φωτογραφίες: Δήμητρα Λιώση & Πάνος Καλημέρης
Όταν συνομιλείς με ορειβάτες οι λέξεις βρίσκουν άλλο νόημα, άλλη έννοια και τα βουνά είναι στόχος, το περπάτημα ζωή, η αλήθεια φαντάζει μαγική και όλα αποκτούν νόημα στην προσπάθεια της ψυχής. Εκεί τους βρίσκεις και εκεί θα βρεθούν, στις πιο όμορφες στιγμές της φύσης και στην υπέρβαση της πραγματικότητας.
Συναντηθήκαμε με την ορειβατική αποστολή του ΕΟΣ Αχαρνών, που ολοκλήρωσε την πορεία στο Everest Base Camp, βρήκε τον τρόπο και τον εαυτό της μέσα απ’ την εμπειρία αυτή και επέστρεψε με δύναμη ψυχής και διαφορετικά ερεθίσματα ζωής.
«Ανάμεσα στο μπλε του ουρανού και στο γαλάζιο της θάλασσας, επιλέγω εκείνο το χρώμα που φώτιζε τις κορυφές, καθώς με πλησίαζαν… Και δεν έχει όνομα γιατί δεν ήταν ένα, αλλά πολλά… τόσα πολλά, μα πάλι έμοιαζε σαν ένα. Ήταν λέξεις, εικόνες, συναισθήματα, ήταν εσύ, ήταν εγώ, και ήταν όλοι εμείς και πάλι κανένας μας», μας λέει η Τίνα (Μελέτη) και η συνάντησή μας φαντάζει μοναδική.
Για τα ταξίδια μιλάς μόνο με σκέψεις. Ανοίγεις τη μνήμη και όσο σκαλίζεις τα κιτάπια της συνειδητοποιείς πόσο τελικά όλα είναι αλλιώς, ακόμα κι εσύ. Προσπαθείς να βάλεις σε μια τάξη –σε μια σειρά– τα βιώματα, τις εικόνες, τα συναισθήματα και μέχρι να καταφέρεις κάτι είσαι και πάλι εκεί, μακριά στην αλήθεια που σε στοιχειώνει. Και είναι αυτή η αλήθεια που σε κάνει ακόμα πιο άνθρωπο, ακόμα πιο δικό σου πλάσμα, για να ξέρεις ότι τελικά εκείνο το ταξίδι σε βρήκε, δεν πήγες ποτέ εκεί από επιλογή· από ανάγκη όμως.
«Από μόνο του το Everest Base Camp Trek, με τον επιβλητικό τίτλο της πιο ψηλής κορυφής του κόσμου, σε κάνει να φαντάζεσαι ψηλές κορφές και να νιώθεις πως θα κάνεις κάτι πολύ μεγάλο… με αυτό το συναίσθημα ξεκίνησε το ταξίδι μας», είναι τα λόγια του Θεολόγου (Τερζιάδης) και αφήνει χαμόγελα στη συζήτηση.
Κάθε προορισμός είναι μια αρχή, ένα ξεκίνημα που σε σέρνει μακριά από προσδοκίες και εσωτερικές περιπλανήσεις, για να αντιληφθείς ότι υπάρχει κι άλλος κόσμος εκτός απ’ τον δικό σου.
«Η αρχή έγινε με μία ανακοίνωση, η οποία έγινε φαντασίωση και μετά στόχος. Έβαλα μπροστά μου μαζεμένες πολλές προσωπικές υπερβάσεις. Πιο ψηλά και πιο μακριά από ποτέ. Ό,τι έπλασε η φαντασία μου γκρεμίστηκε υπέροχα με το βίωμα αυτής της εξόρμησης», επισημαίνει ο Διονύσης (Χαϊκάλης) και τελικά κάπου όλα βρίσκονται σε μία κοινή βάση ζωής.
Η πολυήμερη πορεία ήταν το πρώτο δεδομένο και οι αναβάσεις είχαν διαφορετικές απαιτήσεις λόγω του υψομέτρου. Η ομάδα βρέθηκε να ξεκινά τα ορειβατικά της δρώμενα από τα 2.700 μέτρα… όσο περίπου είναι και η κορυφή του Ολύμπου.
