Αυγερινός
Φάρμα-κτήμα. Κτήμα-Φάρμα. Φάρμα-κτήμα…. Αμπελώνας! Συγκλονιστηκά περίγυρα δρόμου! Πες μου, από πότε είχατε τόσο μεγάλο πρωτογενή τομέα; Η Εύα μου είπε ότι τα περισσότερα από δαύτα δεν λειτουργούν κανονικά αλλά χρησιμοποιούνται για γλέντια γάμων, πράγμα που δεν αλλάζει τον τομέα παραγωγής. Κτηνοτροφία δεν θεωρούνται οι γάμοι; Χαχα! Κατάλαβες; Είναι αστείο, επειδή υπονοώ ότι όσοι παντρεύονται είναι ζώα! Που τα σκέφτομαι ώρες-ώρες. Θα έπρεπε να τα γράφω κάπου, θα μπορούσαν να κάνουν μεγάλο σουξέ.
Βέβαια θα με ρωτήσεις, “Που”; Πρέπει να επιστρέψω στην Κόλαση. Δεν φημιζόμαστε για τα Όπεν-Μάικ μας. Γιατί όμως όχι; Ποιος λέει ότι δεν μπορώ να οργανώσω ένα; Είμαι ή δεν είμαι ο άρχοντας της Κολάσεως; Είμαι σίγουρος πως, με λίγη δουλειά, το αστείο που μόλις σκέφτηκα θα έκανε μεγάλη επιτυχία με συγκεκριμένα δημογραφικά. Συζυγοκτόνους, αντροχωρίστρες, το 70% όλων των παντρεμένων που πρόλαβαν να φτάσουν τα εξήντα πριν βρουν φρικτό τέλος στη μία ζωή και ακόμη φρικτότερη αρχή στην άλλη…
Πλάκα-πλάκα, πόσο ήσουν πριν πεθάνεις; Να ξέρεις, δεν φαίνεσαι ούτε μέρα μεγαλύτερος από την τελευταία σου. Ή μήπως το σωστό είναι “μεγαλύτερη”; Συγγνώμη, δεν είμαι απολύτως σίγουρος τι είσαι. Συμβαίνει, όταν έχεις περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής σου σε πραγματικότητες όπου κοινωνιοβιολογικοί παράγοντες δεν έχουν σημασία. Δεν έχει πλέον νόημα τι είσαι. Γιατί δεν είσαι πια αυτό. Είσαι νεκρός!
Ξέρεις όμως ποιο είναι το πρόβλημα με αυτό; Με το ότι, για τώρα, δεν είσαι παρά ένας σιωπηλός επιβάτης χωρίς υλική υπόσταση. Δεν μπορώ να ασχοληθώ μαζί σου. Όχι όσο θα ήθελα. Όχι αρκετά για να εμποδίσω το τεραστίων διαστάσεων μυαλό μου από το να σκέφτεται.
Όχι βέβαια ότι σκέφτεται κάτι που δεν θα έπρεπε. Όχι. Φυσικά και όχι! Δεν προσπαθώ να αγνοήσω χιλιάδες φωνές όμοιες με την δική μου που μου λένε να παρατήσω την μικρή, να στείλω την ανθρωπότητα κάπου αλλού πέρα από εμένα, να αφήσω τις πύλες της Κολάσεως να ξεχειλίσουν στα όνειρα των θνητών και να πάω στον Νότιο Πόλο να αράξω με τους πιγκουίνους επειδή τους είναι από κατασκευής αδύνατο να γονατίσουν…. Όχι, δεν είμαι κουρασμένος. Οι θνητοί δεν με κουράζουν. Δεν με κουράζουν επειδή τους καταλαβαίνω. Δεν με κουράζουν επειδή βαθιά μες στην ψυχή τους κανείς τους δεν είναι απόλυτα καλός ή κακός. Δεν με κουράζουν επειδή είναι άνθρωποι…
Εύα
Δεν μου αρέσει, όταν είναι σιωπηλός. Σημαίνει ότι σκέφτεται. Τι να σκέφτεται άραγε ο Διάβολος; Δεν ξέρω, αυτός όμως ξέρει τι σκέφτομαι εγώ. Πρέπει να σκέφτομαι πιο σιγά.
