Γιώργος
«Πάτερ, συγχωρέστε με. Διέπραξα μεγάλη αμαρτία».
«Ησύχασε κόρη μου. Ο Θεός όλους του συγχωρεί. Εξομολογήσου μου την αμαρτία σου».
«Δεν ήταν δικό μου λάθος. Αγαπώ τον σύζυγό μου όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Σε μία όμως στιγμή αδυναμίας…»
«Συνέχισε κόρη μου».
«Κολάστηκα Πάτερ. Δεν έφταιγα εγώ!»
«Συνέχισε κόρη μου».
«Είναι τόσο γοητευτικός. Τόσο όμορφος. Τα κεχριμπαρένια του μάτια με καίνε σαν τον ήλιο. Η στιβαρή του κορμοστασιά είναι εμφανέστατη μέχρι και κάτω από τη μαύρη φορεσιά του…»
«Κόρη μου… συνέχισε».
«Τίποτα δεν θέλω περισσότερο στον κόσμο από το να χαϊδέψω την πυκνή του γενειάδα. Από το πιγούνι του μέχρι το στήθος του και ακόμη πιο κάτω – και ακόμη πιο κάτω – και ακόμη πιο…»
«Μην σταματάς κόρη μου!»
«Αχ Πάτερ, με κολάζετε».
«Εσύ με κολάζεις, πλάσμα του διαβόλου. Μην σταματάς. Μην σταματάς!»
«Σας αρέσει πάτερ;»
«Πες το όλο αμαρτωλή. Τίτλο και όνομα. Φιλοδόσιος. Πες τι σου κάνει ο Πάτερ Φιλοδόσιος!»
«Αν πεις κι εσύ το δικό μου».
«Πως σε λένε, πόρνη της κολάσεως;»
«Σαλώμη».
«Μμμμ, Σαλώ- …. Τι;»
«Σαλώμη, κόρη του Ηρώδη Φιλίππου. Ανιψιά του Ηρώδη Αντίπα. Ποιο είναι το πρόβλημα Πάτερ; Δεν σαν νιώθω πια τόσο στιβαρό. Θέλετε μήπως να σας χορέψω;»
«Όχι… Όχι, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Δεν μπορεί να είναι αλήθεια!»
«Αλήθεια με αλήθεια διαφέρει Πάτερ. Η μόνη αλήθεια που γνωρίζω εγώ είναι πως και τα δύο σας κεφάλια είναι πανέμορφα. Κρίμα να είναι συνδεδεμένα με έναν τόσο απαίσιο άντρα. Αν και πάντα υπάρχει λύση γι αυτό».
«Μη, σταμάτα! Δεν είναι αλήθεια! Είναι όνειρο!»
«Λυπάμαι πάτερ, μα αυτό δεν είναι όνειρο. Είναι εφιάλτης».
Λάμπης
«Ενσαρκωμένος στη θνητή μας σάρκα, της κολάσεως ο άρχων θα ανέλθει. Ενσαρκωμένος στη θνητή μας σάρκα, των ανθρώπων την ψευτιά θα κατακρίνει. Ενσαρκωμένος στη θνητή μας σάρκα, του Θεού την αδικία…»
«…θα εξαλείψει».
«Ορθώς, αδερφέ μου».
«Ορθώς».
«Μου φαίνεσαι γνώριμος. Έρχεσαι συχνά στη στοά;»
«Δεν θα το έλεγα».
«Κι όμως, θα ορκιζόμουν ότι σε έχω ξαναδεί».
«Μόνο σε φωτογραφίες. Ονομάζομαι Κρόουλι. Άλιστερ Κρόουλι».
«Άλιστερ Κρόουλι… Ο μέγας Μάγιστρος; Δεν είναι δυνατόν. Νόμιζα πως είχατε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια».
«Δεν αφήνω μικροπράγματα σαν τον θάνατο να με σταματήσουν. Είμαι εδώ για να μοιραστώ τη σοφία μου μαζί σου».
«Μέγα Μάγιστρε, με τιμάτε! Δοξασμένος να είναι ο Σατανάς για…»
«Ντάξει. Είναι οκ τύπος, αλλά όχι και δοξασμένος».
