Είναι δυνατόν η μοίρα μιας ηπείρου, της Αφρικής, που απαρτίζεται από εκατομμύρια ανθρώπους να αποφασιστεί από δεκατέσσερις διπλωμάτες; Η απάντηση του Ότο Φον Μπίσμαρκ, πολλών Ευρωπαίων πολιτικών αλλά και πολιτών του 19ου αιώνα θα μπορούσε να ήταν “Γιατί όχι;”. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Terra incognita ή raw materials heaven;
Το 1870 μόλις το 10% της απέραντης έκτασης της Αφρικανικής ηπείρου (30.370.000 km2) βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο ευρωπαϊκών χωρών. Ο συνηθέστερος λόγος για τον οποίο Ευρωπαίοι ταξίδευαν στην μέχρι πρότινος “terra incognita” (άγνωστη περιοχή) ήταν για να αναζητήσουν ελεφαντόδοντο, υλικό που χρησιμοποιούνταν στην παραγωγή προϊόντων πολυτελείας. Δεν χρειάστηκε να περάσει ούτε μισός αιώνας ώστε οι Ευρωπαίοι να ελέγχουν ποσοστό παραπλήσιο του 90 % της συνολικής έκτασης ολόκληρης της Αφρικής. Οι λόγοι της ραγδαίας αλλαγής δεν σχετίζονται σε καμία περίπτωση με την πρόθεση των Ευρωπαίων ηγετών να “εκπολιτίσουν” τους Αφρικανούς. Η εν λόγω πρόθεση, ήταν ο λόγος για τον οποίο φαινομενικά υπογράφηκε η Συνθήκη του Βερολίνου το 1885.
Η περίφημη αυτή συνθήκη αποτέλεσε το αποκορύφωμα της επονομαζόμενης πολιτικής “Scramble for Africa”. Με λίγα λόγια, οι “βετεράνοι” πλέον σε ζητήματα αποικιοκρατίας Άγγλοι, Πορτογάλοι, Γάλλοι και Ολλανδοί σε συνδυασμό με άλλες 10 χώρες (Αυστροουγγαρία, Βέλγιο, Δανία, Γερμανία, Ιταλία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, Πορτογαλία, Ισπανία, Σουηδία-Νορβηγία και ΗΠΑ) , επιχείρησαν να πάρουν κάποιο “μερίδιο” του πλούτου της ηπείρου. Η συγκεκριμένη πολιτική διαμορφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας 1870, μόλις δηλαδή αντιλήφθηκαν τα τεράστια και ανεκμετάλλευτα αποθέματα σε πρώτες ύλες που διαθέτει η Αφρική.
Η επιδίωξη τους αυτή δεν άργησε πολύ να γίνει πραγματικότητα καθώς το 1881 Γάλλοι και Άγγλοι κατέλαβαν Τυνησία και Αίγυπτο, ενώ οι Ιταλοί (που είχαν μόλις συνάψει την τριπλή συμμαχία με Γερμανούς και Αυστριακούς) κατέλαβαν μέρος της Ερυθραίας. Ξεκίνησε λοιπόν κάπως έτσι το “κυνήγι των κρυμμένων πρώτων υλών” στο οποίο οι παίκτες συνεχώς αυξάνονταν.
Σημαντικό όμως είναι να αντιληφθεί κάποιος την μορφή της Αφρικής λίγο πριν δραστηριοποιηθούν οι Ευρωπαίοι. Όπως γίνεται ορατό στη φωτογραφία, ένα τεράστιο ποσοστό της έκτασης ήταν ανεξάρτητο και ζούσε σε φυλές ή και σε πρώιμα κράτη. Κράτη, τα οποία δεν είχαν σε καμία περίπτωση την μορφή με την οποία τα γνωρίζουμε σήμερα. Η μορφή (τα σύνορα), ακόμα και τα ονόματα των κρατών της Αφρικής αποτελούν σε σημαντικό ποσοστό επινόηση των εκπροσώπων των αποίκων.
