Η διάλυση της κάποτε κραταιάς Σοβιετικής Ένωσης άφησε πολλά προβλήματα στα κράτη – διαδόχους της. Κανένα, ακόμα και η ισχυρή Ρωσία, δεν ξέφυγε από τον γενικό κανόνα. Οι καταστροφικές επιπτώσεις άγγιξαν και τα κράτη της κεντρικής Ασίας, τα οποία από τη μία στιγμή στην άλλη είδαν το μέλλον τους να αλλάζει. Όταν καταστρέφεται μία πολύ ισχυρή κρατική υποδομή, ειδικά αν αυτή είναι πολυπολιτισμική, συχνά ένας απροσδόκητος παράγων έρχεται στο προσκήνιο που σχετίζεται με εθνικά θέματα. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στην Τσετσενία, μία σχετικά “άγνωστη” περιοχή της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Η Τσετσενία είναι μία επαρχία της απέραντης Ρωσίας που βρίσκεται στα νότια της χώρας, στην οποία ανθρώπινα κατάλοιπα ανιχνεύονται από το 40.000 π.Χ. Στην περιοχή σήμερα κατοικούν οι Τσετσένοι, ένας βορειοανατολικός καυκάσιος λαός, μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα και πολύ ενεργοί στον τομέα της θρησκείας, μιας και καθορίζει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής τους ζωής. Η αντίσταση των Τσετσένων στον ρωσικό επεκτατισμό ανάγεται στον 18ο αιώνα, όταν η Ρωσία επεκτεινόταν προς πάσα κατεύθυνση. Ο Σεΐχ Μανσούρ, πρώτος ιμάμης των μουσουλμάνων Καυκάσιων λαών, ένωσε διάφορες μουσουλμανικές φυλές υπό την ηγεσία του για να σταματήσει τους Ρώσους, κάτι που παρόλα αυτά δεν πέτυχε και η Τσετσενία προσαρτήθηκε στη Ρωσία στα τέλη του αιώνα.
Πάμε τώρα στη σύγχρονη εποχή και τη διάλυση της ΕΣΣΔ τον Δεκέμβριο του 1991. Η Ρωσία απέκτησε αυτόματα την ανεξαρτησία της, ως η διάδοχος της Σοβιετικής Ένωσης. Όμως, όπως και όλα τα διάδοχα κράτη και η Ρωσία αντιμετώπισε σημαντικά προβλήματα. Δεν υπήρχαν χρήματα, ούτε σταθερές κοινωνικές και πολιτικές βάσεις για τη συγκρότηση ενός νέου ισχυρού κράτους. Πάνω από το 80% των κατοίκων της Ρωσίας επί ΕΣΣΔ ήταν Ρώσοι όμως υπήρχαν (και υπάρχουν) και σημαντικές εθνικές μειονότητες, πολλές από τις οποίες είχαν σχηματίσει αυτόνομες κοινότητες. Από το 1991 ως το 1994, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι εγκατέλειψαν την Τσετσενία, κυρίως Ρώσοι, Ουκρανοί και Αρμένιοι, λόγω των σφοδρών διακρίσεων που υφίσταντο οι μη Τσετσένοι.
Στις 9 Νοεμβρίου 1991 ο εθνικιστής Dzhokhar Dudayev εξελέγη επικεφαλής ηγέτης των Τσετσένων. Η φυγή πολλών ξένων από την Τσετσενία προκάλεσε οικονομική δυσπραγία στην περιοχή και δεν άργησαν να ξεσπάσουν οι συγκρούσεις μεταξύ των ίδιων των Τσετσένων αρχικά. Ο Dudayev κατάφερε να καταστείλει τους αντιφρονούντες εντός της περιοχής του, σε έναν άτυπο “εμφύλιο” και να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της Τσετσενίας. Η κεντρική κυβέρνηση της Ρωσίας με πρόεδρο τον Μπόρις Γιέλτσιν δεν άργησε να θορυβηθεί και έστειλε στρατεύματα στα σύνορα των δύο χωρών. Το οργανωμένο έγκλημα στο μεταξύ είχε αρχίσει να ανθίζει εντός της Τσετσενίας.
