Εύα
Τι του συμβαίνει;
«Νέμο! Νέμο, κοίτα με. Εμένα κοίτα, όχι τα κλειδιά… Τον πύργο. Αυτό που έχεις στο χέρι σου τέλος πάντων!»
Μοιάζει να έχει παγώσει.
«Νέμο, αντιστάσου! Άπλωσε το χέρι σου προς το δικό μου και δώσε μου αυτό που κρατάς!»
Τα κλειδιά μοιάζουν με μινιατούρα του πύργου της Πίζας, αλλά εκείνος τα κοιτάζει σαν να είναι κάτι άλλο. Κάτι φρικτό…
«Είναι πολύ αργά… Νέμο, μίλησέ μου. Τι βλέπεις;»
«Βλέπω εμένα…»
«Καλυμμένο με σφήκες; Στον πάτο της θάλασσας; Σε συναυλία του Σφακιανάκη;»
«Όχι… Εμένα… Μόνο εμένα…»
«Δεν καταλαβαίνω».
Καταλαβαίνω εγώ… «Αυγερινέ;»
«Η διαδικασία έχει αρχίσει, φοβάμαι πως δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Είναι μόνος του».
«Όχι δεν είναι. Απλά κάνε άκρη, θέλω να του μιλήσω».
«Μόνος… είμαι μόνος».
«Σε λένε Νέμο, σωστά; Πρώτα απ’ όλα, γειά σου. Είμαι η Εύα, δεν έχουμε συστηθεί. Δεύτερον, αυτός δεν είναι κοινωνικός λειτουργός, είναι ο Διάβολος. Τρίτον, αυτό που κρατάς δεν ο πύργος της Πίζας, είναι τα κλειδιά της Κολάσεως. Αν ο Αυγερινός μου είπε αλήθεια, πράγμα που λογικά έκανε μιας και είναι μεγάλος της φαν, οτιδήποτε κι αν βλέπεις αυτή τη στιγμή δεν είναι αλήθεια. Μπορεί να μην σε ξέρω, αλλά ξέρω ένα πράγμα. Κανείς δεν είναι μόνος, όχι πραγματικά. Έχεις κάθε δικαίωμα να μην με πιστέψεις, αλλά εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι που νοιάζονται ή θα νοιαστούν για ‘σένα. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να τους βρες ή, ίσως ευκολότερο, να τους αφήσεις να σε βρουν».
Ο Αυγερινός πλησιάζει, φαίνεται πως έπιασε το νόημα.
«Νέμο, νομίζω πως ξεκινήσαμε με το αριστερό. Επίτρεψέ μου να συστηθώ επίσης. Αυγερινός, ερασιτέχνης κωμικός και άρχων της Κολάσεως. Θα ήταν χαρά μου να είμαι φίλος σου, το ίδιο και της Εύας. Δως μου το χέρι σου!»
Παίρνει τα μάτια του από τον πύργο. Λες να δούλεψε;
«Σφίξε το χέρι του νέου σου φίλου!»
Σε παρακαλώ, άφησε το…
«Άσε με να περιμένω λίγο ακόμα και θα αρχίσω να πιστεύω πως δεν με θες για φίλο σου…»
Απλώνει το χέρι του!
«Λίγο ακόμα Νέμο…»
Τα δάχτυλά του χαλαρώνουν.
«Έτσι, άνοιξε την παλάμη σου!»
Ο πύργος γλιστράει από το χέρι του…
«Χαίρομαι που σε γνωρίζω Νέμο!»
Πέφτει στο πάτωμα, τώρα είναι ευκαιρία σου Εύα!
«Νέμο; Με ακούς;»
«Δυνατά και καθαρά… σύνδεση επιτυχής! Συγνώμη γι’ αυτό, δεν ξέρω τι με έπιασε. Η γυναίκα, που είναι; Ξέχασε την πεντάλφα της. Όχι… Τον πύργο της. Όχι… Το σκισμένο κομμάτι χαρτιού της;»
«Το ποιο; Ω όχι… ΕΥΑ ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ!»
Κράτα τον πύργο σφιχτά Εύα! Κράτα τον κι ας μην μοιάζει πια με πύργο. Κράτα το κι ας είναι πιά ένα απλό κομμάτι χαρτί που γράφει: Την λένε Εύα. Παρακαλώ φροντίστε την.
Αυγερινός
«Εύα! Εύα με ακούς; Γιατί; Γιατί π’ ανάθεμά σε! Γιατί δεν μπορείτε ποτέ να αντισταθείτε…»
«Τι έπαθε;»
«Το ίδιο με ‘σένα.»