Τι πραγματικά διακυβεύτηκε στην συνθήκη του Βερολίνου;
Εν συντομία, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις επιθυμούσαν “balance of power”, την ισορροπία δηλαδή των (νέων) εδαφών και της στρατιωτικής δύναμης κάθε χώρας. Σκοπός τους ήταν να θεωρούνται ωφελημένες από τον διαμοιρασμό της Αφρικής. Μια σημαντική σημείωση είναι σημαντική σε αυτό το σημείο, όσον αφορά την στρατιωτική δύναμη. Όταν για παράδειγμα η Γαλλία καταλάμβανε την Τυνησία ταυτοχρόνως είχε την ελευθερία να χρησιμοποιήσει προς όφελος της τόσο τους φυσικούς πόρους της χώρας όσο φυσικά και το ανθρώπινο δυναμικό ως εργάτες αλλά και ως στρατιωτική δύναμη, καθώς στους επερχόμενους Παγκόσμιους Πολέμους, τον γαλλικό, αγγλικό στρατό αλλά και τους στρατούς άλλων αποικιοκρατικών δυνάμεων δεν επάνδρωσαν μόνο οι κατ’εξοχήν Γάλλοι, Άγγλοι κτλ, αλλά και οι “ελεγχόμενοι” από εκείνους λαοί.
Το πρόσχημα για την σύναψη της συμφωνίας (η οποία υπογράφηκε μετά από έναν χρόνο συζητήσεων και διαπραγματεύσεων) ήταν πως τόσο η ήπειρος της Αφρικής όσο και οι Ευρωπαϊκοί Λαοί θα έχουν οφέλη από αυτή τη συμφωνία. Από την μια, οι Ευρωπαίοι καρπώνοντας ως λάφυρα διαμάντια, πετρέλαιο, χρυσό και οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη στην ακμάζουσα τότε βιομηχανία τους. Από την άλλη οι Αφρικανοί θα έκαναν τα πρώτα βήματα ώστε να φτάσουν στο “επίπεδο πολιτισμού” των Ευρωπαίων. Ασφαλώς, μετά την σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας ίσως οι θέσεις του δασκάλου και του μαθητή όσον αφορά το επίπεδο να έπρεπε να αντιστραφούν.
Επίσης, οι Ευρωπαίοι πίστευαν πως με τις αποικίες τους θα εξαλείψουν την υποδούλωση των Αφρικανών εκ μέρους μουσουλμανικών δυνάμεων που υπήρχαν κυρίως στα εδάφη της Βόρειας Αφρικής αλλά και πως η συνθήκη θα έδινε το έναυσμα ώστε να διακοπεί οριστικά το εμπόριο σκλάβων από την εν λόγω ήπειρο. Τέλος, πολύ ψηλά στην λίστα των προτεραιοτήτων της συμφωνίας φαίνεται να ήταν το Κονγκό. Άλλωστε και η συνθήκη του Βερολίνου στα γερμανικά αναφέρεται ως “Kongokoferenz”.
Το ζήτημα του Κογκό
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Κογκό, πρώην Πορτογαλικής αποικίας. Η χώρα θεωρούνταν ως μια από τις πιο θελκτικές για αποικιοκράτες στην αφρικανική ήπειρο για δύο λόγους. Αρχικά, εξαιτίας του δεύτερου μεγαλύτερου ποταμού της Αφρικής, Κονγκό, ο οποίος αν και δεν έχει έξοδο στην θάλασσα, αποτέλεσε αξιόλογο “εμπορικό διάδρομο” καθώς ήταν πλωτός σε ένα αρκετά σημαντικό ποσοστό. Δεύτερον, ως αποτέλεσμα των τεράστιων αποθεμάτων της σε διαμάντια και πετρέλαιο. Επιπροσθέτως, το μεγάλο μέγεθος της χώρας την κατέστησε ιδιαίτερα ελκυστική στους Ευρωπαίους καθώς πίστευαν πως όσο μεγαλύτερη είναι μια αφρικανική χώρα τόσο διογκώνονται τα αποθέματα σε πρώτες ύλες.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, η χώρα βρέθηκε άθελα της πολλές φορές στις συζητήσεις ανάμεσα σε ηγέτες της Γηραιάς Ηπείρου . Το 1876, ο δεύτερος βασιλιάς του Βελγίου, Λεοπόλδος Β’ (στην φωτογραφία δίπλα στον Χίτλερ) ίδρυσε την Διεθνής Αφρικανική Οργάνωση (International African Association) για αλτρουιστικούς σκοπούς επιθυμώντας φαινομενικά την έρευνα στις περιοχές αυτές. Δύο χρόνια αργότερα ιδρύεται η Διεθνής Κοινωνία του Κονγκό (International Congo Society). Αυτή τη φορά, το πρόσχημα είναι πως ενδιαφέρεται για την ανεξαρτητοποίηση της χώρας από τους “βάρβαρους” Πορτογάλους οι οποίοι πολεμούσαν ανελλιπώς με τους Κονγκολέζους.
Παράλληλα, ο βασιλιάς του Βελγίου συνεργαζόταν με τον Ουαλό δημοσιογράφο Henry Morton Stanley ο οποίος βρισκόταν στο Κογκό και προσπαθούσε να “αποκρυπτογραφήσει” την μυστήρια terra incognita, ερευνώντας παράλληλα σημαντικούς φυσικούς πόρους που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το αφεντικό του, Λεοπόλδος Β’. Μόλις λοιπόν ο Stanley ανέφερε στον βασιλιά του Βελγίου τα διαπιστευτήρια του σχετικά με την αξία της χώρας, ο Λεοπόλδος αποφάσισε να αγοράσει (!) το Κονγκό ιδρύοντας αυτή την φορά το “Congo Free State” . Όπως είναι λογικό, εξόντωσε όλους τους Κονγκολέζους που παρακώλυαν τις επιδιώξεις του, αναφέροντας όμως στην συνθήκη του Βερολίνου πως το εμπόριο στο εσωτερικό της χώρας είναι ελεύθερο για όλες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ήδη βέβαια πριν το 1885, τόσο οι Άγγλοι, οι Πορτογάλοι αλλά και οι Γάλλοι όταν αντιλήφθηκαν τα σχέδια του Λεοπόλδου διέπραξαν ενέργειες ώστε να μην επιτρέψουν την κατάληψη ολόκληρου του Κογκό από τον Βέλγο Βασιλιά.
Ποιοι μοιράστηκαν την Αφρική;
Εκτός από το Βέλγιο και τον “ανθρωπιστή” Λεοπόλδο Β’, το ανθρώπινο δυναμικό, οι πρώτες ύλες (εκτός από διαμάντια, χρυσό και πετρέλαιο πολύ σημαντική ήταν η ζήτηση σε καουτσούκ, χαλκό,βαμβάκι) και γενικότερα η γεωγραφική επέκταση ως μορφή ισχύς διαμοιράστηκαν ανάμεσα σε μια σειρά Ευρωπαϊκών κρατών.
Όπως γίνεται ορατό στον χάρτη, σε χρονικό διάστημα μόλις τριών δεκαετιών σχεδόν ολόκληρη η Αφρική είχε σταματήσει να ανήκει σε Αφρικανούς οι οποίοι πλέον είχαν γίνει εργάτες -συνήθως υπό αντίξοες συνθήκες και ωράρια- .
Βρετανική Αυτοκρατορία
Οι επιδιώξεις της Βρετανικής Αυτοκρατορίας πέρα από οικονομικές ήταν και στρατηγικές. Γνωρίζοντας πως είχε τον έλεγχο της Ινδίας (έκτασης της σημερινής Ινδίας μαζί με το Πακιστάν), της σημερινής Μαλαισίας αλλά και των χωρών της Ωκεανίας ήταν απαραίτητο για εκείνη να κατέχει έξοδο στην διώρυγα του Σουέζ αλλά και τον Ινδικό Ωκεανό. Στόχευε στον έλεγχο του εμπορικού διαδρόμου από την Ασία στην Ευρώπη αλλά και προς του καινούριους Αφρικανούς καταναλωτές των προϊόντων της.