Το 1994 η αντιπολίτευση της Τσετσενίας επιχείρησε ένα πραξικόπημα και η Ρωσία το υποστήριξε, τόσο διπλωματικά όσο και στρατιωτικά, στέλνοντας δυνάμεις στην Τσετσενία. Στις 11 Δεκεμβρίου 1994, ρωσικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο Γκρόζνι, την πρωτεύουσα της Τσετσενίας. Δεν ήταν λίγες οι φωνές παρόλα αυτά εντός της Ρωσίας που εξέφρασαν την πλήρη αντίθεσή τους προς τις πολεμικές επιχειρήσεις. Τις πρώτες ώρες του πολέμου, η ρωσική αεροπορία σχεδόν εξαφάνισε την τσετσενική. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ξεκίνησε η αιματηρή μάχη του Γκρόζνι. Αν και οι Ρώσοι αρχικά ηττήθηκαν και οπισθοχώρησαν, εντούτοις κατάφεραν μετά από μακροχρόνιες συγκρούσεις να καταλάβουν την πόλη τον Φεβρουάριο του 1995. Υπολογίζεται πως 27.000 πολίτες σκοτώθηκαν μέσα σε πέντε εβδομάδες. Κάποιοι ανεβάζουν τον αριθμό σε 35.000 , ανάμεσά τους και 5.000 παιδιά.
Μετά την πρώτη πτώση του Γκρόζνι, η Ρωσία επέκτεινε την κυριαρχία της και στα περίχωρα της πόλης, καθώς και σε άλλες περιοχές της Τσετσενίας. Πολλές μη κυβερνητικές οργανώσεις και οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα κατηγόρησαν τη Ρωσία για σειρά εγκλημάτων. Καθώς ο πόλεμος συνεχιζόταν, αρκετές ομάδες Τσετσένων ανταρτών προέβησαν σε ομαδικές απαγωγές Ρώσων για να τραβήξουν την προσοχή του ρωσικού στρατού και να ανασυνταχθούν. Παρά την κατάληψη του Γκρόζνι και την εμφανή υπεροχή των Ρώσων σε οπλισμό, άνδρες και άρματα, εντούτοις ο ρωσικός στρατός δεν κατάφερε να καταλάβει την ορεινή Τσετσενία. Το ηθικό των στρατιωτών είχε πέσει, η αντίσταση των Τσετσένων δε μπορούσε να καμφθεί και έτσι ο Μπόρις Γέλτσιν, 18 μήνες μετά την έναρξη του πρώτου πολέμου, αναγκάστηκε να υπογράψει συμφωνία κατάπαυσης του πυρός με τους Τσετσένους.
Στο μεταξύ, ο αγώνας στην Τσετσενία είχε δώσει το έναυσμα σε απανταχού ισλαμικές οργανώσεις και παραστρατιωτικές ομάδες να θεωρήσουν τον πόλεμο αυτό ως ιερό. Από το 1996 ως το 1999 η Τσετσενία θεωρήθηκε περιοχή παγωμένης διαμάχης. Παρά την αρχική τους επιτυχία στο πεδίο της μάχης, το χάος βυθίστηκε στην Τσετσενία. Εκείνη την τριετία υπολογίζεται ότι απήχθησαν 1.300 άτομα από την περιοχή. Η κατάσταση δεν άργησε να εκτραχυνθεί. Στις 16 Νοεμβρίου 1996 μία βομβιστική έκρηξη στο γειτονικό Νταγκεστάν, στην οποία βρήκαν θάνατο 68 άνθρωποι, αποδόθηκε στους Τσετσένους αυτονομιστές από το Κρεμλίνο. Μια σειρά από τρομοκρατικές επιθέσεις και σε άλλες ρωσικές περιοχές άναψε τη σπίθα. Το 1997 διεξήχθησαν εκλογές στην Τσετσενία, στις οποίες επικράτησε ο σκληροπυρηνικός Aslan Maskhadov, ο οποίος γλίτωσε από αρκετές απόπειρες δολοφονίας που αποδόθηκαν στις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες.
