδε. Έφτασε τόσο κοντά στον θάνατο για να δει το μετά. Το 99λεπτο μαρτύριο μέσα από τα μάτια του οραματιστή Laugier, κλείνει με μια ιστορικής κινηματογραφικής σημασίας σκηνή που δίχασε, συγκλόνισε και έθεσε ένα στοχαστικό, φιλοσοφικό ερώτημα. Η υποκινήτρια της μυστικής κοινότητας, «Mademoiselle», πλησιάζει το πείραμά της που της ψιθυρίζει ό,τι είδε κι έπειτα, αυτοκτονεί πριν μαρτυρήσει στους υπόλοιπους αυτό που άκουσε από την Anna, αφήνοντας την απορία να ίπταται και να ερεθίζει την περιέργειά μας ως θεατών. Υπάρχει η λεγόμενη «μετά θάνατον ζωή» που η «Mademoiselle» έσπευσε να δει με τα δικά της μάτια; Υπάρχει κόλαση και παράδεισος κι αν ναι, πού κατατάσσεται η δική της (απ)ανθρώπινη ύπαρξη; Ή μήπως ήταν όλα μια βαθιά βουτιά στο κενό; Αυτοκτόνησε οδηγούμενη από την περιέργειά της να το αντικρίσει αυτοπροσώπως ή δεν άντεξε να ζήσει με το «φορτίο» αυτού που άκουσε; Τελικά, το «Martyrs» είναι μια βαθύτατα θρησκευτική ταινία ή το ακριβώς αντίθετο; Ο Pascal Laugier υποστηρίζει το πρώτο και η ιδιοφυΐα του σκηνοθετικού του ταλέντου, αποδίδει τον ψυχολογικό τρόμο όπως του αρμόζει να αποτυπωθεί. Μια σύνθεση αλληγοριών, ψυχικών διαταραχών, υπαρξιακών και θρησκευτικών ερωτημάτων, που αν έστω και θεωρητικά απαντηθούν, θα ήταν αδύνατο να υπάρξει πίστη και το «Martyrs» δεν συμμερίζεται κάτι τέτοιο. Μπορεί η Lucie να μην υπήρξε τόσο δυνατή όσο η Anna αλλά καμία εκ των δύο δεν έχασε την πίστη της.

Στο πρώτο μέρος της ταινίας γινόμαστε μάρτυρες της «Οδύσσειας» μιας γυναίκας που τα χιλιόμετρα της ενηλικίωσής της δεν έχουν διανυθεί πλήρως, ενώ η παιδική της ηλικία πόρρω απέχει από την αγάπη και την οικογενειακή συνοχή. Με μια σπαρακτική αναδρομή μέσω ενός ντοκιμαντερίστικου βίντεο αμοντάριστου υλικού των παιδικών της χρόνων, το «πρώτο act» ολοκληρώνεται με την ωριμότερη Lucie να μην έχει ξεπεράσει το παρελθόν της ούτε στο ελάχιστο. Κατά το δεύτερο κομμάτι του «Martyrs», η ιστορία των δύο κοριτσιών συγκλίνει και τέλος μετατρέπεται σε κάτι πανανθρώπινο, μια πτυχή της πνευματικής μας αναζήτησης που ρημάζει την ψυχραιμία μας αλλά καλλιεργεί την ανάγκη να διερευνήσουμε την έννοια της πίστης, σε ό,τι κι αν αυτή υπάγεται. Το «Martyrs» επιβεβαιώνει με τον θρύλο αλλά και την ίδια του την υπόσταση ότι δεν είναι ένα έργο που μπορούν όλοι να «χωνέψουν» και δεν θα έπρεπε να είναι. Είναι όμως, ένα που πολλοί τρέμουν αλλά μπαίνουν στον πειρασμό να δουν. Κι αν το κάνουν δεν υπάρχει γυρισμός…
Etienne, μπορούσες ποτέ να φανταστείς τι υπάρχει μετά τον θάνατο; Συνέχισε να αμφιβάλεις!
-Mademoiselle
Δείτε το trailer της ταινίας εδώ: