Ιταλίδα γιατρός και παιδαγωγός, δημιουργός του εκπαιδευτικού συστήματος που φέρει το όνομά της. Για την εποχή του αποτέλεσε πρωτοπορία και εξακολουθεί να εφαρμόζεται και σήμερα σε αρκετά σχολεία, τα επονομαζόμενα «μοντεσσοριανά» ή «μοντεσσοριανές σχολές».
H Μαρία Θέκλα Αρτεμισία Μοντεσόρι (Maria Tecla Artemisia Montessori) γεννήθηκε στις 31 Αυγούστου 1870 στο Κιαραβάλε, ένα χωριό πλησίον της Αγκώνας. Ο πατέρας της Αλεσάντρο Μοντεσσόρι ήταν υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών και διηύθυνε ένα κρατικό καπνεργοστάσιο και η μητέρα της Ρενίλντε Στοπάνι ήταν μία ιδιαίτερα μορφωμένη νοικοκυρά.
Η Μαρία σε ηλικία τριών ετών μετακόμισε με την οικογένειά της στη Φλωρεντία και το 1875 στη Ρώμη, λόγω της δουλειάς του πατέρα της. Τον επόμενο χρόνο πήγε στο δημοτικό σχολείο, από το οποίο αποφοίτησε το 1883 με ιδιαίτερες επιδόσεις στο μάθημα των Οικιακών. Το 1883 γράφτηκε στο Τεχνικό Σχολείο «Μικελάντζελο Μπουοναρότι», όπου διδάχτηκε ιταλικά, μαθηματικά, λογιστικά, ιστορία και γεωγραφία. Το 1886 συνέχισε τις σπουδές της στο Τεχνικό Σχολείο «Λεονάρντο Ντα Βίντσι», όπου διδάχθηκε ιταλικά, μαθηματικά, ιστορία, γεωγραφία, γεωμετρία, γραμμικό και ελεύθερο σχέδιο, φυσική, χημεία, ζωολογία, φυτολογία και ξένες γλώσσες.
Αποφοίτησε το 1890 με δίπλωμα στη φυσική και τα μαθηματικά και τον ίδιο χρόνο επιχείρησε να γραφτεί στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου «Λα Σαπιέντσα» της Ρώμης, μία ασυνήθιστη επιλογή για γυναίκα της εποχής της. Δεν έγινε δεκτή αμέσως και παρακολούθησε ένα πρόγραμμα σπουδών που περιελάμβανε φυτολογία, ζωολογία, πειραματική φυσική, ιστολογία, ανατομία, χημεία, Ιταλικά και Λατινικά. Το 1893 πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις και δεν μπόρεσαν να της αρνηθούν την εγγραφή της στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ρώμης.
Από την αρχή αντιμετώπισε την εχθρότητα μερίδας των συμφοιτητών της, αλλά και των καθηγητών, γρήγορα όμως τους κέρδισε με τις επιδόσεις της. Το 1896 αποφοίτησε με τις ειδικότητες του παιδιάτρου και της ψυχιάτρου, έχοντας κλινική εμπειρία κατά τη διάρκεια των σπουδών της. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα που έλαβε πτυχίο ιατρικής από Ιταλικό Πανεπιστήμιο. Την ίδια χρονιά διορίστηκε βοηθός στην Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου της Ρώμης, όπου της κίνησαν το ενδιαφέρον τα εκπαιδευτικά προβλήματα των παιδιών με νοητική καθυστέρηση. Από το 1900 έως το 1907 δίδαξε παιδαγωγική στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, όπου κατείχε και την έδρα της ανθρωπολογίας από το 1904 έως το 1908. Στο διάστημα αυτό συνέχισε τις σπουδές της στη Φιλοσοφία, την Ψυχολογία και σε θέματα αγωγής.
Στα τέλη του 1906 προσκλήθηκε να αναλάβει την εκπαίδευση μιας ομάδας παιδιών σε μια φτωχογειτονιά της Ρώμης, το Σαν Λορέντζο. Η Μοντεσόρι το θεώρησε ως χρυσή ευκαιρία για την εφαρμογή των εκπαιδευτικών της μεθόδων σε παιδιά με φυσιολογική νοημοσύνη. Στις 6 Ιανουαρίου 1907 άνοιξε το πρώτο Σπίτι των Παιδιών (Casa dei Bambini). Έδινε ιδιαίτερη έμφαση στα εποπτικά διδασκαλίας δικής της εμπνεύσεως και κατασκευής για να γίνονται μέσω των αισθήσεων κατανοητά τα μαθήματα του σχολείου. Οι μαθητές μάθαιναν στην αυτοπειθαρχία μέσα από διάφορες δραστηριότητες, όπως το ξεσκόνισμα και το σκούπισμα της τάξης και την περιποίηση του κήπου.
Στην πρώτη αυτή πειραματική σχολική τάξη η Μοντεσόρι παρακολουθούσε καθημερινά τις αντιδράσεις των παιδιών, για να διαμορφώσει την εκπαιδευτική της μέθοδο, η οποία αποτυπώνεται στο βιβλίο της Η μέθοδος της επιστημονικής παιδαγωγικής (Il Metodo della Pedagogia Scientifica Applicato All’ Educazione Infantile Nelle Casa Dei Bambine), που εκδόθηκε το 1909. Η Μοντεσόρι εμπνεύστηκε τη μέθοδό της από τα νηπιαγωγεία του Φρέμπελ, την ψυχολογία των αισθήσεων των Ιτάρ και Σεγκέν και τις εκπαιδευτικές θεωρίες του Πεσταλότσι.
