Ευρώπη, μελό ’80s synthesizers, εσπεριδοειδή, αυτοανακάλυψη. Αυτά είναι μερικά από τα κομμάτια του παζλ των δημιουργημάτων του Luca Guadagnino. Ύστερα από την σαγήνη του Call Me By Your Name και τη μαύρη μαγεία του Suspiria, ο σκηνοθέτης επιστρέφει στην πατρίδα του για να μας γοητεύσει με μια ιστορία που διαδραματίζεται στο πιο απίθανο μέρος. Σε μια Αμερικανική στρατιωτική βάση στην Κιότζα. Το We Are Who We Are, παραγωγή του HBO, αφηγείται την ιστορία ενός αγοριού, του Fraser (Jack Dylan Grazer) που καταφθάνει στη βάση με τις δύο μητέρες του. Εκεί, γνωρίζει την Cate, ενίοτε Harper (Jordan Kristine Seamón), που προέρχεται από μία επίσης περίπλοκη οικογένεια. Μαζί με αυτούς τους χαρακτήρες, και πολλούς άλλους, ο θεατής βρίσκεται στο πίσω κάθισμα, σε ένα ταξίδι εξερεύνησης της σεξουαλικότητας, του φύλου, της θρησκείας και εν γένει της μυστηριώδους αυτής ηλικίας που ονομάζεται εφηβεία. Πρόκειται για μια ιστορία που θα μπορούσε να εκτυλίσσεται οπουδήποτε και οποτεδήποτε, όπως μας λέει ο δημιουργός.
Περί τίνος πρόκειται
Η Sarah Wilson (Chloë Sevigny) είναι η νέα Συνταγματάρχης της βάσης και η σύζυγός της Maggie (Alice Braga) μια εκ των Ταγματαρχών. Πρόκειται για δύο δυναμικές γυναίκες που δεν φοβούνται την ταυτότητά τους ή την αλλαγή. Προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν κατ’ εξοχήν ανδροκρατούμενο χώρο, ταυτόχρονα εξισορροπώντας τη μεταξύ τους δυναμική. «Τον τελευταίο χρόνο είχαμε τρεις βιασμούς και μια αυτοκτονία. Καλή τύχη.», λέει στην Sarah ο προκάτοχός της. «Στην δική σου βάρδια. Τώρα αναλαμβάνω εγώ.», απαντά εκείνη. Θα είναι εν τέλει τόσο διαφορετικά τα πράγματα; Η Sarah αποδεικνύεται πως όσο έλεγχο έχει στο στράτευμά της, άλλο τόσο δεν έχει στην οικογένειά της. Η σχέση της με το γιο της, Fraser, είναι κακοποιητική και από τις δύο πλευρές. Η Maggie, που βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σύντροφο ανώτερή της στον στρατό και με έναν γιο που δεν είναι βιολογικά δικός της, συχνά αναζητά συντροφιά αλλού.
Στο διπλανό σπίτι κατοικεί ο Richard Poythress (Kid Cudi). Αντισυνταγματάρχης, Αφροαμερικανός, Καθολικός Χριστιανός και υποστηρικτής του τότε ανερχόμενου (βρισκόμαστε στο 2016) Trump. Φαίνεται να έχει υιοθετήσει τη λευκότητα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο -το αγαπημένο του τραγούδι είναι το Dixie Road του Lee Greenwood. Πατριάρχης και σεξιστής, καταπιέζει τη γυναίκα του, Jenny (Faith Alabi). Μια πρώην μουσουλμάνα που βρίσκεται αντιμέτωπη όχι μόνο με τον άντρα της, αλλά και με τον γιό της, Danny (Spence Moore II), που προσπαθεί να ασπαστεί τον μουσουλμανισμό, ακολουθώντας στα χνάρια του βιολογικού πατέρα του και κατηγορώντας τη μητέρα του ότι έχει ξεχάσει. Η κόρη τους, Cate, μια έφηβη που προσπαθεί να καταλάβει εάν θέλει να κάνει αλλαγή φύλου και πως μπορεί να χωρέσει σε αυτό τον διαδικό κόσμο, αδυνατεί να βρει κατανόηση στην οικογένειά της.