«Οι περισσότεροι συνηθίζουν να μιλούν για ταξίδια ζωής. Εγώ προτιμώ να τις ονομάζω βόλτες», μας λέει η Γιουστίνα (Σκοβίερζακ-Λούσκα), η οποία βρέθηκε στην αποστολή περίπου δύο εβδομάδες πριν την αναχώρηση… όταν ακυρώθηκε μια συμμετοχή, «είπα ναι, και μετά συνειδητοποίησα ένα όμορφο πανικό-τρόμο για όλο αυτό».
Το ταξίδι ήταν άγνωστο για όλους τους συμμετέχοντες. Πρώτη φορά στα βουνά του Νεπάλ, πρώτη φορά σε τόσο μεγάλη πορεία, πρώτη φορά σε μια δοκιμασία υψομέτρου και προσωπικών ορίων τέτοιας φύσης.
Είναι το σημείο που, όσο σίγουρος κι αν είσαι, όσο κι αν πιστεύεις στον εαυτό σου, όλο και κάτι θα υπάρχει να σε ανησυχεί.
«Σκεφτόμουν, θ’ ανταπεξέλθω στις συνθήκες; Θα είμαι σαν το μαύρο πρόβατο; Δεν έχω εμπειρία… Τι θα κάνω με τη γάτα;» αναφέρει η Γιουστίνα και θυμάται ότι το ταξίδι αυτό ξεκίνησε για την ίδια αρκετά χρόνια πριν, σαν ιδέα. «Κάποτε είχαμε πει με τη μητέρα μου να πηγαίναμε μαζί, γιατί κι αυτή ήταν ταξιδιάρα ψυχή, με πολλά περισσότερα κότσια από μένα…»
Όταν όμως σε βρίσκει ο χρόνος σε μια τέτοια χώρα και υπό το πρίσμα μιας ορειβατικής περίστασης, όλα είναι ένα αμάλγαμα εικόνων, αισθήσεων και συναντήσεων.
«Αυτή η πόλη, η Καταμαντού…» ξεκινά ο Θεολόγος και ψάχνει λέξεις. «Ένα όμορφο χάος στους δρόμους, ένα συνονθύλευμα από υπερφορτωμένα αυτοκίνητα, πολύχρωμα μηχανάκια να ξεπετάγονται, αγελάδες στη μέση του δρόμου, πολύχρωμα σημαιάκια κρεμασμένα στον ουρανό, σκόνη, μυρωδιές από λιβάνια έντονης θρησκευτικής συνείδησης και ανθρώπους να χαμογελούν και να σε χαιρετούν: Namaste! Νιώθεις λες και εναρμονίζεσαι σ’ ένα ξεχωριστό παράλληλο σύμπαν».
Η ορειβατική διαδρομή είχε την αφετηρία της στην πόλη Lukla, με την προσγείωση σε ένα απ’ τα πιο επικίνδυνα αεροδρόμια του κόσμου. Η περιπέτεια μόλις ξεκινούσε. Καθεμία απ’ τις μέρες έχει διαφορετικό χρώμα και οσμή. Μικρά χωριά, ακόμα πιο μικροί οικισμοί, άνθρωποι που σε κοιτούν δίχως να ζητούν κάτι, ζώα που μοιράζονται μαζί σου το μονοπάτι και εσύ να υπάρχεις εκεί και να προσπαθείς να εγκλιματιστείς, στα μέσα και στα έξω σου.
«Phakding, Namche, Tengboche, Dingboche, Lobuche, Gorakshep και τόσα άλλα μέρη της κοιλάδας στον παγετώνα Khumbu ήταν μέρος της διάσχισης… επισκεφτήκαμε χωριά, μείναμε σε καταυλισμούς, γνωρίσαμε καθημερινές συνήθειες των κατοίκων και γοητευτήκαμε από την αγνότητα του βλέμματός τους, τη στωική στάση απέναντι στις δυσκολίες της σκληρής καθημερινότητας και την ευγένεια στην επικοινωνία μας», συνοψίζει τον κόσμο αυτόν σε φράσεις ο Θεολόγος.
