Στην Ελλάδα του 2019 οι μαθητές κάνουν κατάληψη για να διώξουν έναν συμμαθητή τους. Κάλλιστα αυτό θα μπορούσε να αποτελεί και τον τίτλο του παρόντος κειμένου. Και αυτό γιατί πράγματι περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο την κατάσταση στο 2ο Γυμνάσιο Καλαμαριάς.
Στο σχολείο αυτό, λοιπόν, το 15μελές μαθητικό συμβούλιο αποφάσισε την έναρξη καταλήψεων μέχρι να απομακρυνθεί από τον χώρο του σχολείου ένα συμμαθητής τους με εκ γενετής ιατρικό πρόβλημα. Ναι καλά διαβάσατε, μαθητές Γυμνασίου αποφάσισαν κατάληψη όχι για τη δομή του εκπαιδευτικού συστήματος που αντί να δημιουργεί ολοκληρωμένες προσωπικότητες παράγει μελλοντικούς εργαζόμενους, όχι γιατί λαμβάνουν μια εκπαίδευση πολλές φορές αγωνιώντας για το πότε θα παραλάβουν τα σχολικά εγχειρίδια με συχνές ελλείψεις καθηγητών και σε κατώτερες των περιστάσεων υποδομές, ούτε καν και για τον ρόλο του πειραματόζωου που κατέχουν στον κυκλώνα από απανωτές μεταρρυθμίσεις στον χώρο της εκπαίδευσης. Αποφάσισαν να προχωρήσουν σε κατάληψη για να αποβληθεί ένα ήδη απομονωμένο παιδί το οποίο αντιμετωπίζει από τη γέννηση του προβλήματα διαταραχής στη συμπεριφορά του.
Στην προσπάθεια εύρεσης της απαρχής του φαινομένου ένα ερώτημα που αγγίζει τα όρια της αμφιβολίας στροβιλίζει τις σκέψεις. Αυτό δεν είναι άλλο από το πως να κατηγορήσει κανείς 12χρονα παιδιά για ρατσιστική συμπεριφορά. Στο σημείο αυτό εύλογα αρχίζει μια αναζήτηση της ρίζας του φαινομένου αυτού. Η απάντηση λανθάνει και με μια διαφορετική ανάγνωση της είδησης εντοπίζεται στα πρότυπα με τα οποία μεγάλωσαν και εξακολουθούν να μεγαλώνουν τα συγκεκριμένα παιδιά.
Πιο συγκεκριμένα η αρχή της εφηβείας αποτελεί την κατεξοχήν ηλικία της κοινωνικοποίησης του ατόμου της οποίας ένα από τα βασικότερα μέσα είναι ο έντονος μιμητισμός και η υιοθέτηση των προβαλλόμενων προτύπων συμπεριφοράς. Τα κυριότερα πρότυπα συμπεριφοράς που προβάλλονται σε ένα παιδί στην αρχή της εφηβικής του ζωής προέρχονται από τους γονείς και από τα ευρύτερα κοινωνικά ερεθίσματα με τα οποία έρχεται σε επαφή το παιδί. Σε μια προσπάθεια να ανατρέξουμε σε πρόσφατα γεγονότα σχετικά είτε την δράση γονέων είτε με εξελίξεις στον δημόσιο βίο, οι αναμνήσεις δεν είναι τόσο ενθαρρυντικές. Εμβαθύνοντας, ποιος άραγε μπορεί να ξεχάσει τις ρατσιστικές εκδηλώσεις μίσους γονέων των παιδιών του 6ου Δημοτικού σχολείου Λαμίας για να μην ξεκινήσουν μαθήματα στο σχολείο τα προσφυγόπουλα; Ποιος μπορεί να αφήσει να ξεθωριάσουν στη μνήμη του οι αναμνήσεις από τα πρόσφατα γεγονότα στη Χίο όταν γονείς απέστειλαν εξώδικο στο σχολείο απαιτώντας την διακοπή της φοίτησης σε αυτό των νεαρών προσφυγόπουλων. Ταυτόχρονα όμως τα παιδιά του 2ου Γυμνασίου Καλαμαριάς, μεγαλώνουν σε ένα κόσμο που με τη πρώτη ευκαιρία πολεμά κάθε τι διαφορετικό.