Την ώρα λοιπόν που η επί συναπτά έτη αντίπαλος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, Κίνα, επιθυμούσε την οικονομική-εμπορική δραστηριοποίηση σε περιοχές της Ινδίας, η Αυτοκρατορία με τις αποικίες της είχε την δυνατότητα να ελέγχει όλους τους δρόμους του εμπορίου εκείνης της εποχής τόσο χερσαία όσο και μέσω θαλάσσης. Επομένως, χρησιμοποιούσε τα λιμάνια των αποικιών της και ως “ορμητήρια εμπορίου”, εμπόριο το οποίο αφορούσε τις πρώτες ύλες που είχε μόλις ανακαλύψει στις χώρες που είχε καταλάβει.
Γαλλία
Το 1884 ο Γάλλος πολιτικός Ιούλιος Φερρύ είχε δηλώσει:” Οι ανώτερες φυλές έχουν εκτεταμένα δικαιώματα απέναντι στις κατώτερες φυλές αλλά και το καθήκον να τις κάνουν πολιτισμένες”. Η συγκεκριμένη έκφραση αποτέλεσε χαρακτηριστικό γνώρισμα του Νεο-Ιμπεριαλισμού, του κινήματος δηλαδή που αποτέλεσε την κυρίαρχη βάση της αποικιοκρατίας κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Οι αποικιακές βλέψεις της Γαλλίας σχετίζονταν με πρόσβαση τόσο στην Δυτική Αφρική και τα λιμάνια της (σημερινή Αλγερία, Σενεγάλη , Μαρόκο) όσο και στην Ανατολική Αφρική (Μαδαγασκάρη). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφοροποίηση της πολιτικής της χώρας σε σχέση με την αντίστοιχη πολιτική της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Τριπλή Συμμαχία και Ίβηρες
Παρόμοια λογική με την Γαλλία ακολούθησε και η Γερμανία (αποικίες και στην Δυτική και στην Ανατολική Αφρική), η οποία μετά την ενοποίηση της το 1871 επιθυμούσε την δική της επέκταση. Προέβη λοιπόν σε σύναψη συμφωνίας με Αυστρία αρχικά και Ιταλία έπειτα δημιουργώντας την “Τριπλή Συμμαχία”. Οι Γερμανοί σε συνδυασμό με τους Ιταλούς κατέλαβαν σημαντικές εκτάσεις στην Δυτική και Ανατολική Αφρική όπως και την Λιβύη (κυρίως υπό ιταλικό έλεγχο).
Τέλος, οι Πορτογάλοι και Ισπανοί δεν κατάφεραν να “εκπολιτίσουν” και δεύτερη ήπειρο μετά την Λατινική Αμερική καταλαμβάνοντας ελάχιστα εδάφη σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Όπως γίνεται κατανοητό, η Βρετανική Αυτοκρατορία και η Γαλλία αποτέλεσαν τους μεγαλύτερους κερδισμένους της συνθήκης του Βερολίνου. Βέβαια, όλες οι προαναφερθείσες χώρες έβλεπαν την Αφρική όπως διαγράφεται ξεκάθαρα στην επακόλουθη φωτογραφία.
Και η Αβησσυνία;
Μέχρι στιγμής, γίνεται ορατή η σχεδόν πλήρης κατοχή της Αφρικής από Ευρωπαίους. Δύο κράτη όμως ήταν εκείνα τα οποία συνέβαλαν ώστε η κατοχή να χαρακτηρίζεται “σχεδόν πλήρης”. Εκείνες ήταν η Λιβερία και η Αιθιοπία (τότε Αβησσυνία). Δεδομένου πως η πρώτη βρισκόταν ήδη υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ, ιδιαίτερη αξία πρέπει να αποδοθεί στην Αυτοκρατορία της Αιθιοπίας, η οποία αποτελεί την μόνη χώρα που νίκησε τους αποίκους οι οποίοι απέβλεπαν στην κατάκτηση της.
