H όραση και η ακοή αποτελούν τις “ανώτερες αισθήσεις”. Αυτό, όμως, δε σημαίνει πως και οι υπόλοιπες δεν είναι ζωτικής σημασίας.
ΟΣΦΡΗΣΗ
Η όσφρηση, για παράδειγμα, είναι μία από τις πιο πρωτόγονες και σημαντικές αισθήσεις. Αυτό, ίσως, συνδέεται με το γεγονός ότι η όσφρηση έχει μια πιο άμεση οδό στον εγκέφαλο από οποιαδήποτε άλλη αίσθηση. Βοηθά στην επιβίωση του ανθρώπινου είδους, καθώς χρειάζεται τόσο για την εύρεση τροφής και τη διάκριση της καταλληλότητας αυτής, ενώ η απώλεια της μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της όρεξης. Βέβαια, βοηθά τον άνθρωπο και στην ανίχνευση κινδύνου (διαρροή γκαζιού), γι`αυτό και αφιερώνεται στην όσφρηση μεγαλύτερη περιοχή του φλοιού. Μάλιστα, η όσφρηση είναι περισσότερο ανεπτυγμένη στα άλλα είδη χρησιμοποιούμενη συχνά ως μέσο επικοινωνίας. Τα έντομα και μερικά άλλα ζώα εκκρίνουν φερομόνες, χημικά που ίπτανται στον αέρα και εισπνέονται από άλλα μέλη του είδους. Έτσι, ένας θηλυκός σκόρος μπορεί να εκκρίνει μια φερομόνη τόσο ισχυρή ώστε τα αρσενικά να έλκονται προς αυτή από απόσταση χιλιομέτρων. Ακόμη, τα έντομα χρησιμοποιούν την οσμή για να κοινοποιήσουν το θάνατο καθώς και την “αγάπη”. Τέλος, πολλά πειράματα δείχνουν ότι χρησιμοποιούμε την όσφρηση τουλάχιστον για να διακρίνουμε τον εαυτό μας από τους άλλους και να ξεχωρίσουμε τα αρσενικά από τα θηλυκά. Είναι σημαντικό ότι αυτές είναι επιδράσεις στη φυσιολογική λειτουργία κι όχι στη συμπεριφορά.
Οσφρητικό Σύστημα: Τα πτητικά μόρια εγκαταλείπουν την ουσία, ταξιδεύουν μέσω του αέρα και μπαίνουν στη ρινική κοιλότητα. Τα μόρια επίσης πρέπει να είναι διαλυτά στο λίπος, γιατί οι υποδοχείς της όσφρησης καλύπτονται από μια λιπαρή βλέννα. Το οσφρητικό σύστημα αποτελείται από τους υποδοχείς της ρινικής κοιλότητας, ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου και τις ενδιάμεσες νευρωνικές οδούς. Οι υποδοχείς της όσφρησης βρίσκονται στη ρινική κοιλότητα κι όταν έρχονται σε επαφή με τα πτητικά μόρια δημιουργούνται ηλεκτρικές ώσεις, οι οποίες μεταφέρονται από τους νευρωνικούς ιστούς στον οσφρητικό βολβό (περιοχή του εγκεφάλου κάτω από το μετωπιαίο λοβό). Ο βολβός αυτός συνδέεται με τον οσφρητικό φλοιό που βρίσκεται στον κροταφιαίο λοβό. Το ενδιαφέρον είναι ότι υπάρχει μια άμεση σύνδεση μεταξύ του οσφρητικού βολβού και της περιοχής του φλοιού που είναι γνωστή για το σχηματισμό μακρόχρονων αναμνήσεων. Γι`αυτό και συχνά μια ξεχωριστή μυρωδιά δύναται να ανακαλέσει μια παλιά ανάμνηση. Η σχετική έλλειψη ευαισθησίας των ανθρώπων δεν οφείλεται στο γεγονός ότι έχουμε λιγότερο ευαίσθητους οσφρητικούς υποδοχείς, αλλά στο γεγονός ότι έχουμε λιγότερους υποδοχείς: περίπου 10 εκ. υποδοχείς, σε αντιδιαστολή με το 1 δισ.εκ που έχουν οι σκύλοι.
ΓΕΥΣΗ
Σύστημα της Γεύσης: Τα ερεθίσματα για τη γεύση είναι μαι ουσία που διαλύεται με το σάλιο. Το συγκεκριμένο σύστημα περιλαμβάνει υποδοχείς που βρίσκονται πάνω στη γλώσσα καθώς και στο λαιμό και στον ουρανίσκο. Συνδέεται και αυτό με μέρη του εγκεφάλου και συνδετικές νευρικές οδούς. Οι υποδοχείς της γεύσης εμφανίζονται σε συστάδες που αποκαλούνται γευστικοί κάλυκες, οι οποίοι βρίσκονται στις θηλές της γλώσσας και γύρω από το στόμα. Στην άκρη των καλύκων υπάρχουν κοντές τριχοειδείς δομές που εκτείνονται για να κάνουν επαφή με τα διαλύματα μέσα στο στόμα. Η επαφή δημιουργεί μια ηλεκτρική ώση. Αυτή είναι η διεργασία της μορφομετατροπής. Μετά, η ηλεκτρική ώση πηγαίνει στον εγκέφαλο. Η ευαισθησία στα διάφορα γευστικά ερεθίσματα ποικίλλει από σημείο σε σημείο πάνω στη γλώσσα. Το κέντρο της γλώσσας είναι μια περιοχή που δεν έχει καμία ευαισθησία στη γεύση.
ΠΙΕΣΗ & ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ & ΠΟΝΟΣ
Η αφή εθεωρείτο κατά παράδοση μια ξεχωριστή αίσθηση. Σήμερα είναι γνωστό ότι περιλαμβάνει τρεις αισθήσεις του δέρματος: η μία ανταποκρίνεται στην πίεση, η άλλη στη θερμοκρασία και η τρίτη στον πόνο.
Πίεση: Μερικά μέρη του σώματος είναι πιο ευαίσθητα στην ένταση της πίεσης. Τα χείλη, η μύτη και τα μάγουλα είναι τα πιο ευαίσθητα, ενώ το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού είναι το λιγότερο ευαίσθητο. Το σύστημα της πίεσης εμφανίζει τεράστιες δυνατότητες προσαρμογής.
Θερμοκρασία: Οι υποδοχείς είναι νευρώνες ακριβώς κάτω από το δέρμα. Οι διαφορές της θερμοκρασίας κωδικοποιούνται, αρχικά, από τους συγκεκριμένους υποδοχείς που ενεργοποιούνται. Οι υποδοχείς του κρύου δεν ανταποκρίνονται μόνο στις χαμηλές θερμοκρασίες, αλλά και στις πολύ υψηλές. Η θερμοκρασία, επίσης, προσαρμόζεται τελείως σε μέτριες θερμοκρασίες, επομένως, ύστερα από λίγα λεπτά δεν αισθανόμαστε το ερέθισμα ούτε κρύο ούτε ζεστό.
Πόνος: Οποιοδήποτε ερέθισμα αρκετά έντονο ώστε να προκαλέσει βλάβη στον ιστό θεωρείται ερέθισμα πόνου, το οποίο ενεργοποιεί συγκεκριμένους υποδοχείς με τον πολύ υψηλό ουδό. Αυτοί οι υποδοχείς είναι νευρώνες με ελεύθερες νευρικές απολήξεις. Ως προς τις παραλλαγές στις ιδιότητες του πόνου, ίσως, η πιο σημαντική διάκριση είναι μεταξύ του πόνου που νιώθουμε αμέσως μετά από έναν τραυματισμό που αποκαλείται τονικός πόνος. Ο φασικός πόνος είναι συνήθως οξύς, άμεσος και σύντομος, ενώ ο τονικός πόνος είναι συνήθως αμβλύς και διαρκής. Οι ιδιότητες και η ένταση του πόνου επηρεάζονται από παράγοντες όπως ο πολιτισμός, οι προσδοκίες και οι προηγούμενες εμπειρίες.
->Θεωρία ελέγχου της θύρας του πόνου: Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η αίσθηση του πόνου απαιτεί όχι μόνο οι υποδοχείς του πόνου στο δέρμα να είναι ενεργοί αλλά και μια “νευρική πύλη” στο νωτιαίο μυελό να είναι ανοιχτή για να επιτρέπει στα μηνύματα από τους υποδοχείς του πόνου να περάσουν προς τον εγκέφαλο. Επειδή η νευρική πύλη μπορεί να κλείσει από τα μηνύματα που στέλνει ο φλοιός, η αντιληπτή ένταση του πόνου μπορεί να μειωθεί από τη νοητική κατάσταση του ατόμου. Φαίνεται να εμπλέκεται μια περιοχή του μεσεγκεφάλου που αποκαλείται πειυδραγωγός φαιά ουσία. Οι νευρώνες της ουσίας αυτής συνδέονται με άλλους νευρώνες που αναστέλλουν κύτταρα, τα οποία κανονικά θα μετέφεραν μηνύματα που προέρχονται από τους υποδοχείς του πόνου. Έτσι, όταν οι νευρώνες της περιυδραγωγού φαιάς ουσίας είναι ενεργοί, η πύλη κλείνει. Όταν οι νευρώνες είναι αδρανείς, η πύλη ανοίγει. Αναλγητικά, όπως η μορφίνη, επηρεάζουν κυρίως τη νευρωνική επεξεργασία. Μια πιο ήπια εκδοχή αυτού του φαινομένου είναι γνωστή σε όλους: το τρίψιμο της περιοχής της καρδιάς ανακουφίζει από τον πόνο, προφανώς γιατί το ερέθισμα της πίεσης κλείνει την πύλη του πόνου. Ένα φαινόμενο που σχετίζεται με την αναλγησία που προκαλείται με ερέθισμα είναι η μείωση του πόνου ως αποτέλεσμα βελονισμού.
Πηγή: Atkinson, R. L., Atkinson, R. C., Smith, E. E., Bem, D. J., Nolen-Hoeksema, S. (2003). Εισαγωγή στην ψυχολογία του Hilgard. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.