«Τι… Μάγιστρε;»
«Ίσως θα έπρεπε να θεωρώ προσβλητικό το ότι δεν με βρίσκει αρκετά κακό για να με τιμωρήσει, αλλά δεν μπορώ να πω ότι με χαλάνε τα κλιματιζόμενα διαμερίσματά του».
«Μένετε στα διαμερίσματά του; Άρα είστε σύμβουλός του! Οι κόποι αυτής της ζωής δικαιώθηκαν στην άλλη. Το πιο κακό άτομο στον κόσμο βασιλεύει δίπλα στον κύριό μας!»
«Το πιο κακό άτομο στον κόσμο, κολακευτικό, αλλά ο Βρετανικός τύπος πάντα υπερέβαλε. Ήμουν καλλιτέχνης, δημιουργός! Θες αποδείξεις γι αυτό; Δες τη θρησκεία που εσύ και οι όμοιοί σου νομίζετε πως ακολουθείτε. Τολμώ να πω πως δεν ήμουν άγιος. Μπορεί μάλιστα και δίκαια να στάλθηκα στην κόλαση. Είπα όμως κάποια πράγματα που μέχρι και τώρα επιμένω πως ήταν καλά. Θα περίμενε κανείς να ακολουθείτε κάποια από αυτά..».
«Μα αυτό κάνουμε, Μάγιστρε Κρόουλι! Πάρε εμένα σαν υπέρτατο παράδειγμα. Ήμουν έτοιμος να θυσιάσω την ίδια μου τη γυναίκα, αλλά ένας άγγελος του τρισκατάρατου Θεού την άρπαξε μέσα από τα χέρια μου!»
« “Κάνε αυτό που θέλεις, αυτό θα είναι το σύνολο του νόμου. Η αγάπη είναι ο νόμος, η αγάπη κάτω από τη θέληση.” Αναγνωρίζεις αυτά τα λόγια;»
«Είναι δικά σας λόγια, Μάγιστρε».
«Ας πούμε πως ναι. Που σε αυτά τα λόγια, λοιπόν, λέω να σκοτώσεις αυτή που διάλεξες για να αγαπάς και σε διάλεξε για να αγαπάει;»
«Δεν την αγαπώ. Αγαπώ μόνο τον κύριό μας».
«Ο κύριός μας δεν αγαπάει κανέναν, ιδικά αποβράσματα σαν εσένα. Ήταν αυτός που την άρπαξε μέσα από τα χέρια σου. Ήταν αυτός που σου έδειξε τι πραγματικά είσαι. Γνωρίζοντάς σε θα πρέπει να συμφωνήσω μαζί του. Η πίστη σου σε έχει κατακλύσει τόσο που έχεις γίνει χειρότερος από αυτό που μισείς. Συνέχισε να βαδίζεις στον λάθος δρόμο».
«Μάγιστρε…»
«Σιωπή! Βούλωσε τον οχετό που ονομάζεις στόμα. Κλείσε τα αυτιά σου μπρος στον λόγο της αλήθειας. Άνοιξε καλά τα μάτια σου και κοίταξε βαθιά μες στον καθρέφτη. Κοίταξε και δες: ΤΙΠΟΤΑ!»
Πάνος
«Κρατήσου Σάκη, μην πας προς το φως. Όλα καλά θα σου πάνε!»
«Γιατί;»
«Επειδή το λέω εγώ. Δεν θα πεθάνεις!»
«Όχι… Γιατί το έκανες;»
«Με ανάγκασε. Δεν το είδες; Κάτι έκανε στο μυαλό μου. Είναι δαίμονας ή κάτι τέτοιο».
«Όχι Πάνο, δεν είναι δαίμονας. Είναι ο ίδιος ο Διάβολος. Μπορείς να σταματήσεις να πιέζεις την πληγή μου. Δεν χρειάζεται πλέον, πέθανα ώρες πριν».
«Σάκη, τι λες; Έχεις χάσει πολύ αίμα. Κρατήσου λίγο ακόμη, το ασθενοφόρο θα φτάσει σύντομα».
«Το σύντομα είναι αργά».
«Τι… τι εννοείς με αυτό;»
«Κοιμάσαι Πάνο, σε ένα κελί. Το ασθενοφόρο έφτασε, αλλά ήμουν ήδη νεκρός. Μαζί του ήρθε και ένα περιπολικό. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβουν τι έγινε».