Η αναδρομή σταματά στο θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου. Ο Ζακ ήταν ακτιβιστής της LGBTQ κοινότητας. Φέρονταν εγκλωβισμένος στη τζαμαρία ενός κοσμηματοπωλείου την οποία ο ιδιοκτήτης και ο φίλος του χτυπούσαν με μανία. Ο Ζακ ήταν λιπόθυμος όταν οι 4 αστυνομικοί τον κλωτσούσαν για να του βάλουν χειροπέδες. Ο Ζακ άφησε τη τελευταία του πνοή σε εκείνο το πεζοδρόμιο στη Κάνιγγος. Και η μνήμη του σπιλώνεται ακόμα μέρα με τη μέρα από μία κοινωνία εγκλωβισμένη σε οθόνες, πληκτρολόγια και απάθεια αναζητώντας με μανία εξιλαστήρια θύματα για τα ξεσπάσματά της πριν επιστρέψει στην κανονικότητα της καθημερινότητας της. Φυσικά οποιαδήποτε γενίκευση θα ήταν άστοχη καθώς υπάρχουν αξιοσημείωτα παραδείγματα υποδειγματικής κοινωνικής συμπεριφοράς και αλληλεγγύης τα οποία όμως συχνά δεν προβάλλονται με τον ίδιο τρόπο στο ευρύ κοινό.
Επιστρέφοντας στο βασικό μας θέμα, στο σημείο αυτό πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι θα ήταν μέγιστο λάθος η αμφισβήτηση του προβλήματος καθώς η συνειδητοποίησή του συνιστά και τη μισή του λύση. Πρόβλημα υπάρχει καθώς μια κοινωνική ομάδα δεν μπορεί να συνυπάρξει αρμονικά, παιδιά του σχολείου δεν νιώθουν ασφαλείς σε ένα περιβάλλον που από τα κυριότερα μελήματά του είναι η ασφάλεια. Δεν είμαι γονέας αλλά θεωρώ πως μπορώ έστω να προσεγγίσω το συναίσθημα να στέλνει κανείς το παιδί του στο σχολείο και να αγωνιά για την ασφάλειά του. Το ζήτημα που τίθεται, αφορά τη επίλυση του προβλήματος αυτού κι όπως σε κάθε περίπτωση υπάρχουν δύο δρόμοι. Ο εύκολος και βατός και ο δύσκολος και δύσβατος. Ο εύκολος είναι η απόφαση για την αποβολή του παιδιού και η κατ’ επέκταση μετάθεση του προβλήματος για κάποιον άλλο. Ο δύσκολος είναι η παροχή κάθε είδους βοήθειας στο παιδί που με ιατρική γνωμάτευση δεν οφείλει να παρακολουθεί μαθήματα σε σχολείο για παιδιά με ειδικές ικανότητες. Η παροχή της βοήθειας αυτής θα σηματοδοτούσε την αναπροσαρμογή του ρόλου του σχολείου και τη ριζική μεταβολή του σε ένα σχολείο ίσων ευκαιριών, συνεργασίας και αλληλεγγύης με δημιουργικό και υποστηρικτικό χαρακτήρα που θα εμπνέει τα πνεύματα των μαθητών του, θα καλλιεργεί την προσωπικότητα και θα προάγει τη διαφορετικότητα και τον σεβασμό σε αυτή.
Ο 12χρονος μαθητής σύμφωνα με τα όσα έγιναν γνωστά εμφάνιζε επιθετικότητα και απομονώθηκε από τους ήπιους, ήταν αντικοινωνικός και είδε μαζί με την οικογένειά του το όνομα του αναρτημένο από τους κοινωνικούς να διαπομπεύεται στα κάγκελα ενός σχολείου. Ένιωσε να είναι το πρόβλημα σε μια σχολική κοινότητα αλλά παράλληλα έφερε στην επιφάνεια ένα ακόμη από τα πολυάριθμα χρόνια προβλήματα του Ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Γιατί πράγματι όταν η μικρογραφία της κοινωνίας αποβάλλει το, κατ΄εκείνη, διαφορετικό επειδή αδυνατεί να το διαχειριστεί τότε κανένας δεν μπορεί να ελπίζει σε μια μελλοντική κοινωνία της προόδου και της ανεκτικότητας, της διαφορετικότητας και των ευκαιριών.
Πριν όμως φτάσουμε σε σημείο να συνειδητοποιήσουμε πόσο θλιβερό είναι να χαθεί η πίστη σε ένα καλύτερο μέλλον και κατ΄επέκταση η ελπίδα για το αύριο, οφείλουμε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας ως ενεργά μέλη της κοινωνίας. Οφείλουμε ο καθένας ξεχωριστά να απαντήσουμε στο κρίσιμο ζήτημα που αφορά το σχολείο που θέλουμε, να προετοιμάζει τους αυριανούς νέους και να διεκδικήσουμε την κοινωνία στην οποία θέλουμε να ζούμε.