Όσο για το υψόμετρο, οφείλεις να είσαι προετοιμασμένος. Οι αλλαγές είναι σημαντικές και μπορούν να καταλήξουν σε άσχημες συνθήκες. Οι συχνοί πονοκέφαλοι είναι ένα συμβάν, αλλά αν όλη αυτή η κατάσταση μείνει στα όρια αυτά, τίποτα δεν σε σταματά απ’ το περπάτημα. Καλή διατροφή και πολύ νερό· αυτά αρκούν για να ξέρεις ότι έχεις μια πρώτη καλή βάση. Τα υπόλοιπα μυρίζουν ψυχή. Αν κάτι διεκδικεί το βουνό, αυτό είναι σεβασμός. Αν αυτό σου λείπει, μείνε χαμηλά γιατί καμία υπέρβαση δεν θα σε κάνει πιο χαρούμενο.
«Η επίτευξη των υπερβάσεων ήταν τελικά μόνο ένα μικρό κομμάτι του ταξιδιού, το οποίο ολοκληρώθηκε αφήνοντας ένα καινούριο στίγμα αρχής, ακόμα θολό και ασχημάτιστο», μας λέει ο Διονύσης και η Κωνσταντίνα (Αρετάκη) συμπληρώνει: «Η φύση, το περπάτημα, το να βιώνω την εξοχή και με τις πέντε αισθήσεις –κυριολεκτικά– είναι τρόπος ζωής… Προτιμώ να περπατάω χιλιόμετρα σε περιοχές με φυσικές ομορφιές ή πολιτιστικό ενδιαφέρον. Το EBC ήταν στόχος και μου αρέσει να ξεπερνώ τα όριά μου… Το είχα κατά νου χρόνια τώρα. Τελευταία ο στόχος αυτός απέκτησε και κίνητρο· ήθελα να τα καταφέρω προς τιμήν ενός πολύ αγαπημένου προσώπου που έφυγε από τη ζωή».
— Τελικά, πώς είναι στο Everest Base Camp;
Δεν υπάρχουν πάντα λέξεις για όλα και όπου. Είναι όμως οι ματιές που κάνουν τη διαφορά και που τελικά πείθουν ότι με μία και μόνο έκφραση μπορείς να πεις πολλά. Σε ερωτήσεις σαν κι αυτές σηκώνεις το κεφάλι και ψάχνεις τις σκέψεις σου. Αιωρείσαι μαζί τους μήπως και τελικά κάτι συμβεί, κάτι κατέβει και γίνει φράση. Κι ο καθένας ξεκινά μόνο τα δικά του.
«Πραγματοποίησα ένα ονειράκι που είχα… γνωριμία με οκτώ νέους φίλους που μοιραζόμαστε παρόμοιες τρέλες… σε κάποιες στιγμές, ένιωσα την παρουσία της μητέρας μου…» μονολογεί η Γιουστίνα, ενώ ο Θεολόγος επισημαίνει ότι «ήταν ο πρώτος στόχος της ομάδας, να φτάσουμε στην κατασκήνωση βάσης της ψηλής κορφής του Έβερεστ, σε υψόμετρο 5350 μέτρα. Ο παγετώνας θέτει το όριο ανάμεσα στον επίδοξο ορειβάτη κορυφής και στο χωριό από σκηνές που χρησιμοποιούν για εγκλιματισμό και προετοιμασία στην προσπάθεια ανάβασης για την ψηλότερη κορφή του κόσμου, το Everest!»
«Δεν ήταν εύκολο, ειδικά σ’ εκείνες τις ατελείωτες ανηφόρες, αλλά ούτε και ακατόρθωτο… Κάθε που σου κόβεται η ανάσα στις ανηφόρες και αισθάνεσαι τις δυνάμεις να σε εγκαταλείπουν, τότε σκέφτεσαι τον λόγο για τον οποίο είσαι εκεί και ξεκινάς πάλι… μέχρι το τέλος», μας λέει η Κωνσταντίνα και συνεχίζει: «Τελικά αυτές οι μοναδικές εικόνες των πανύψηλων βουνών, τα τοπία, οι άνθρωποι που συναντάς και συνοδοιπορείς μαζί τους, σε αποζημιώνουν και με το παραπάνω για όλο τον κόπο και την ταλαιπωρία. Και ο στόχος επετεύχθη».