«Βλέπει κι αυτή πως είναι μόνη;»
«Όχι… Μπορεί… Δεν ξέρω!»
«Μπορείς να την βοηθήσεις, σωστά; Όπως βοήθησες και εμένα! Ή χρειάζεστε και οι δύο; Αν χρειάζεται δύο άτομα προσφέρομαι να βοηθήσω!»
«Σιωπή!»
«Συγγνώμη…»
«Όχι εσύ, αυτή. Δεν ακούω το μυαλό της. Δεν ακούω τίποτα…»
Εύα
Γεια σου Εύα.
Τι κάνεις Εύα;
Καλησπέρα Εύα.
Πως είσαι Εύα;
Γεια σου φωνή. Είμαι… Είμαι όπως είμαι.
Πως είναι αυτό Εύα;
Είναι ωραίο Εύα;
Είναι χάλια Εύα;
Είναι Εύα-Εύα;
Θα σου έλεγα να σκάσεις, αλλά ξέρω ότι δεν θα το κάνεις. Δεν το κάνεις και ποτέ… Λοιπόν; Πού είναι; Τα γαμώκλειδα, σου δείχνουν τον φόβο σου, σωστά; Μπορεί λοιπόν ο φόβος μου να μου κάνει την τιμή να εμφανιστεί; Είμαι έτοιμη, ο Αυγερινός μού τα είπε όλα. Τελικά είναι το τυχερό μου αστέρι, μου δίνει την ευκαιρία για μία ευχή.
Που είσαι φόβε; Εμφανίσου! Όποιος κι αν είσαι. Ό,τι κι αν είσαι. Είμαι έτοιμη. Σχεδόν γεννήθηκα έτοιμη! Δεν έχεις καμία ελπίδα. Θα σε κάνω χίλια κομμάτια και μετά… η μεγαλύτερή μου επιθυμία θα γίνει πραγματικότητα.
Λοιπόν;
O ήλιος γλυκοχαράζει
Τι;
Το σκοτάδι χάνεται κι αλλάζει
Με κοροϊδεύεις…
Τακτικώς
Είναι απλά ένα τραγούδι. Δεν φοβάμαι ένα τραγούδι!
Το αύριο σε τρομάζει
Η αβεβαιότης και του χρόνου ο ειρμός
Σκάσε, δεν είμαστε σε μιούζικαλ. Σκάσε!
Πάντα νιώθεις μικρή φτωχή και μόνη
Κι έχεις δίκιο, η αλήθεια είναι πως
ΣΚΑΣΕ!
Το αύριο, το αύριο φαντάζει μακάβριο
Για όλους έχει ο Θεός
Οι γονείς σου σε άφησαν, μοναχή σε παράτησαν
Για να σε πάρει ο Διάβολος
«Εύα! Εύα, με ακούς;»
Όχι…
«Γιατί; Γιατί πανάθεμά σε!»
Είπα όχι!
«Γιατί δεν-»
ΟΧΙ!
Δεν θέλω τη βοήθειά σου. Πρέπει να το κάνω μόνη. Μπορώ να το κάνω μόνη! Δεν σε ακούω, ούτε εσένα ούτε αυτό το ηλίθιο τραγούδι! Το αύριο… Δεν φοβάμαι το αύριο, όπως κάποιος που πέφτει από ένα αεροπλάνο δεν φοβάται την πτώση. Δεν είναι η πτώση που σε σκοτώνει, είναι η προσγείωση. Η αβεβαιότητα είναι που φοβάμαι. Ποιός όμως δεν φοβάται την αβεβαιότητα; Αν ξέρεις κάποιον τέτοιο, σε παρακαλώ, φέρ’ τον μου εδώ τώρα. Θα ήθελα πολύ να γνωρίσω τον μεγαλύτερο ηλίθιο του κόσμου!
Όποιος κι αν είσαι, ποτέ δεν ξέρεις τι σου φυλάει πραγματικά το αύριο. Τώρα φαντάσου να είσαι ένα ορφανό με ξεκάθαρες μανιοκαταθλιπτικές τάσεις. Δεν χρειάζεται, γιατί αυτό είσαι φωνή. Όλοι έχουν μία φωνή μες στο κεφάλι τους, τη δική τους φωνή. Δεν χρειάζεται να την κάνω να σκάσει. Δεν θέλω! Ο κόσμος θα ήταν απαίσιος αν τα λέγαμε όλα δυνατά. Χρειάζεται απλά να της μάθω τρόπους. Ίσως και να την κάνω να σταματήσει να μου απευθύνεται στο τρίτο πρόσωπο.