Πιο συγκεκριμένα, για περίπου μια δεκαετία η Αιθιοπία αντιμετώπιζε τις διηνεκείς επιδρομές των Ιταλών οι οποίες αυξήθηκαν το 1895. Ένα χρόνο αργότερα στην μάχη της Άντουα οι Αιθίοπες θα νικούσαν (με βοήθεια των Ρώσων) τους Ιταλούς σε μια ιστορική στιγμή. Μάλιστα, σαράντα χρόνια αργότερα θα δυσκόλευαν και πάλι τους Ιταλούς του Μπενίτο Μουσολίνι αυτή τη φορά.
Η άλλη όψη του νομίσματος, υπάρχει;
Στην πραγματικότητα, οι άποικοι ποτέ δεν εκπολίτισαν τους λαούς της Αφρικής. Άλλωστε, όλοι γνώριζαν πως δεν ήταν αυτός ο λόγος της “επίσκεψης” των Ευρωπαίων στην τρίτη μεγαλύτερη ήπειρο της Γης. Όμως, σκεπτόμενοι τους δικούς τους δρόμους εμπορίου και την διευκόλυνση τους, δημιούργησαν δρόμους, σιδηροδρομικό δίκτυο και γενικότερα προέβησαν σε αρκετά έργα υποδομής τα οποία λειτουργούν μέχρι και σήμερα στην ήπειρο. Επιπροσθέτως, αν και η συναναστροφή δύο τόσο διαφορετικών κουλτούρων δεν οδήγησε κατά πολύ στην αλληλοκατανόηση μεταξύ τους , συνέβαλε τα μέγιστα ώστε οι Αφρικανοί να μυηθούν σε μια πρώιμη διαδικασία εκπαίδευσης. Εκπαίδευση που σχετίζεται σχεδόν αποκλειστικά με την εκμάθησης ξένων γλωσσών (Αγγλικά, Γαλλικά, Πορτογαλικά κυρίως). Κατά κάποιον τρόπο μπορεί να ειπωθεί πως η αποικιοκρατία βοήθησε τους Αφρικανούς να “εκσυγχρονιστούν” και να συνδεθούν με τον υπόλοιπο κόσμο.
Από την άλλη, ο βάρβαρος τρόπος με τον οποίο διαδραματίστηκαν τα γεγονότα προκάλεσε την συσπείρωση των λαών οι οποίοι αδημονούσαν να επαναστατήσουν απέναντι σε εκείνους οι οποίοι τους φερόντουσαν σαν σκλάβους στην ίδια τους την χώρα. Επαναστάσεις οι οποίες όμως κατευνάστηκαν εύκολα από τις Δυτικές χώρες, καθώς οι Αφρικανοί δεν είχαν την απαραίτητη τεχνογνωσία.
Οι Αποικιοκράτες ως υπαίτιοι εσωτερικών προβλημάτων
Ολοκληρώνοντας, αξίζει να σημειωθεί πως οι άποικοι στην πληθώρα των περιπτώσεων εφήρμοσαν την πολιτική “διαίρει και βασίλευε”. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πραγματοποιήθηκε στην Ρουάντα, όπου μέχρι το 1885 υπήρχαν δύο αντίπαλες φυλές, οι Τούτσι και οι Χούτου. Από την στιγμή που οι Γερμανοί συνεργάστηκαν τυχαία με τον Τούτσι, κατέστησαν τους Χούτου κατώτερους και η αντιμετώπιση απέναντι τους ήταν απάνθρωπη. Η αντιμετώπιση αυτή συνέβαλε τα μέγιστα στην μαζική δολοφονία 850.000 Τούτσι περίπου εκατό χρόνια αργότερα ως “αντίποινα”, όταν πλέον οι Χούτου είχαν αναλάβει την εξουσία.
Συνοψίζοντας όλα τα προαναφερθέντα, το συμπέρασμα είναι πως για τους Άγγλους το 1885 δεν είναι η χρονιά που θα μνημονεύεται μόνο ως το ξεκίνημα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου και ο προάγγελος όσων ακολούθησαν σε ποδοσφαιρικό επίπεδο, αλλά και το ξεκίνημα μιας διαδικασίας εκμετάλλευσης ανθρώπων σε συνεργασία με άλλους επίδοξους λαούς: