Μέρος 3ο
Στη Βολιβία, τον με δίχως όρια παράδεισο
Όταν περνάς τα σύνορα για τη Βολιβία, ξέρεις ότι ο κόσμος μπορεί και να αλλάξει. Δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, είναι απλώς αυτή η αίσθηση ότι οι άνθρωποι είναι πιο ήρεμοι, πιο χαλαροί, πιο «άνθρωποι». Έτσι και ο τόπος τους. Σε υποδέχεται λες και σου ανήκει, λες και σε γνωρίζει από παλιά και ανοίγει σαν αγκαλιά.
Οι πρώτες εικόνες στη διάσχιση της ενδοχώρας μοιάζουν απόκοσμες και ο νους ταξιδεύει στην απεραντοσύνη της φύσης. Γεωθερμικά πεδία, θερμοπηγές, κρατήρες, πέρασμα από τις Laguna Blanca και Laguna Verde, αλλά και το μέρος της ερήμου που ο Salvador Dali ήρθε και «πείραξε» τα σχήματα στις πέτρες (Desierto del Salvador Dali).
Βγαίνεις από το αμάξι, μετά από ώρες οδήγησης σε χωματόδρομους και σκόνη, και η αίσθηση του αέρα μοιάζει να ηρεμεί τον νου. Ακούς μόνο όσα βλέπεις. Τα χρώματα εναλλάσσονται μπροστά σου και σε κάθε σημείο του ορίζοντα η φύση υπάρχει σαν κάλεσμα. Ξεκινάς τα τρέχεις μέχρι να λαχανιάσεις, να μην έχεις άλλο. Ξαπλώνεις και γελάς. Γίνεσαι ένα με τον ουρανό και αισθάνεσαι τη γη να πάλλεται.
Επιστρέφεις στο αυτοκίνητο και δυναμώνεις τη μουσική, ανοίγεις τα παράθυρα και κοιτάς απ’ τον καθρέφτη την άμμο που αναστατώνεται στο πέρασμά σου.
Η επόμενη στάση είναι στο Aguas Termales de Polques, κάπου στο πουθενά. Οι θερμές πηγές είναι η άμεση πρόκληση. Ανάμεσα στο κρύο και στον αέρα, βρίσκεσαι με το μαγιό σου να βουτάς στη πιο ζεστή στιγμή του ταξιδιού. Αφήνεσαι στην αίσθηση των πηγών όσο τριγύρω σου απλώνεται η έρημος από αλάτι, σμήνη πουλιών που περνούν σε σχηματισμούς και η μυρωδιά της ζωής εκεί. Ξαπλώνεις στο νερό με τους υδρατμούς να θολώνουν τη θέα των βουνών τριγύρω σου.
Εκεί που η γη κοχλάζει, στέκεις ακίνητος. Να αισθανθείς το «βρυχηθμό» της και το βράσιμο της ανάσας της, όσο η λάβα υπάρχει ακόμα. Στα θυελλώδη geysers του Sol de Mañana περπατάς ανάμεσα στις «τρύπες της γης», εκεί που κάθε σου βήμα μοιάζει κούφιο, η λάσπη βράζει και ο καπνός γίνεται πίδακας μπροστά στα μάτια σου. Η γη ξυπνά, σαν εκπνοή ζωής, σκέφτεσαι και ο νους σου τρέχει σε ένα προηγούμενο ταξίδι στην Ισλανδία.
Συνεχίζεις την πορεία σου στην ευρύτερη περιφέρεια του Potosi, με κατεύθυνση βόρεια, για να βρεθείς κοντά στα 4.200 μέτρα υψόμετρο και να απλωθεί μπροστά σου μια ακόμα λίμνη από αλάτι… αυτή τη φορά όμως γεμάτη χρώμα. Η Laguna Colorada είναι ένα μαγευτικό τοπίο, εξήντα τετραγωνικών χιλιομέτρων, με τα βουνά να απλώνονται τριγύρω και τα φλαμίνγκο να στέκουν διάσπαρτα στο νερό.
Η νύχτα σε βρίσκει στο Villamar, απ’ όπου θα ξεκινήσεις νωρίς το πρωί για τις βολκανικές πέτρες στην Italia Perdida και τη Laguna Negra. Το mirador στο φαράγγι του Canon de Alota μοιάζει σαν άνοιγμα για τα έγκατα, εκεί που τελικά κανείς μας δεν θα φτάσει και οι σκιές του είναι κάτι παραπάνω από αντανακλάσεις του ουρανού. Ώρες μετά και η πρώτη σου επαφή με το Salar de Uyuni σε ξυπνά απ’ την κούραση. Το απόλυτο λευκό. Σταματάς και κατεβαίνεις για λίγο· να μη χάσεις τη στιγμή. Η νύχτα είναι κοντά και σε βρίσκει σε έναν ξενώνα χτισμένο από αλάτι, δίχως θέρμανση και μια λάμπα αερίου στο δωμάτιο. Κοιμάσαι, έτοιμος για το πιο όμορφο ξύπνημα της ζωής σου.
Τέσσερις η ώρα τα ξημερώματα και το σκοτάδι κρύβει τα πάντα. Με τη θερμοκρασία αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να αφεθείς και να περιμένεις. Τελευταία γουλιά από το ζεστό σου τσάι με φύλλα κόκας και ξεχύνεσαι στους δρόμους από αλάτι. Στο πρώτο φως σταματάς και βγαίνεις. Πατάς στο πουθενά, στην αλμυρή υφή της γης και κοιτάς τον ορίζοντα. Καθώς ο ήλιος εμφανίζεται, τα χρώματα γίνονται πιο έντονα και ο τόπος ακόμα πιο φιλόξενος. Κοιτάς τριγύρω σου και ηρεμείς. Σκέφτεσαι λίγα και αφήνεσαι σε όσα σου προσφέρει το μέρος. Σκιές από βουνά στο βάθος, ένα απέραντο κενό μπροστά σου και η ζωή να ξεκινά απ’ την αρχή. Ηρεμία του νου, παραμιλάς και ζεσταίνεις τις παλάμες σου, καθώς ξυπνάς στο Salar de Uyuni. Στα πρώτα χνώτα οι ακτίνες ξεκινούν κι ένας ήλιος γίνεται ο λόγος να ξέρεις ότι είσαι, ίσως, ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου. Όλα αλλάζουν μπροστά σου κι εσύ απλώς το ζεις. Σου είναι αρκετό, κι αυτό το απόλυτο τίποτα του τόπου μοιάζει να σου χαρίζει κάτι απ’ τα πάντα της στιγμής.
Φεύγεις από εκεί αρκετές ώρες μετά, όταν ο ήλιος πλέον είναι ψηλά, τα παπούτσια σου είναι γεμάτα χοντρό αλάτι και περπατάς ανάμεσα στους κάκτους του Isla Incahuasi και τρέχεις σαν παιδί ανάμεσα απ’ τις δεκάδες σημαίες του Isla de las Banderas. Αφήνεις πίσω του το Monumento Dakar για να περιπλανηθείς στο ερημικό χωριό Colchani και στο Cementerio de Trenes, εκεί που οι ράγες των τρένων φιλοξενούν τη σκουριά απ’ τα ιστορικά βαγόνια.
Το ίδιο βράδυ ξαπλώνεις στο κάθισμα το λεωφορείου. Μέχρι το ξημέρωμα θα σε έχει φέρει στην πόλη της La Paz. Κλείνεις τα μάτια απ’ την κούραση κι εκείνο το πρώτο, γεμάτο από δεσμίδες χρωμάτων φως στο Salar de Uyuni σε συντροφεύει για ώρες.
Για τη La Paz, την «κόκκινη πόλη» όπως όλοι λένε μπορείς να μιλάς για πάντα. Οι άνθρωποί της, οι γειτονιές, τα κρυφά μέρη, οι τοπική αγορά, τα παζάρια, οι ανηφόρες, οι κατηφόρες, όλα είναι ένα μικρό σύμπλεγμα χρωμάτων και αισθήσεων που μόνο αν χαθείς στους δρόμους της μπορείς να καταλάβεις.
Στην αγορά των μαγισσών (Mercado de las brujas) μπορείς και να πιστέψεις ότι τελικά όλα είναι ένα σύννεφο, με τις «κυρίες» να σε προτρέπουν να πλησιάσεις, χαμόγελα από στολισμένες οδοντοστοιχίες, σκούρες ρυτίδες και πλεξούδες να μακραίνουν το βλέμμα. Ανάμεσα σε «διαβασμένα» σκευάσματα, χρωματιστές σκόνες με ποικίλες ιδιότητες και ταριχευμένα μικρά λάμα, μπορείς μόνο να σκεφτείς ότι η Pachamama (μητέρα γη ή μητέρα του χρόνου) διεκδικεί τις καλύτερες προσφορές από τους πιστούς της. Και οι άνθρωποι εκεί ανάβουν φωτιές στις γωνιές, «θυσιάζουν» φρούτα, ζαχαρωτά, τρόφιμα και σηκώνουν τις φλόγες ψηλά για την πιο ήρεμη θυσία του κόσμου. Τα υπόλοιπα είναι γεύσεις από αλκοόλ και πιστούς, που ντύνονται γεμάτοι χρώμα και στενά καπέλα.
