(Πηγή Eικόνας: www.etsy.com)
«Το να πεθαίνεις είναι μια τέχνη σαν όλες τις άλλες. Την κάνω εξαιρετικά καλά.» -Σύλβια Πλαθ
Η τραγικότητα, κατά τα λεγόμενα πολλών, γεννά την τέχνη, γι’αυτό -όχι σπάνια- συναντά κανείς ανθρώπους που ταλανίζονται στη δεινή της ζωής, να αναζητούν καταφύγιο στην αληθινά λυτρωτική τέχνη, σε αυτήν που συντρέχει τον άνθρωπο, λειτουργώντας σαν βάλσαμο για την ψυχή του. Άτομα ταλαιπωρημένα και εξουθενωμένα από μια πραγματικότητα που στερείται ανθρωπιάς, στρέφονται στις νότες τους, στα χρώματα τους ή στις πένες του, οι οποίες κερδίζουν δικαιολογημένα γι’ αυτούς τον χαρακτηρισμό “σωτήρια λέμβος”.
Η αμερικανίδα ποιήτρια, μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος, Σύλβια Πλαθ, ανήκει σε αυτό το είδος των ανθρώπων της τέχνης, που ο πόνος τους σε συνδυασμό με το αστείρευτο ταλέντο τους, παρακίνησε τις πένες τους στην συγγραφή καλλιτεχνικών δημιουργημάτων, τα οποία αποτέλεσαν μια ποιητική κυρίως, κατάθεση ψυχής, εμπλουτίζοντας με τον λυρισμό τους την παγκόσμια λογοτεχνία.
Η κάτοχος αυτής της ξεχωριστής ποιητικής φωνής πρωτοείδε το φως του κόσμο το 1932 στη Βόστωνη, δείχνοντας από πολύ νωρίς την λογοτεχνική της κλίση, αφού εξέδωσε το πρώτο της ποίημα σε ηλικία μόλις 8 ετών (!). Μια τεράστια προφανώς επιτυχία για ένα 8χρονο παιδί, που όμως επισκιάστηκε από τον πόνο της απώλειας του πατέρα της, η οποία συνέβη λίγο αργότερα.
Όπως η ίδια η Σύλβια Πλαθ είχε δηλώσει “Στο μόνο πράγμα που ήμουν καλή, ήταν στο να κερδίζω υποτροφίες και βραβεία”, και πράγματι, παρά τις δυσκολίες μόλις στην αρχή της ενήλικης ζωής της, με την διπολική διαταραχή να την βασανίζει σε σημείο που αποπειράθηκε την αυτοκτονία, κατόρθωσε το 1955 να εισαχθεί με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, και μόλις ένα χρόνο αργότερα βρέθηκε παντρεμένη με τον άγγλο ποιητή Τεντ Χιούζ, με τον οποίο μετακόμισε για ένα διάστημα στην Βοστώνη, όπου παρακολούθησε σεμινάρια ποιητικής, ώσπου επέστρεψαν στην Αγγλία μόλις διαπίστωσαν την εγκυμοσύνη της.
(Πηγή Εικόνας: www.brainpicking.org)
Εκεί, έζησαν για λίγο στο Λονδίνο και έπειτα στην πόλη Ντέβον, όπου όχι μόνο εξέδωσε την πρώτη ποιητική της συλλογή με τίτλο “Κολοσσός”, αλλά έφερε και στο κόσμο τα δύο παιδιά της, αποβάλλοντας, ωστόσο, το τρίτο, ένα γεγονός που αποτέλεσε αντικείμενο αναφοράς σε αρκετά ποιήματα της.
Στο πόνο της απώλειας της ήρθε να προστεθεί και η προδοσία του συζύγου της, ο οποίος σύναψε σχέση με την ποιήτρια, Άσια Γιουέβιλ, πράγμα που οδήγησε στο χωρισμό τους και στην επιστροφή της Σύλβια Πλαθ και των παιδιών της στο Λονδίνο όπου τον Φεβρουάριο του 1963, άρρωστη με κατάθλιψη και με ελάχιστα χρήματα αυτοκτόνησε, εισπνέοντας φυσικό αέριο από τον φούρνο της, αφήνοντας πίσω της ένα μεγάλο μέρος χειρόγραφης λογοτεχνικής παραγωγής, που κλήθηκε να διαχειριστεί ο πρώην σύζυγος της, ο οποίος και κατηγορήθηκε από αρκετούς μελετητές για την απόκρυψη ορισμένων έργων της που αναφέρονταν στον ίδιο.
Ακόμα βέβαια κι αν ο Χιουζ έπραξε με αυτόν τον τρόπο, η Σύλβια Πλαθ κατόρθωσε να γίνει η πρώτη ποιήτρια που κέρδισε βραβείο Πούλιτζερ μετά το θάνατο της και οι στίχοι της, ακόμα αγγίζουν τις ψυχές εκείνων που δακρύζουν, εκείνων που πονούν, εκείνων που από καιρό έπαψαν να ελπίζουν.