Σύμφωνα με τη μέθοδο Μοντεσόρι, το παιδί συμμετέχει στη γνώση και με τις πέντε αισθήσεις του και εκπαιδεύεται χωρίς σχολικούς καταναγκασμούς. Η βάση του Μοντεσσοριανού συστήματος είναι η βαθιά εμπιστοσύνη στο παιδί και ο απεριόριστος σεβασμός στις ικανότητές του να αναπτυχθεί από μόνο του.
«Ακόμα και αυτά τα άτυχα παιδιά, όταν ενθαρρύνονται κατάλληλα, αποκτούν ένα αυθόρμητο ενδιαφέρον στη μάθηση και μία αυθόρμητη αυτοπειθαρχία», είχε πει χαρακτηριστικά.
Διάφορα αντικείμενα το βοηθούν να κατανοήσει τις έννοιες του βάρους, τα χρώματα, τα ποσοτικά μεγέθη και τα σχήματα, ενώ διάφορες κατασκευές αξιοποιούν τη δημιουργική και καλλιτεχνική του έφεση. Η παιδαγωγός δεν επιβάλλεται ποτέ με τον φόβο ή με την ένταση της φωνής της. Ένα «μάθημα σιωπής» ασκεί στον αυτοέλεγχο και την αυτοσυγκράτηση τα παιδιά.
Ανεξαρτησία, ελευθερία με όρια και σεβασμός για την φυσική ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού είναι το τρίπτυχο που αποτελεί την ουσία του Μοντεσσοριανού συστήματος εκπαίδευσης, το οποίο συνεχίζει, αν και με αρκετές παραλλαγές, να εφαρμόζεται σε χιλιάδες σχολεία ανά τον κόσμο, ενώ έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό και τις καθημερινές συνήθειες τόσο της οικογένειας όσο και της κοινωνίας.
Μότο δε της μεθόδου αποτελεί το «βοήθησέ με να το κάνω μόνος μου» και γι’αυτό η αγωγή του παιδιού πρέπει να είναι τέτοια ώστε να σέβεται την ανάγκη του για προσωπική ελευθερία, τον ατομικό του ρυθμό και τα ενδιαφέροντά του.
Όσο για το ζήτημα της πειθαρχίας, αυτή, σύμφωνα με την Μοντεσσόρι, βρίσκεται εν δυνάμει στο βαθύτερο «είναι» το παιδιού.
Το εκπαιδευτικό της σύστημα αρχίζει να αναγνωρίζεται πρώτα στην Ιταλία και στη συνέχεια στον υπόλοιπο κόσμο. Τα επόμενα σαράντα χρόνια ταξιδεύει αδιάκοπα σε όλη την Ευρώπη, την Ινδία και τις ΗΠΑ, ανοίγοντας σχολεία που φέρουν το όνομά της.
Το μοντεσσοριανό σύστημα εκπαίδευσης εφαρμόζεται σήμερα σε περίπου 20.000 σχολεία παγκοσμίως, στα οποία συμμετέχουν παιδιά από την γέννησή της έως τα δεκαοκτώ τους έτη.
Στην Αθήνα λειτουργούν τα Μοντεσσοριανά Σχολεία της Κηφισιάς, η Μοντεσσοριανή Σχολή Αθηνών – Μαρία Γουδέλη, στη Ν. Φιλοθέη, ενώ στα Μελίσσια υπάρχει ο μοντεσσοριανός παιδικός σταθμός «Το Σπίτι των Παιδιών». Στην Θεσσαλονίκη υπάρχει η Μοντεσσοριανή Σχολή Ζαφρανά, η οποία στεγάζει παιδικό σταθμό και νηπιαγωγείο.
Το Παιδαγωγικό Σύστημα Μοντεσσόρι σήμερα εφαρμόζεται κυρίως στην προσχολική αγωγή (από τα 3 έως τα 6 έτη) και ανήκει ολοκληρωτικά στον ιδιωτικό τομέα εκπαίδευσης.
Το 1922, η Μαρία Μοντεσόρι διορίζεται κυβερνητικός επιθεωρητής των Σχολείων στην Ιταλία, αλλά θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη χώρα της το 1934, εξαιτίας της φασιστικής διακυβέρνησης Μουσολίνι. Μετακομίζει στην Ισπανία, αλλά μετά τον Εμφύλιο και την επικράτηση της δικτατορίας του Φράνκο εγκαθίσταται στην Ολλανδία. Το 1939 μεταναστεύει στην Ινδία, όπου θα παραμείνει καθ’ όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1949 επιστρέφει στην Ολλανδία, όπου θα ζήσει μέχρι το τέλος της ζωής της. Στις 6 Μαΐου 1952, εξαιτίας ενός εγκεφαλικού επεισοδίου, αφήνει την τελευταία της πνοή στην πόλη Νόρντβαικ της Δυτικής Ολλανδίας, σε ηλικία 81 ετών.