Διαθεματικότητα
Οι δύο αυτές οικογένειες εμπλέκονται αμέσως. Πέρα από την Cate, οι Poythress είναι αμέσως απαξιωτικοί της σχέσης των δύο γυναικών και του θηλυπρεπούς γιου τους. Ο Fraser και η Cate σύντομα δένονται. Βρίσκουν παρηγοριά στην κοινή τους αναζήτηση, δυσφορία και αμφισβήτηση σεξουαλικότητας και φύλου. Παράλληλα, η Maggie και η Jenny δεν αργούν να καταλάβουν πόσο παρόμοιες είναι. Γυναίκες στη σκιά των συντρόφων τους, μη λευκές. Αν ο Guadagnino ξέρει να κάνει κάτι καλά, αυτό είναι να αντιλαμβάνεται τη διαθεματικότητα της σύγχρονης ύπαρξης. Και ότι οι ταυτότητες (μειονοτικές και μη) συναντώνται, συγκρούονται, συνυπάρχουν. Και, για την ακρίβεια, κάτι που ξέρει ακόμη καλύτερα, είναι να μιλάει για όλα αυτά χωρίς όρους, ταμπέλες ή στερεοτυπικές απεικονίσεις, αλλά οργανικά.
Ξεχνά γρήγορα, κανείς, ότι πίσω από τις μουσικές του Blood Orange και του Frank Ocean, τα neon χρώματα, τα εντυπωσιακά outfits, τις συναισθηματικές και διακριτικά, αθώα σεξουαλικές σκηνές, συνεχίζει να υφίσταται η πραγματικότητα του στρατού. Η πραγματικότητα του πολέμου στο Αφγανιστάν. Και το μη αναστρέψιμο γεγονός ότι η Sarah θα πρέπει αργά ή γρήγορα να στείλει στρατιώτες, νέους και μεγάλους, πρωταγωνιστές και μη, σε σχεδόν βέβαιο θάνατο. Και το μεγάλο ερωτηματικό του για τι και για ποιον πολεμούν. Εδώ είναι που ίσως τα σχόλια του We Are Who We Are είχαν περιθώριο να είναι πολύ πιο ηχηρά. Βρισκόμαστε σε μια Αμερική πιο διχασμένη από ποτέ. Σε μια μετάβαση από την πολιτική ηγεσία του Obama, σε αυτή του Trump. Και η επίπτωση αυτής της μετάβασης θίγεται σαν να πρόκειται για λεπτομέρεια.
Συνοψίζοντας
Η μετάβαση, πάντως, αποτελεί μια γενικότερη θεματική του We Are Who We Are. Μετανάστευση από τη Νέα Υόρκη στην Ιταλία. Φυλομετάβαση. Αλλαγή Προεδρίας. Και η σημαντικότερη μετάβαση όλων, αυτή από την παιδική στην ενήλικη ζωή. Για το τελευταίο από τα 8 επεισόδια της σειράς, ο Guadagnino μας μεταφέρει εκτός βάσης, στη Μπολόνια. Μεταξύ βενζινάδικων, γραφικών χωριών, σιντριβανιών και της συναυλίας του Blood Orange. Για να αφηγηθείς μια εφηβική ιστορία, μας λέει ο σκηνοθέτης, δεν πρέπει να ξεχνάς να ονειρεύεσαι. Η Cate και ο Fraser έχουν 60 τηλεοπτικά λεπτά απόλυτης ελευθερίας. Ελευθερίας να είναι ο εαυτός τους. Να υπάρχουν όπως θέλουν. Ή να μην υπάρχουν καν για τον υπόλοιπο κόσμο. Σε σταθμούς τρένων και άδειους δρόμους, σε αυτές τις μαγικές στιγμές λίγο πριν το ξημέρωμα, χάνονται και βρίσκουν τον εαυτό τους και ο ένας τον άλλο.
Το We Are Who We Are αποτελεί ίσως την πιο πολυδιάστατη δουλειά ενός δημιουργού που δεν διστάζει να θίξει ακόμα και τις πιο καλά κρυμμένες πλευρές της σύγχρονης ύπαρξης.