Ωραία Εύα, μπλόκαρες το άμεσο διάβασμα μυαλού. Τώρα τι; Τι ακριβώς θες να σκεφτείς; Τι ακριβώς κάνεις; Βγήκες να πάρεις λίγο χόρτο και κατέληξες σε ένα αρχαίο αμάξι, με τον Διάβολο τον ίδιο, να πηγαίνεις για πρωινό.
Ακούγεται ελαφρώς σουρεαλιστικό, δεν είναι όμως και τόσο άσχημο. Έχω ένα κενό στο στομάχι μου. Θα ήθελα κάτι γλυκό, όχι όμως που να λιγώνει. Κάτι που μπορεί να με χορτάσει. Να με κρατήσει μέχρι το μεσημέρι.
Γιατί; Τι θα κάνεις μέχρι το μεσημέρι; Θα τον βοηθήσεις να πάρει πίσω τα κλειδιά του; Ωραία, βρίσκετε τα κλειδιά και σταματάτε το όλο “Νεκροί εγκληματίες κόβουν βόλτες σε όνειρά”. Μετά τι;
Είναι ανάγκη να σκεφτώ τo μετά, πέρα από το πρωινό; Περνάω καλά. Δεν μπορώ για μια φορά να μείνω στο τώρα;
Έχεις μείνει στο τώρα εδώ και δεκαεφτά χρόνια. Πόσο ακόμα Εύα; Σκέψου λίγο. Σκέψου τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή, μιας και σου αρέσει τόσο το τώρα. Σκέψου αυτόν που κάθεται δίπλα σου. Τον οδηγείς στο να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει. Το καθήκον του! Κατά κάποιον τρόπο, σου χρωστάει. Τίποτα δεν είναι τζάμπα σε αυτή τη ζωή και, απ’ ότι φαίνεται, ούτε στην άλλη. Σκέψου, τι θα μπορούσε να κάνει ο Διάβολος για εσένα;
«Προς το παρών, να σου πάρει πρωινό»
«Σκατά…»
«Σκέφτηκες χαμηλότερα για τρεις λέξεις και νόμιζες ότι δεν θα μπορούσα πλέον να ακούω;»
«Όταν σκεφτόμουν χαμηλά, δεν μπορούσα εγώ καλά-καλά να με ακούσω…»
«Θορυβώδες μυαλό. Πρέπει να το προσέξεις.»
«Θα προτιμούσα όχι.»
«Όλοι μας. Δεν έχει σημασία όμως τι θέλεις να κάνεις, αλλά τι πρέπει να κάνεις.»
«Κι αν πρέπει να κάνω αυτό που θέλω να κάνω;»
«Δεν έχει διαφορά απ’ το να θέλεις να κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις.»
«Ξέρεις τι θέλω;»
«Είμαι ο Διάβολος, ξέρω τι θέλετε όλοι σας. Κρέπες;»
«Κρέπες.»
Αυγερινός
«Κρεπερί: Το σύμπαν. Φιλόδοξο όνομα για μέρος που πουλάει ζυμάρι γεμισμένο με πράγματα.»
«Αν μου επιτρέπεις… Είναι επειδή οι κρέπες μοιάζουν με ιπτάμενους δίσκους. Ή μήπως οι ιπτάμενοι δίσκοι μοιάζουν με κρέπες;»
«Συγγνώμη;»
«Γιατί, τι έκανες;»
«Τι… Δεν μοιάζουν με ιπτάμενους δίσκους αφού τις τυλίξεις.»