«Όχι, περίμενε… Μα τι λέω. Ναι, έχεις δίκιο. Το θυμάμαι… Άρα τι είναι αυτό, όνειρο;»
«Δεν ξέρω. Ξέρω μόνο ότι σε έψαξα και σε βρήκα».
«Γιατί;»
«Γιατί θέλω να ξέρεις πως θα πληρώσεις γι’ αυτό. Πεθαίνοντας έμαθα περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι σε όλη μου τη ζωή. Η κόλαση είναι αληθινή! Θα καίγεσαι αιώνια, δίπλα μου. Και εγώ, μέσα από τις φλόγες, θα λέω μόνο ένα πράγμα: Να ούμε!»
Αναστασία
Πεινάω. Ακόμα και στον ύπνο μου ακούω το στομάχι μου να γουργουρίζει. Όταν ξυπνήσω πρέπει να βρω φαγητό. Όταν ξυπνήσω πρέπει να βρω τρόπο να πληρώσω για το φαγητό.
Πόσο εκνευριστικό κι αυτό το πράγμα, να κοιμάμαι αλλά να μην ονειρεύομαι. Κάποιος βέβαια θα μπορούσε να πει ότι αυτό που κάνω τώρα είναι να ονειρεύομαι. Το ξέρω όμως. Έχω επίγνωση. Συνείδηση. Ξέρω ότι τα όνειρά μου είναι όνειρα. Ίσως αυτό να με γλιτώνει από την απογοήτευση όταν ξυπνάω, αλλά να μου στερεί και την χαρά της άγνοιας όταν κοιμάμαι.
Όταν κοιμάμαι, προσπαθώ να βάλω σε τάξη όλα όσα μου συνέβησαν την ημέρα που πέρασε. Το μυαλό των περισσότερων ανθρώπων το κάνει αυτό από μόνο του. Και το δικό μου μπορεί, αλλά δεν το αφήνω. Δεν το εμπιστεύομαι. Ίσως γι’ αυτό και να μην ονειρεύομαι. Τα όνειρα δεν είναι παρά μία παρενέργεια του φιλτραρίσματος της πραγματικότητας.
Αν είναι έτσι, τι θα συνέβαινε αν σήμερα άφηνα το μυαλό μου να βάλει μόνο του τα πράγματα σε μία σειρά; Σήμερα, που η πραγματικότητα μοιάζει περισσότερο με όνειρο; Κοιμάμαι σε μια πυλωτή πολυκατοικίας αγκαλιά με μια πεντάλφα. Την πεντάλφα του ίδιου του διαβόλου. Την πεντάλφα, που μου είπε πως δεν χρειάζεται να είναι πεντάλφα. Πως μπορεί να είναι οτιδήποτε. Πως είναι το μέλλον μου!
Τι σημαίνει αυτό; Τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω με αυτή; Όσο περισσότερο θυμάμαι τα λόγια του, τόσο περισσότερο αναλύω την κάθε λέξη. Ποτέ δεν ξέρεις. Ίσως κάπου μέσα σε αυτές, να υπάρχει κάποιο νόημα. Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες…
«Φύγε και μην κοιτάξεις ποτέ πίσω σου». Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια προς εμένα. Γιατί; Ήταν απλά σχήμα λόγου ή το εννοούσε κυριολεκτικά; Μήπως έκανα λάθος για το ότι κάναμε λάθος; Μήπως όλο αυτό δεν είναι παρά ένα αστείο για τη διασκέδασή του; Τι θα συμβεί άμα κοιτάξω πίσω; Θα γίνω στήλη άλατος σαν την γυναίκα του Λωτ; Τι έφταιγε και αυτή κακομοίρα; Ποιος ο λόγος να τιμωρηθεί; Αυτό το κομμάτι της ιστορίας ποτέ δεν το κατάλαβα».
«Ο Κύριός μας λειτουργεί με μυστήριους τρόπους».
«Ναι, αλλά… μια στιγμή. Ποιος είσαι εσύ;»
«Με λένε Δημήτρη. Είσαι η Αναστασία, σωστά;»
«Πως ξέρεις το όνομα μου;»
«Το έχει αναφέρει ο Πάτερ. Σας έχω δει να μιλάτε αρκετά συχνά. Είμαι ψάλτης. Συγγνώμη αν σας μπέρδεψα, νόμιζα ότι ήταν αρκετά προφανές».