Λυπάμαι φόβε, δεν έχω τίποτα να φοβηθώ πέρα από εσένα τον ίδιο. Κι αυτή τη στιγμή, δεν με τρομάζεις. Δεν με τρομάζεις, γιατί δεν είσαι αλήθεια. Δεν με τρομάζεις, γιατί δεν είσαι το αύριο.
Ξύπνα μυαλό μου. Ξύπνα!
Αυγερινός
«Εύα! Δόξα τον… Είσαι καλά;»
«Νομίζω…»
«Γιατί; Γιατί το έκανες αυτό;»
«Νομίζω νίκησα τον φόβο μου».
«Όχι».
«Γιατί όχι;»
«Γιατί είσαι ακόμη εδώ».
«Ναι; Ο Νέμο που είναι;»
«Ο Νέμο είναι…»
Που είναι ο Nέμο; Σίγουρα όχι εδώ. Δεν είναι πουθενά. έδωσε τη θέση του σε… αναμμένα φώτα; Είναι πρωί. Γιατί είναι αναμμένα τα φώτα του μαγαζιού; Άσε τα φώτα του μαγαζιού, γιατί είναι σβηστό το μεγάλο φως; Ο Ήλιος. Που είναι ο ήλιος; Και που είναι το αμάξι και ο δρόμος που το πάρκαρα;
«Που είμαστε;»
Έχουμε μεταφερθεί, στον χώρο και στον χρόνο! Ο δρόμος έξω από την κρεπερί είναι αυτός μιας πόλης και το ηλιόλουστο πρωί έχει δώσει τη θέση του σε μία βροχερή νύχτα.
Εύα, τι Ευχήθηκες…
Ω, όχι! Ήθελα να το πω δυνατά αυτό, όμως το σκέφτηκα. Το στόμα μου ανοίγει, αλλά λέξεις δεν βγαίνουν. Βρίσκομαι στη Ευχή της, αυτή έχει όλη τη δύναμη εδώ και αυτή τη στιγμή δεν θέλει να με ακούσει. Δεν θέλει να ακούσει κανέναν…
Εύα
Η νύχτα είναι σκοτεινή και θυελλώδης. Ίσως αυτό να ενέπνευσε το σημείωμα στο καλαθάκι μου. Ίσως τα κλισέ να γεννούν το ένα το άλλο.
Να το ορφανοτροφείο, ούτε πέντε βήματα από την κρεπερί. Δεκαεφτά χρόνια πριν και είναι ήδη ένα χάλι μαύρο. Τα παράθυρά μπάζουν, οι λάμπες μέσα τρεμοπαίζουν και ο σοβάς του τοίχου έχει μόλις αρχίσει να πέφτει. Τα σκαλιά της εισόδου φαίνονται σε ελαφρώς καλύτερη κατάσταση. Είναι μόλις πέντε. Πέντε σκαλιά, που ανεβαίνουν άλλοι για εσένα. Πέντε σκαλιά που δεν μπορείς να κατέβεις, εκτός αν τύχει να σε βρει κάποιος ευγενικός άγνωστος. Πράγμα δύσκολο, όταν είσαι τόσο καλά κρυμμένη.
Ένα αμάξι σταμάτησε στη γωνία, αυτοί πρέπει να είναι… Μία γυναίκα κατεβαίνει. Πλησιάζει τα σκαλιά, δεν μοιάζει να με βλέπει. Δεν νομίζω ότι μπορεί να με δει.
«Δεν θα την αποχαιρετήσεις;»
Όχι, δεν με βλέπει. Κανείς δεν μπορεί να με δει. Μιλάει στον οδηγό του αμαξιού. Εκείνος ανοίγει απλά την πόρτα και κατεβαίνει. Έχει μακριά γκρίζα γενειάδα και φοράει ράσα.
«Γιώργο…»
«Στο είπα και στο ξαναλέω, τέρμα το Γιώργος. Φιλοδόσιος. Πάτερ Φιλοδόσιος!»
«Όποιο κι αν είναι το όνομά σου, δεν θες να δεις την κόρη σου μια τελευταία φορά;»
«Δεν είναι κόρη μου, ούτε δική σου. Είναι ο καρπός της αμαρτίας. Κάνε αυτό που πρέπει, Αναστασία!»