Δύο εβδομάδες πριν αν ρωτούσατε έναν οικονομικό αναλυτή θα σας έλεγε ότι ο μεγαλύτερος φόβος των επενδυτών και τον διαχειριστών κεφαλαίων ήταν ο εφησυχασμός.
Η φορολογική μεταρρύθμιση και η μεγαλύτερη ελευθερία στις αγορές από τον πρόεδρο Trump εκτίνασσαν τους χρηματιστηριακούς δείκτες στις Η.Π.Α. Όλες οι μεγάλες χώρες του κόσμου αναπτύσσονταν. Οι άρχοντες του χρήματος διαβεβαίωναν ότι το χειρότερο σενάριο θα ήταν εάν οι επενδυτές, πιστεύοντας ότι έχουν δαμαστεί οι απειλές της αγοράς, προέβαιναν σε παρακινδυνευμένες επενδύσεις υψηλού ρίσκου.
Την εβδομάδα που διανύσαμε όμως, σημαντική πτώση σημειώθηκε στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές με τον αμερικανικό δείκτη S&P 500 να χάνει 5,4% στις τελευταίες έξι συνεδριάσεις έως και την Παρασκευή 9/2 που σημειώθηκε μια άνοδος στις τιμές των μετοχών του Dow Jones (το άρθρο γράφτηκε το Σάββατο 10/2). Οι μαζικές πωλήσεις στις διεθνείς χρηματαγορές ξεκίνησαν την προηγούμενη Παρασκευή, πυροδοτούμενες από την σημαντική άνοδο των αμερικανικών κυβερνητικών ομολόγων.

Εδώ πρέπει να αναφερθούμε σε δύο επιφανείς οικονομολόγους τον Robert Shiller και τον Paul Samuelson. Ο πρώτος, το 1987 που σημειώθηκε κραχ στο αμερικανικό χρηματιστήριο, έκανε μια επιτόπια έρευνα για να μελετήσει τα κίνητρα των επενδυτών. Αυτό που αποδείχθηκε ήταν ότι οι επενδυτές αυτοεκπλήρωσαν την προφητεία τους και αντέδρασαν υπό το κράτος πανικού τον οποίο ανέμεναν. Δεν είχαν κυκλοφορήσει ειδήσεις που θα τους ανάγκαζαν να πουλήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Απλά άρχισαν να πωλούν γιατί πωλούν και οι υπόλοιποι. Ο δεύτερος (Samuelson), είχε αναφέρει ότι το χρηματιστήριο είχε καταφέρει να προβλέψει εννέα από τις πέντε τελευταίες περιόδους ύφεσης.
Τί συνέβει όμως στην δική μας περίπτωση;
Καταλυτικός παράγοντας ήταν η αυξανόμενη ανησυχία για τον πληθωρισμό, που δημιουργήθηκε από τα στοιχεία για την αγορά εργασίας των Η.Π.Α. τα οποία δημοσιεύθηκαν την προηγούμενη Παρασκευή. Βασικά σημεία ήταν η επιτάχυνση της αύξησης των μισθών στο 2,9%, η υψηλότερη από το 2009 και το ποσοστό ανεργίας που παρέμεινε σε χαμηλό 17ετίας στο 4,1%.
Ακόμα, οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο οδηγούν προς το τέλος την απεριόριστη προσφορά χρήματος. Ως αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά θα πρέπει να πληρώσουν πιο ακριβά για να δανειστούν. Οι επενδυτές αντιλαμβανόμενοι αυτή την νέα πραγματικότητα συμπέραναν ότι τα επιτόκια θα αυξηθούν ταχύτερα από τις προβλέψεις και αυτό θα συμβεί σίγουρα στις Η.Π.Α. και πιθανόν και στην Ευρώπη και την Ασία. Οπότε οι επενδυτές αποτραβήχτηκαν από τις μετοχές και εμπιστεύτηκαν τα κεφάλαια τους σε πιο ασφαλή προϊόντα όπως τα ομόλογα και το ρευστό χρήμα. Έτσι δημιουργήθηκαν οι βίαιες διακυμάνσεις σε μετοχές και ομόλογα από την Νέα Υόρκη μέχρι το Λονδίνο και το Τόκιο.
Η ανησυχία μπορεί να ξεκίνησε στις Η.Π.Α. αλλά στην συνέχεια επεκτάθηκε παντού όπου τα χρήματα αλλάζουν χέρια. «Η πορεία της αμερικανικής οικονομίας επηρεάζει σε μέγιστο βαθμό τις οικονομίες του πλανήτη. Οπότε εάν στη συγκεκριμένη αγορά, τη μεγαλύτερη παγκοσμίως, γίνονται μαζικές πωλήσεις, επηρεάζονται οι επενδυτές και γίνονται επιφυλακτικοί στην ανάληψη κινδύνου», επισημαίνει ο Γκαρόβ Σαρόλιγια, διευθυντής διεθνούς μακροοικονομικής στρατηγικής της Oxford Economics στο Λονδίνο.
Με βάση τα δεδομένα για την εργασία τα οποία δημοσιεύτηκαν στις Η.Π.Α., η αμερικανική οικονομία πλησιάζει το επίπεδο πλήρους απασχόλησης. Ακόμα, οι εργαζόμενοι δεν φοβούνται να αφήσουν την δουλειά τους που σημαίνει ότι είναι αρκετά σίγουροι ότι μπορούν να βρουν μία άλλη αρκετά γρήγορα. Αυτά αποτελούν καλά νέα για τους εργαζόμενους και την οικονομία των Η.Π.Α. αλλά ταυτόχρονα αυτό σημαίνει ότι η μεγέθυνση της οικονομίας δεν μπορεί να προέλθει από την επιστροφή των ανέργων στην αγορά εργασίας. Αυτό συνεπάγεται ότι για να αναπτυχθεί η οικονομία ή θα πρέπει να δημιουργηθεί περισσότερο εργατικό δυναμικό ή να αυξηθεί η παραγωγικότητα (η παραγόμενη ποσότητα προϊόντος ανά εργαζόμενο). Οι έρευνες δείχνουν όμως ότι η βελτίωση της παραγωγικότητας είναι πολύ χαμηλή.
Τα παραπάνω δεδομένα μας δείχνουν ότι για την επόμενη δεκαετία ο ρυθμός ανάπτυξης των Η.Π.Α. θα μειωθεί. Βάσει διαφόρων εκτιμήσεων, υπολογίζεται ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι γύρω στο 1,5% το μισό απ’ ό τι υπόσχεται ο πρόεδρος Tump. Το ερώτημα είναι ποιες συνέπειες μπορεί να έχει αυτή η μείωση του ρυθμού ανάπτυξης στις οικονομίες του υπόλοιπου πλανήτη.