«Χα! Αυτό ακριβώς θα έλεγε κάποιος που… έχει δίκιο. Ω, που να πάρει! Δεν το είχα σκεφτεί αυτό…»
«Απ’ ότι καταλαβαίνω είστε του μαγαζιού. Θα μπορούσα να παραγγείλω;»
«Θα μπορούσες να εμφανιστείς μία εβδομάδα νωρίτερα; Άλλαξα το μαγαζί από σουβλακερί σε κρεπερί μόνο και μόνο λόγο αυτής της σκέψης και τώρα μου λες ότι δεν βγάζει νόημα;»
«Ελάχιστα πράγματα βγάζουν νόημα. Θέλω δύο…»
«Και αν το καλοσκεφτείς, και οι πίτες μοιάζουν με ιπτάμενους δίσκους πριν τις τυλίξεις. Το ίδιο και οι Τορτίγιες… Λες αυτή να είναι η λύση; Ότι πουλάω να το πουλάω ατύλιχτο; Να ανοίξω την πρώτη αποδομένη Σουβλακό-Κρεπο-Μεξικανικοκερή;»
«Για όνομα του μπαμπά… Πως σε λένε;»
“Ευγενήμονα. Οι φίλοι με φωνάζουν Νέμο.”
«Αυγερινός, δεν έχω φίλους. Βλέπεις το κορίτσι που κάθεται σε εκείνο το τραπέζι;»
«Δίπλα από το ψυγείο;»
«Ναι.»
«Προσπαθώ να μην κοιτάω προς τα εκεί. Ολοκαίνουριο ψυγείο και ξέρεις τι έπαθε;»
«Δεν θέλω να ξέρω! Αυτό που θέλω όμως εσύ να ξέρεις είναι ότι είναι ορφανή και εγώ είμαι… Κοινωνικός λειτουργός! Την επιστρέφω στο ορφανοτροφείο, μετά από μία αποτυχημένη συνάντηση με υποψήφιους κηδεμόνες και είναι πολύ θλιμμένη. Σκέφτηκα πως μία κρεπούλα θα την βοηθούσε λίγο με την πίκρα που πήρε. Οπότε, αν έχεις την καλοσύνη, θα μπορούσα να παραγγείλω;»
«Συγγνώμη, παραφέρομαι μερικές φορές… Ότι πάρεις είναι στο μαγαζί.»
«Ευχαριστώ Νέμο.»
Εύα
«Ποιο είναι λοιπόν το σχέδιο;»
«Να μην πάθουμε διαβήτη. Πράγμα που θα ήταν επίτευγμα για κάποιον σαν εμένα, αλλά φαίνεται αφάνταστα εφικτό αυτή τη στιγμή. Σοκολάτα, μπισκότο, πραλίνα, καραμέλα…»
«Και μπανάνα.»
«Πίστεψέ με, ένα φρουτάκι δεν θα σε σώσει.»
«Ναι, μόνο ο πατέρας σου μπορεί να το κάνει αυτό. Λοιπόν;»
«Λοιπόν τί;»
«Τι κάνουμε; Πως βρίσκουμε τα κλειδιά;»
«Σου είπα, δεν χρειάζεται να τα βρούμε, ξέρω που είναι.»
«Οκ, που είναι;»
“Τα έχει μία γυναίκα.”
“Μία γυναίκα” δεν είναι μέρος…
«Οκ, που είναι αυτή η γυναίκα;»
«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα.»
Σκατά…
«Άρα δεν ξέρεις που είναι τα κλειδιά, αλλά ποιος έχει τα κλειδιά.»
«Ναι… Μάλλον. Αν τα έχει ακόμα αυτή.»
Όπα, τι;
«Αν είναι τόσο σημαντικά, δεν πιστεύω πως θα τα έδινε σε όποιον κι όποιον.»
«Είναι από τα σημαντικότερα αντικείμενα της δημιουργίας, αλλά δεν το ξέρει.»