«Από τι;»
«Από την ενδυμασία μου και από το γεγονός ότι στέκομαι σε μία από τις θέσεις των ψαλτών».
«Φοράς πιτζάμες και δεν στέκεσαι σε θέση ψάλτη. Δεν είμαστε καν στην εκκλησία».
«Συγχωρέστε με, αλλά είμαι αρκετά βέβαιος πως βρισκόμαστε… Όχι, δεν μπορεί. Θα ορκιζόμουν πως… Τι συμβαίνει;»
«Είναι ξεκάθαρο. Στην προσπάθειά μου να αφήσω το μυαλό μου να δουλέψει άρχισα να ονειρεύομαι. Και δεν μου αρέσει ό,τι βλέπω..».
«Αυτό συμβαίνει και με εμένα; Κοιμάμαι;»
«Φοβάμαι πως όχι. Είσαι στο όνειρό μου και στο όνειρό μου μόνο εγώ είμαι αληθινή».
«Όχι, για περίμενε. Δεν γίνεται να είμαι δημιούργημα της φαντασίας σου! Υπήρχα πριν από αυτή τη συζήτηση. Έχω γυναίκα και κόρη. Οδηγώ ένα παλιό Χόντα. Έφαγα μπάμιες για μεσημεριανό!»
«Ψεύτικες αναμνήσεις. Συμβαίνουν συνέχεια στα όνειρα».
«Για αυτούς που ονειρεύονται, όχι για τα ίδια τα όνειρα!»
«Ναι, δεν έχεις άδικο…»
«Περίμενε… θυμάμαι. Θυμάμαι να φυλάω την κόρη μου για καληνύχτα και να πέφτω για ύπνο δίπλα στη γυναίκα μου. Θυμάμαι τα βλέφαρά μου να βαραίνουν και όλα γύρω μου να είναι ήσυχα… υπερβολικά ήσυχα. Σαν κάτι να έλειπε. Σαν για όλη μου τη ζωή να άκουγα κάτι χωρίς να το ξέρω και για πρώτη φορά αυτό το κάτι να είχε σταματήσει».
«Η καρδιά σου…»
«Τι; Όχι, είχα πάρει τα χάπια μου. Είχα… Ω Θεέ μου. Έχεις δίκιο. Θυμάμαι να περπατάω. Να περπατάω και να περπατάω και να περπατάω μέχρι που έφτασα μία πύλη. Κανείς δεν ήταν εκεί. Την έσπρωξα σε μία προσπάθεια να την ανοίξω, αλλά ήταν κλειδωμένη».
«Κοίταξες κάτω από το χαλάκι; Πολλοί κρύβουν εκεί ένα δεύτερο κλειδί».
«Κοίταξα. Το χαλάκι ήταν διπλής όψεως. Από κάτω έλεγε Σπίτι μου, σπιτάκι μου και από πάνω έλεγε… Welcome to Hell».
«Hell; Νόμιζα ότι ήσουν στο δρόμο του Θεού».
«Ακόμα είμαι… Δεν καταλαβαίνω. Δεν είμαι κακός άνθρωπος. Γιατί; Γιατί να μου αξίζει να τιμωρηθώ;»
«Ο Κύριός μας λειτουργεί με μυστήριους τρόπους».
Εύα
Μια νέα μέρα ξημερώνει και μαθαίνω ότι η Κόλαση έχει κλειδιά… Θα μου πεις εδώ έχει ο παράδεισος. Αυτοί στο πηγάδι κατούρησαν; Είναι λογικό, αν το σκεφτείς, κάθε φυλακή έχει κλειδιά. Οι περισσότερες βέβαια δεν έχουν κλειδιά που αλλάζουν μορφή και σου δείχνουν τον βαθύτερό σου φόβο. Ενδιαφέρουσες όλες αυτές οι πληροφορίες. Ίσως κάποια στιγμή το μυαλό μου να καταφέρει να τις επεξεργαστεί. Μπορεί όταν κοιμηθώ. Αν δεν έχω εφιάλτες…»
«Δεν πρέπει να κάνεις κάτι;»
«Κάνω κάτι. Οδηγώ. Με τεράστια επιτυχία τολμώ να πω. Δεν μπορούν όλοι να πάνε με 180 σε δρόμο που έχει τα 60 για όριο ταχύτητας».