Κάνεις μια βόλτα στις συνοικίες της πόλης και όλα μοιάζουν μια ατελείωτη ανηφόρα. Τα καταφέρνεις με δύσκολες ανάσες λόγω του υψομέτρου και ακολουθείς τους ντόπιους. Πού ψωνίζουν, πού τρώνε, πού βρίσκουν χρόνο για καφέ, ακόμα και σε ποιες πλατείες ή πεζοδρόμους ξεκουράζονται. Είσαι εκεί και προσπαθείς να συντονιστείς με έναν κόσμο που μοιάζει να έχει μείνει χρόνια πίσω, αλλά ζει μαζί σου στο τώρα. Χτισμένη μέσα στην πλαγιά, η πόλη αυτή μοιάζει λες και κάποιος άφησε μια ριξιά σπίτια από το El Alto, μέχρι το πιο νότιο σημείο της πόλης. Όλα τα άλλα, απλώς δεν χωρούν σε λέξεις.
Βρίσκεις μια πτήση για το Rure. Δεν το λένε έτσι, αλλά έτσι το φωνάζουν οι ντόπιοι. Προσγειώνεσαι στο Rurrenabaque, σε κάτι που μοιάζει με αεροδρόμιο. Τουλάχιστον προσγειώθηκες. Δίπλα σου υπάρχει μόνο η φύση του Αμαζονίου και κάτι απλό, κάτι ήρεμο από ζωή. Δέντρα παντού, πυκνή βλάστηση και ζώα που ποτέ δεν φανταζόσουν ότι θα πλησιάσεις.
Τρεις ώρες οδήγηση στα βάθη της Αμαζονίας και άλλες δύο ώρες με τις βάρκες (pampas) για να φτάσεις εκεί που θα φιλοξενηθείς τις επόμενες τρεις μέρες. Η νύχτα σε βρίσκει δίπλα απ’ το ποτάμι, σε μια αιώρα, με ελάχιστο φως, την παρέα από τα κουνούπια και δροσερούς ήχους τριγύρω σου. Όλα μοιάζουν άγνωστα, απόκοσμα και ο νους ξεκινά τα δικά του. Κοιτάς στο πλάι και η όχθη είναι γεμάτη «λαμπερές ματιές» στο νερό. Σηκώνεις το κεφάλι και κάτι κινείται στις φυλλωσιές. Ένα κουνούπι βουίζει στα αριστερά σου, τινάζεσαι. Ένα σύρσιμο λίγο πιο κάτω απ’ το ξύλινο δάπεδο και ένα βούτηγμα στο ποτάμι. Ξεφυσάς, σκεπάζεσαι και κλέβεις κάτι απ’ την ηρεμία του τόπου.
Τα πρωινά εκεί είναι γεμάτα βόλτες στον Αμαζόνιο, ανάμεσα σε εκατοντάδες κροκόδειλους, ροζ δελφίνια κι εσύ να παρατηρείς χρωματιστά πουλιά, περίεργα ζώα στις όχθες και να ψαρεύεις πιράνχας. Λίγο πριν επιστρέψεις στην αιώρα η βάρκα σταματά. Ο βαρκάρης σε κοιτά και χαμογελά. «Τι συμβαίνει;» ρωτάς. Μόνο σε κοιτά. «Λέγε», επιμένεις. Σου κάνει νόημα. Δεν καταλαβαίνεις. Γελά πιο δυνατά. «Βούτα!» σου λέει. Τον κοιτάς, οι όχθες είναι γεμάτες ανοιχτά σαγόνια απ’ την προϊστορία της πανίδας και το νερό θολό. Σου κάνει και πάλι νόημα. Γελά. «Είναι οκ;» ρωτάς δίχως να το σκεφτείς. Και πάλι γελά. Το μόνο που θυμάσαι είναι εκείνη η δροσιά του Αμαζονίου στο κορμί σου, το ξύπνημα απ’ την αίσθηση, το παιχνίδι στα καφέ νερά, τα ψάρια ανάμεσα στα πόδια σου κι έναν-δυο ήχους απ’ τις όχθες. Γυρνάς και ίσα που προλαβαίνεις να δεις την ουρά να χάνεται κάτω απ’ την επιφάνεια. Όλα μια ιδέα, σκέφτεσαι και βουτάς όσο πιο βαθιά γίνεται. Θυμάσαι μόνο να ακούς το δυνατό γέλιο του βαρκάρη όσο χάνεσαι κάτω απ’ το νερό.
Ένα ακόμα βράδυ στην πιο ήρεμη στιγμή της ζωής σου. Μία ακόμα βόλτα στη νύχτα, με την αιώρα να σε αγκαλιάζει και η ανάσα σου να αφομοιώνεται στους ήχους του Αμαζονίου. Κοιμάσαι και ξυπνάς αλλιώς.
(to be continued)