Τελικά η σύγκρουση δεν αποφεύχθηκε, η Ρωσία εισέβαλε ξανά στην Τσετσενία από αέρος στα τέλη Αυγούστου του 1999. Τουλάχιστον 100.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους για να γλιτώσουν τους βομβαρδισμούς. Την 1η Οκτωβρίου 1999, ο νέος πρωθυπουργός της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν ανακήρυξε παράνομη την ηγεσία της Τσετσενίας. Στις μέρες που ακολούθησαν, οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις άρχισαν να καταλαμβάνουν καίριες στρατηγικές θέσεις εντός του τσετσενικού εδάφους. Στις 12 Νοεμβρίου 1999, οι Ρώσοι κατέλαβαν τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της περιοχής. Στις αρχές Δεκεμβρίου, οι Ρώσοι επιτέθηκαν ξανά στο Γκρόζνι, το οποίο κατέλαβαν στις 2 Φεβρουαρίου 2000. Η ρωσική πλευρά υποστηρίζει ότι τουλάχιστον 2.700 Τσετσένοι αυτονομιστές σκοτώθηκαν, προσπαθώντας να εγκαταλείψουν την πόλη.
Μετά την κατάληψη του Γκρόζνι, σφοδρές μάχες δόθηκαν και στα βουνά της Τσετσενίας. Οι Ρώσοι αυτή τη φορά ήταν πολύ πιο καλά προετοιμασμένοι. Μέχρι τον Μάιο είχαν σχεδόν καταστείλει κάθε θύλακα αντίστασης. Τον Ιούνιο του 2000 ο Πούτιν τοποθέτησε προσωρινό κυβερνήτη της Τσετσενίας, τον Akhmad Kadyrov, κάτι που αποδέχτηκε η ρωσική κοινή γνώμη. Οι αψιμαχίες συνεχίστηκαν και κατά τα επόμενα χρόνια, όμως η Ρωσία είχε πλέον σβήσει κάθε σοβαρή απόπειρα εναντίον της εδαφικής της ακεραιότητας. Τον Μάρτιο του 2003 ψηφίστηκε ένα νέο σύνταγμα στην Τσετσενία που της έδινε διευρυμένο βαθμό αυτονομίας. Πολλοί βέβαια δεν το αποδέχτηκαν και το μποϊκόταραν, ο ίδιος ο Akhmad Kadyrov σκοτώθηκε στις αρχές του 2004. Ο γιος του, Ramzan Kadyrov απέκτησε σταδιακά δύναμη και με τη θερμή στήριξη του Πούτιν το 2007, ανέλαβε την προεδρία της περιοχής.
Οι δύο πόλεμοι που έκανε η Ρωσία για να καταπνίξει την τσετσενική “επανάσταση”, βάφτηκαν στο αίμα και κόστισαν πολλά εκατομμύρια. Ακόμα και σήμερα, υπάρχουν αυτόνομες ομάδες Τσετσένων ανταρτών που δημιουργούν αψιμαχίες όμως η γενικευμένη κρίση φαίνεται να έχει ξεπεραστεί. Παρόλα αυτά, ο πόλεμος άλλαξε για πάντα τη ζωή των Τσετσένων και τους απομόνωσε περισσότερο, ενισχύοντας την ξενοφοβία. Η περιοχή υποβαθμίστηκε οικονομικά, η ρωσική γνώμη διχάστηκε και οι κάτοικοι του Γκρόζνι συνεχίζουν να ζουν υπό καθεστώς φόβου. Η περιοχή έχει γίνει εν πολλοίς θέατρο τρομοκρατικών επιθέσεων από ακραίους ισλαμιστές αυτονομιστές που ακόμα και σήμερα επιθυμούν την ανεξαρτησία, ενώ πολλές οργανώσεις έχουν καταγγείλει σωρεία καταπατήσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για το άρθρο:
Ρωσία – Τσετσενία, μία ιστορία αίματος: αντλήθηκε από kathimerini.gr
Chechnya Profile – Timeline: αντλήθηκε από bbc.com
Checnya, Russia and 20 years of conflict: αντλήθηκε από aljazeera.com
First Chechnya War: αντλήθηκε από globalsecurity.org
The Battle Of Grozny And The First Chechen War: αντλήθηκε από rferl.org
Chechnya Profile – Timeline: αντλήθηκε από bbc.com