«Ξέρεις ότι δεν μιλάω γι’ αυτό. Οι εφιάλτες͘ δεν πρέπει να βρεις κάποιο τρόπο να τους σταματήσεις;»
«Δεν χρειάζεται. Ξέρω ακριβώς πως να τους σταματήσω».
«Άρα γι αυτό τρέχεις; Θες να προλάβεις όσο όλοι είναι ξύπνιοι;»
«Όχι! Και δεν είναι όλοι ξύπνιοι. Ο μισός πλανήτης κοιμάται, όπως πάντα. Έτσι λειτουργούν όλοι οι πλανήτες. Είναι για να μην τρώνε πολλή RAM!»
«Τι εννοείς “Όχι”; Είσαι ο Διάβολος. Δεν είσαι υπεύθυνος για τέτοια πράγματα;»
«Είμαι υπεύθυνος για την κόλαση. Όχι για της αλληγορικές συνέπειες της εξαφάνισης των κλειδιών της».
«Άρα αυτή είναι η λύση, να βρεθούν τα κλειδιά;»
«Όχι, ξέρω που είναι τα κλειδιά».
«Τέλεια! Άρα μπορείς απλά να πας να τα πάρεις».
«Όχι…»
«Ξέρεις να λες κάτι άλλο πέρα από όχι;”»
«OXI! Ήταν θέλημα του μπαμπάκα να χαθούν τα κλειδιά. Ας ξελασπώσει αυτός!»
«Ω, σκατά. Μόλις το συνέδεσα. Αφού είσαι ο Διάβολος είσαι γιος του…»
«Γιατί δείχνεις προς τα πάνω;»
«Προς τα εκεί δεν είναι ο παράδεισος;»
«Πάντα με ενθουσίαζε που το βλέπετε έτσι. Από πάνω ο παράδεισος, από κάτω η κόλαση και ενδιάμεσα εσείς. Τι σας κάνει αυτό; Το σαλάμι στο σάντουιτς της πραγματικότητας; Επίσης, τι σε κάνει να πιστεύεις ότι ο πατέρας μου είναι στον παράδεισο;»
«Το ότι είναι ο Θεός;»
«Ακριβώς. Ξέρεις τι είναι ο Θεός; Η οδοντογλυφίδα που διαπερνά κάθε επίπεδο του σάντουιτς. Πανταχού παρών!
Σε βλέπει όταν κοιμάσαι
Στο σπίτι στη δουλειά
Γνωρίζει όπου και να ‘σαι
Καθεμιά σου σκανδαλιά»
«Ο Θεός είναι ο Άι Βασίλης;»
«Κατά κάποιο τρόπο. Είναι επίσης ταυτόχρονα αδερφός μου και πτηνό. Παράξενο που όλες οι οικογένειες δεν είναι έτσι, αναλογιζόμενοι ότι είστε φτιαγμένοι κατ’ εικόνα του».
«Υποτίθεται πως όλοι είμαστε παιδιά του. Δεν μας κάνει αυτό μια μεγάλη οικογένεια;»
Τι έγινε; Γιατί σώπασε ξαφνικά; Μοιάζει προβληματισμένος. Δεν το είχε σκεφτεί ποτέ αυτό;
Και τώρα απλώνει το χέρι του για το ράδιο…
«Νόμιζα ότι ήταν δική μου δουλειά να βάζω μουσική».
Και τώρα χαμογελάει. Σαν ο προβληματισμός του να χάθηκε.
«Βρες κάτι καλό».
«Αν μου πεις πρώτα που πάμε».
«Αρχικά για πρωινό».
Οκ, είπε την μαγική λέξη. Radio on.
Χρρρρ…
“Και μετά μου λέει ότι είναι η πεθερά μου και ήρθε να με στοιχειώσει!”
“Τι λες ρε Γιώργη! Εφιάλτης! Εγώ είδα απλά τον Οπενχάιμερ καβάλα σε μία-“
Χρρρρ…
«Και μετά το πρωινό;»
Χρρρρ…
“Για του ιχθύς προβλέπονται ανάστατα όνειρα-“
Χρρρρ…
«Μετά το πρωινό..».
Χρρρρ…
Sandman, I’m so alone
Don’t have nobody to call my own
«… θα πάμε να πάρουμε τα κλειδιά μου».
Please turn on your magic beam
Mr. Sandman, bring me a dream