Η Μαρίνα (Μπούζη) μάς δίνει τη δική της εκδοχή. «Και να, φτάσαμε στην ημέρα του trek που ονειρευόμουν. Πάμε στο base camp… Η αναπνοή υπάκουη, τα βήματα αργά, η προσήλωση στον στόχο σταθερή. Και τελικά κατάφερα και προσέγγισα το base camp, περπάτησα, είδα ορειβάτες να περνούν κρεβάς. Τα κατάφερα, τα καταφέραμε…»
Αλλά η απάντηση δεν είναι ίδια, δεν έχει μόνο έναν παρονομαστή. «Υπάρχουν τόποι μαγικοί, τους οποίους η παιδική φαντασία εξωθεί στα όρια του μύθου και η αχλή μυστηρίου που τους περιβάλλει εξακολουθεί να στοιχειώνει και την ενήλικη εκδοχή του εαυτού μας», λέει ο Παναγιώτης (Καλημέρης) και όλοι σιωπούν πίσω απ’ τις λέξεις του. Ταυτίζονται και χαμογελούν. «Έτσι, στην απόφαση για ένα ταξίδι εκεί, ελλοχεύει απτός ο κίνδυνος της απομυθοποίησης, της απομάγευσης του τόπου αυτού στα μάτια του παιδιού που κάποτε υπήρξες–»
«Το να το περιγράψεις σε λίγες λέξεις, δεν μπορείς… ίσως εγώ δεν μπορώ», τον διακόπτουν οι πρώτες φράσεις της Δήμητρας (Λιώση). «Δεν μπορώ γιατί δεν γνωρίζω τον τρόπο να εκφραστώ σωστά, να βάλω σε μια λογική σειρά τις λέξεις… τις λέξεις που πρέπει να περιγράψουν τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις εικόνες, την ενέργειά…»
Στον πρώτο αυτόν δισταγμό, ο Παναγιώτης συνεχίζει: «Τα Ιμαλάια δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Η δια ζώσης επαφή με τη σχεδόν μεταφυσική διάσταση των αιωνίως χιονοσκεπών κορφών τους συντηρούν μοναδικά τον παιδικό μύθο».
Τελικά, θα μείνουν μόνο τόσες λέξεις, όσες και ιδέες στη μνήμη και στο θυμικό του καθενός. Όλα εκείνα τα στίγματα που θα μας κάνουν να αναπολούμε και να κρύβουμε μια σταγόνα χαράς για όσα η ενέργεια του τόπου εκείνου απάλειψε τα μέσα μας.
«Πώς μπορώ να τ’ αποτυπώσω όλα αυτά δεν ξέρω… Ξέρω όμως ότι μπορείς να το ζήσεις, να το νιώσεις, να γίνεις ένα με αυτό! Εγώ το έζησα, το ένιωσα, έγινα ένα… Το ζήσαμε», ψιθυρίζει η Δήμητρα και ο χρόνος σταματά.
Δύσκολες οι απαντήσεις για κάτι που σε έχει αλλάξει και που επενεργεί μέσα σου. Μετά υπάρχει μόνο η επιστροφή στην αλήθεια μας και σε μία πραγματικότητα από την οποία για λίγο φάνηκε η ομάδα να αποδρά.
«Κουβαλούσαμε τα σακίδιά μας άδεια από εφόδια, μα φορτωμένα αναμνήσεις που σε στιγματίζουν, εικόνες απίστευτης ομορφιάς κι εμπειρίες παρέας με νέους φίλους», λέει ο Θεολόγος και σημειώνει ότι, στο ταξίδι αυτό, ο καθένας ξεπερνά τις προσδοκίες, τον εαυτό του μέσα απ’ τις δυσκολίες, αλλά και το εγώ του… «ταξιδέψαμε σε ένα μαζί και γίναμε ένα σαν ομάδα κι ένα με όλο τον κόσμο που ήμασταν μέρος του».
Στα λόγια της Τίνας, όμως, η σκέψη όλων σταματά. «Αν ακούσεις τη σιωπή που κάνουν τα βήματα της προσπάθειας, το ζεις ξανά και ξανά. Και αν απομονώσεις το εκκωφαντικό θόρυβο των σκέψεων μέσα σου και τις διώξεις, έχεις ήδη φτάσει… Ακόμα κι οι λιγοστές ανάσες γίνονται αρκετές», λέει και μας κοιτά με χαμόγελο. «Βήμα αργό, βλέμμα κουρασμένο, βρόμικο σώμα, καθαρή ψυχή… όλα όσα χρειάζεσαι για να περιγράψεις ένα ταξίδι, που δεν περιγράφεται· απλώς το ζεις».







