Μεγάλη μερίδα επιστημόνων -ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, ποινικολόγοι– έχουν επιστήσει την προσοχή τους στο σχολικό εκφοβισμό ως ένα υπαρκτό παγκόσμιο φαινόμενο με εκτεταμένες αρνητικές συνέπειες στην ψυχική και σωματική υγεία των θυμάτων του. Αναμφίβολα, η ανάγκη να κατανοηθούν σε βάθος τα αίτια του σχολικού εκφοβισμού είναι πολύ σημαντική, σχεδόν επιτακτική, αφού έχει σαν στόχο την δημιουργία πλάνων δράσεων που θα βοηθήσουν σημαντικά στην πρόληψη και γιατί όχι στην εξάλειψη του.
Ο τρόπος λοιπόν που θα βοηθήσει στην εις βάθος κατανόηση των αιτιών του σχολικού εκφοβισμού, σύμφωνα με την επιστημονική κοινότητα, είναι αν μελετηθεί κάτω από το πρίσμα τριών βασικών θεωρητικών προσεγγίσεων που σχετίζονται με το έγκλημα: «Θεωρία Εγκλήματος και Αυτοέλεγχος» (Self Control Theory of Crime ), «Η Θεωρία της Διαφορικής Συναναστροφής» ( Differential Association Theory) και η «Γενική Θεωρία της Έντασης» (General Strain Theory) (Moon et al., 2011).
Σύμφωνα με την «Θεωρία Εγκλήματος και του Αυτοελέγχου» (Self Control Theory of Crime ), την οποία ανέπτυξαν οι Gottfredson and Hirchi το 1990, όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να διατηρήσουν τον αυτοέλεγχο τους και ταυτόχρονα βρίσκονται αντιμέτωποι στην ζωή τους με κατάλληλες συνθήκες και ευκαιρίες να βιαιοπραγήσουν, υπάρχει πιθανότητα να διαπράξουν κάποιο έγκλημα.
Επίσης, οι Gottfredson and Hirchi θεώρησαν ότι το έγκλημα ίσως να μην είναι αποτέλεσμα γενετικής κληρονομιάς ή οποιασδήποτε άλλης βιολογικής αιτίας. Αντίθετα υπέθεσαν ότι αποτελεί μια συμπεριφορά η οποία μαθεύτηκε και υιοθετήθηκε μέσα από την οικογένεια στα πρώτα στάδια κοινωνικότητας του παιδιού και μεταφέρθηκε στο δεύτερο στάδιο της κοινωνικότητας, που ξεκινά συνήθως όταν το παιδί πάει στο σχολείο, παίρνοντας την μορφή του σχολικού εκφοβισμού (Grasmick et al., 1993).
Μετέπειτα έρευνες που έχουν γίνει πάνω στον αυτοέλεγχο έχουν ενισχύσει σημαντικά την «Θεωρία του Εγκλήματος και του Αυτοελέγχου» (Self Control Theory of Crime). Μάλιστα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο χαμηλός αυτοέλεγχος ή η έλλειψή του αποτελεί ίσως το πιο σημαντικό παράγοντα στην άσκηση οποιασδήποτε μορφής βίας (Pratt & Cullen, 2000; Wikström & Treiber, 2007).
Από την άλλη, η «Θεωρία της Διαφορικής Συναναστροφής» (Differential Association Theory), η οποία αναπτύχθηκε από τον Sutherland (1947), υποστηρίζει ότι τα άτομα που συναναστρέφονται με άλλα άτομα, τα οποία έχουν αναπτύξει αντικοινωνική ή βίαιη συμπεριφορά, είναι πολύ πιθανόν να ενεργήσουν το ίδιο (Matsueda, 2001).
Οι περισσότερες μελέτες και έρευνες που έχουν γίνει σε μετέπειτα χρόνο για την παραπάνω θεωρία όχι μόνο την έχουν υποστηρίξει, αλλά έχουν επίσης καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η βίαιη συμπεριφορά των παιδιών είναι αποτέλεσμα της χαμηλής εποπτείας ή της έλλειψης αυτής από τους γονείς η τους νόμιμους κηδεμόνες τους (War , 2005; Leve & Chamberlain, 2005).
Τέλος, η «Γενική Θεωρία της Έντασης» (General Strain Theory) υποστηρίζει ότι όταν τα παιδιά είναι εκτεθειμένα σε στρεσογόνες καταστάσεις όπως η απώλεια γονέων, η σωματική κακοποίηση, η κατάθλιψη ή η βίωση κάθε μορφής επιθετικότητας μέσα η έξω από την οικογένεια, διατρέχουν τον κίνδυνο να αναπτύξουν και τα ίδια εγκληματικές ή βίαιες συμπεριφορές (Agnew, 2014).
Η παραπάνω θεωρία μελετήθηκε από τους Aseltine et al., (2000) οι οποίο εξέτασαν δεδομένα σε παραπάνω από τρεις διαφορετικές μελέτες που είχαν υλοποιηθεί στο κέντρο της Βοστώνης στην Μασαχουσέτη μεταξύ μαθητών. Το αποτέλεσμα από την παραπάνω μελέτη ήταν ότι η σχέση μεταξύ επιθετικότητας και στεγοσογόνων καταστάσεων ήταν αυξημένη, και πολλοί από τους μαθητές που είχαν βιώσει τέτοιες καταστάσεις, καθώς και τα αρνητικά συναισθήματα που είχαν αναπτυχθεί από αυτές (μίσος, φόβος, ανασφάλεια κ.α.), είχαν εκφραστεί μέσω βίαιων συμπεριφορών (Broidy, 2001).
Πηγές:
Agnew, R. (2014). General strain theory. In Encyclopedia of Criminology and Criminal Justice (pp. 1892-1900). Springer New York.
Aseltine Jr, R. H., Gore, S., & Gordon, J. (2000). Life stress, anger and anxiety, and delinquency: An empirical test of general strain theory. Journal of Health and Social Behavior, 256-275.
Broidy, L. M. (2001). A Test of General Strain Theory. Criminology,39(1), 9-36.
Grasmick, H. G., Tittle, C. R., Bursik, R. J., & Arneklev, B. J. (1993). Testing the core empirical implications of Gottfredson and Hirschi’s general theory of crime. Journal of research in crime and delinquency, 30(1), 5-29.
Matsueda, R. L. (2001). Differential association theory. Encyclopedia of criminology and deviant behavior, 1, 125-130.
Moon, B., Hwang, H. W., & McCluskey, J. D. (2011). Causes of School Bullying Empirical Test of a General Theory of Crime, Differential Association Theory, and General Strain Theory. Crime & Delinquency, 57(6), 849-877.
Pratt, T. C., & Cullen, F. T. (2000). The empirical status of Gottfredson and Hirschi’s general theory of crime: A meta‐analysis. Criminology, 38(3), 931-964.
Warr, M. (2005). Making delinquent friends: Adult supervision and children’s affiliations*. Criminology, 43(1), 77-106.
Wikström, P. O. H., & Treiber, K. (2007). The Role of Self-Control in Crime Causation Beyond Gottfredson and Hirschi’s General Theory of Crime.European Journal of Criminology, 4(2), 237-264.