ΟΠΑ, ΤΙ;
«Πως… Δεν… Μπορείς να μπεις σε λίγο περισσότερες λεπτομερείς;»
«Έδωσα τα κλειδιά της Κολάσεως σε μια γυναίκα, που δεν είχα συναντήσει ποτέ πριν, ενώ είχαν τη μορφή μιας πεντάλφας και λέγοντάς της να φύγει και να μην κοιτάξει ποτέ πίσω της!»
Είσαι ο Διάβολος, δεν μπορεί να είσαι τόσο χαζός!
«… Είναι κάποιου είδους παρομοίωση αυτό;»
«Όχι! Είναι ακριβώς το τι έκανα… Προς υπεράσπισή μου, ούτε εγώ ήξερα πως η πεντάλφα ήταν τα κλειδιά. Ήθελα απλώς να την βοηθήσω. Πίστευε ότι δεν είχε άλλη επιλογή, πέρα από την κατάσταση στην οποία βρισκόταν, όποτε τις έδωσα κάτι άλλο στο οποίο μπορεί να πιστέψει. Ένα καλύτερο μέλλον κι ένα σύμβολο του μέλλοντος αυτού. Είναι η κλασική μου κίνηση.»
Θα τον έστελνα στον εαυτό του, αλλά… Όσο ηλίθιο κι αν ήταν αυτό που έκανε, το έκανε υπό άγνοιά του και για να βοηθήσει κάποιον σε ανάγκη. Κοίτα να δεις που η αδυναμία του Διαβόλου είναι η καλή του καρδιά…
«Θα σε παρακαλούσα να μην με απλοποιείς με τέτοιο τρόπο. Το βρίσκω προσβλητικό και δεν θα το έκανα ποτέ σε εσένα.»
Σόρρυ…
«Μπορεί να σκέφτεσαι πριν μιλήσεις, αλλά με εμένα αυτό δεν είναι αρκετό. Ξέρω πάντα τι θέλεις να πεις και τι εννοείς όταν λες κάτι άλλο.»
«Καλώς. Ποιο είναι λοιπόν το σχέδιο;»
«Εξαρτάται για το ποιο σχέδιο μιλάμε. Το δικό μου; Σε στάδιο workshop. Εκείνη η αισχρή μουτζούρα στις τουαλέτες, κάτω από ένα τηλέφωνο; Ασχολίαστη. Το μεγάλο σχέδιο; Εντελώς ακατανόητο σε οποιονδήποτε πέρα του…»
Ω που να σε πάρει…
«Αυγερινέ!»
«Έχεις μία τάση να διακόπτεις τους κωμικούς μονολόγους μου. Δίκαιο, από τη στιγμή που εγώ διακόπτω τους εσωτερικούς σχολιασμούς σου.»
«Σκάσε και κοίτα στο ταμείο.»
«Ω που να σε πάρω… Αυτή είναι, η γυναίκα!»
«Και δίνει την πεντάλφα στον περίεργο μαγαζάτορα…»
Νέμο
«Θα πρέπει να με συγχωρέσετε, καλή μου κυρία, αλλά δεν μπορείτε να πληρώσετε με… Πίζα!»
«Έστω πίτσα. Ότι έχετε. Πεθαίνω της πείνας!»
«Αυτό που κρατάτε… Μου έμοιαζε με κάτι άλλο, αλλά τώρα που το βλέπω καθαρά… Είναι ξεκάθαρα ο πύργος της Πίζας! Είναι η απάντηση στο τι πρέπει να κάνω. Πρέπει να ανοίξω πιτσαρία!»
«Νέμο! Μην το αγγίξεις!»
«Δεν μπορώ! Δεν μπορώ να αγνοήσω τα σημάδια του σύμπαντος. Δεν μπορώ να αρνηθώ την πληρωμή. Δεν μπορώ παρά να θαυμάσω το πως όλα συνδέονται!»