Ο έρωτας είναι ένα πολύ έντονο συναίσθημα για τον άνθρωπο. Συνδέεται με αισθήματα διέγερσης και ευχαρίστησης όταν το αντικείμενο του έρωτα είναι παρόν. Όταν όμως το τελευταίο απουσιάζει ή κινδυνεύει να χαθεί, το άτομο βιώνει στεναχώρια και απόγνωση.
Από άποψη νευροψυχολογίας, η παραγωγή νευροδιαβιβαστών όπως η ντοπαμίνη, η νορεπινεφρίνη και η φαινυλεθυλαμίνη είναι αυτή που προκαλεί τη διέγερση και την έλξη σε έναν ερωτευμένο. Οι ουσίες αυτές είναι αμφιταμινοειδείς, δηλαδή προκαλούν φυσική εφορία και έξαψη.
Ο έρωτας όμως συνδέεται και με αισθήματα ηρεμίας και ασφάλειας. Αυτό συμβαίνει γιατί η προσκόλληση σε έναν/μια σύντροφο προκαλεί την έκκριση ενδορφινών στον εγκέφαλο. Η ενδορφίνη είναι φυσική αναλγητική και χαλαρωτική ουσία.
Η έξαψη και η ηρεμία εμφανίζονται και στη σεξουαλική πράξη καθαυτή. Με εξαίρεση τους νευροδιαβιβαστές που περιγράψαμε, κατά τη σεξουαλική πράξη παράγεται από την υπόφυση η οξυτοκίνη, που είναι υπεύθυνη για την σύσπαση των μυών και την ευαισθησία των νεύρων. Μετά τη διέγερση επέρχεται ηρεμία και ικανοποιήση.
Η φθορά του έρωτα στις μακροχρόνιες σχέσεις
Οι έρευνες υποστηρίζουν πως οι φυσικές αμφεταμίνες-νευροδιαβιβαστές του έρωτα αρχίζουν να μειώνονται ύστερα από δύο με τρία χρόνια περίπου. Γι’ αυτό και στις μακροχρόνιες σχέσεις οι σύντροφοι δεν είναι τόσο ενθουσιασμένοι όπως στην αρχή της σχέσης τους. Το σεξουαλικό ενδιαφέρον μειώνεται εξίσου, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει πως εξαφανίζεται.
Η εξελικτική υπόθεση εδώ είναι πως αυτές οι ουσίες παραμένουν σε υψηλά επίπεδα μέχρι να ολοκληρωθεί η αναπαραγωγή και η βασική φροντίδα των απογόνων. Έπειτα, η παραγωγή τους ελαττώνεται. Φυσικά οι σύντροφοι εξακολουθούν να δένονται μεταξύ τους για λόγους συντροφικότητας, κοινών ενδιαφερόντων και αγάπης.
Βιβλιογραφία:
Κωσταρίδου-Ευκλείδη, Α. (2012). ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ. Εκδόσεις: Πεδίο.