Συγκαταλέγεται στο Πάνθεο των μεγάλων κλασικών. Η αναγνώριση του Γκυστάβ Φλωμπέρ είναι διαρκής ανά τους αιώνες και ελάχιστοι είναι οι ομότεχνοί του που δε θεώρησαν χρέος τους να τον μελετήσουν. Κάφκα, Σαρτρ, Μπωντλαίρ και Προυστ είναι μόνο κάποια από τα ιερά τέρατα της τέχνης που ανέτρεξαν στο έργο του και προσπάθησαν να κατανοήσουν την προσωπικότητά του. Το έργο του είναι απαράβλεπτο, αστείρευτο, σχεδόν μυθικό. Έμεινε στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, δημιουργώντας τις ρίζες του μυθιστορήματος. Αυτό, ωστόσο, ήταν το αποτέλεσμα μιας επίπονης ζωής, που βίωνε ο συγγραφέας με τον μόχθο της αδιάκοπης αυταπάρνησης, αλλά και της απάρνησης του κόσμου και της πραγματικότητας.
Ας δούμε όμως, ποιος ήταν ο Γκυστάβ Φλωμπέρ
Γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1821 στη Νορμανδία της Γαλλίας. Ήδη από το 1830 δεν κρύβει ότι θέλει να ασχοληθεί με το γράψιμο. Ένα χρόνο αργότερα μπαίνει οικότροφος στο Κολέγιο και αρχίζει να μελετά λατινικά. Το 1838 γράφει το πρώτο του (αυτοβιογραφικό) έργο με τίτλο «Απομνημονεύματα ενός Τρελού». Το 1841 γράφεται στη Νομική Σχολή, για την οποία τον προόριζε η οικογένειά του και που ο ίδιος, όμως, βαριέται αφόρητα. Το 1843 έχει ήδη αποφασίσει πως δεν τον ενδιαφέρει η νομική σταδιοδρομία. Δε νιώθει τίποτα άλλο, παρά μόνο μίσος για τις σπουδές του και θέλει να γίνει συγγραφέας. Λίγο αργότερα πρωτοεμφανίζονται και οι κρίσεις επιληψίας του. Αυτό τον αναγκάζει να φροντίζει την υγεία του για πολλούς μήνες και γίνεται η αφορμή να εγκατασταθεί πια στο Κρουασέ, λίγο έξω από τη Ρουέν, σε σπίτι που του αγοράζει ο πατέρας του.
Τα έργα
Στη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε πολύ και είναι αλήθεια πως γι’ αυτόν το ταξίδι είναι μια αφορμή για να δοκιμάζεται παρά να βλέπει. Ωστόσο, βλέπει καλά κι αυτό μας το δείχνουν τα έργα του. Η «Μαντάμ Μποβαρύ», «Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου» και η «Αισθηματική αγωγή» είναι αυτά που θα απασχολήσουν περισσότερο από όλα, για πάρα πολλά χρόνια το παγκόσμιο κοινό. Μάλιστα, για τη «Μαντάμ Μποβαρύ» δικάστηκε από την Κυβέρνηση, καθώς χαρακτηρίστηκε από τις γαλλικές κρατικές αρχές, ως ένα έργο που προσέβαλλε τα «ήθη και τη θρησκεία». Τελικα, κατάφερε, χάρη στην κοινωνική θέση της οικογένειάς του, να αθωωθεί.
Το τέλος
Το 1879, άρρωστος και βουτηγμένος στα χρέη, υποθηκεύει μέχρι και τα συγγραφικά του δικαιώματα. Το τελευταίο έργο του «Μπουβάρ και Πεκυσέ» στα τέλη του 1880 ήθελε να είναι κάτι, που αν και δεν ήταν ό,τι το καλύτερο, θα ήταν το πιο αυθεντικό από ό,τι είχε δώσει. Ένιωθε την ανάγκη να πει την αποτυχία του, την απέχθειά του προς το πρόσωπό του, κοιτάζοντας για τελευταία φορά τον εαυτό του: «Είναι καιρός να φτάσει το τέλος του βιβλίου μου, αλλιώς θα τελειώσω εγώ». Πράγματι, ένα μήνα αργότερα, τον Μάιο, πεθαίνει στο γραφείο του από εγκεφαλικό επισόδιο.

Εμβαθύνοντας στην προσωπικότητα του Φλωμπέρ
Σπουδαίες είναι οι πληροφορίες που αντλούμε για την προσωπικότητα του Φλωμπέρ από τις επιστολές του στον Ε. Φεντό, την Λ. Κολέ, την Ροζέ ντε Ζενέτ κ.α. «Ο συγγραφέας πρέπει ν’ αφήνει πίσω του μονάχα τα έργα του. Η ζωή του δεν ενδιαφέρει.» (στον Ε. Φεντό, 21 Αυγούστου 1859). Κανείς, ποτέ, δεν αγωνίστηκε περισσότερο να εξοριστεί θεληματικά από την ίδια του τη ζωή, προκειμένου να αποκοπεί από τις περισπάσεις που θα υποβάθμιζαν την τέχνη του. Ο Φλωμπέρ εξουδετερώνει το «εγώ» σαν να πρέπει ν’απαρνηθεί κανείς οριστικά τον ίδιο του τον εαυτό για να ξαναγεννηθεί τελικά στο έργο. «Ο μόνος τρόπος για να μην είσαι δυστυχισμένος είναι ν’ απομονωθείς στην Τέχνη και να μη λογαριάσεις τίποτ’ άλλο.» (στον Λε Πουατεβέν το 1845). Το πεπρωμένο του συγγραφέα εξαρτάται εξ’ ολοκλήρου από τη γονιμότητα αυτής της παραίτησης. Η γραφή είναι πάθος της ολότητας. Ένας «άμετρος πανθεϊσμός» θα έλεγε κανείς, που καταλύει τη διάκριση ανάμεσα στο εγώ και τον κόσμο. «Στρέφομαι σ’ ένα είδος αισθητικού μυστικισμού» αναφέρει, εννοώντας το κλείσιμο έξω από τον κόσμο σαν μοναδικό μέσο να εξασφαλίσει ένα άνοιγμα προς το άπειρο της τέχνης. «Αυτό που ταιριάζει με τη δική μου φύση, είναι για τους άλλους το αφύσικο».
Ο σκοπός της λογοτεχνίας αναδύεται υπό το φως της καινοτόμας οπτικής του Φλωμπέρ
Οι «δύο ξεχωριστοί άνθρωποι» που, όπως και ο ίδιος ομολογεί, υπάρχουν μέσα στον μυθιστοριογράφο. Ο ρομαντικός, ο συνεπαρμένος από το «μεταφυσικό ουρλιαχτό» και ο ψυχρός ερευνητής, συνυπάρχουν αδιαλείπτως. Στα «Απομνημονεύματα ενός τρελού», όπως παρατηρεί ο Α. Τιμπωντέ, ο Φλωμπέρ πειραματίζεται για πρώτη φορά στην «επιμήκυνση της προοπτικής». Τη συνδεδεμένη με τη μνήμη, αυτή την απόσταση του εγώ από το εγώ, που επιτρέπει στη λογοτεχνία την υπέρβαση της προσωπικής ενθύμησης. Η μυθιστοριοποιημένη αυτοβιογραφία είναι ο προάγγελος της μυθιστορηματικής φόρμας. «Η τέχνη είναι μία αναπαράσταση, αυτό μόνο πρέπει να έχουμε κατά νου, ν’ αναπαριστούμε» (στη Λ. Κολέ, 13 Σεπτέμβρη 1852). «Πρέπει η εξωτερική πραγματικότητα να μπει μέσα μας, να μας κάνει να κραυγάσουμε σχεδόν, για να την αναπαράγουμε σωστά» (στη Λ. Κολέ, 7-8 Ιούλη 1853). Έτσι, στήνεται ανάμεσα στο συγγραφέα και στον κόσμο μια σχέση αμοιβαίας διείσδυσης. Ξαναβρίσκοντας την πλατωνική ορολογία, ο Φλωμπέρ διατυπώνει τη σύγχρονη θεωρία του άρρηκτου δεσμού της μορφής και του περιεχομένου: «Όπου η Μορφή, πράγματι, λείπει, δεν υπάρχει πια περιεχόμενο […] Είναι αναπόσπαστα δεμένα το ίδιο όπως κι η υπόσταση με το χρώμα και γι’ αυτό ακριβώς η Τέχνη είναι η ίδια η αλήθεια» (στη Λ. Κολέ, 15-16 Μάη 1852). Η αλήθεια αυτή απαιτεί επιπλέον μια «επιστήμη του συνόλου» που ο Φλωμπέρ συχνά αποκαλεί «σύλληψη». Το αποκορύφωμα της «μυθιστορηματικής ειλικρίνειας» για τον ίδιο είναι όταν «το έργο είναι υπερβολικά αληθινό και, από αισθητική άποψη, απουσιάζει η πλαστή προοπτική.» (στην κ. Ροζέ ντε Ζενέτ, Οκτώβρης 1879)

Το ιδεώδες της φλωμπεριανής αγωγής
Για να ξεπεραστεί το ανακόλουθο και το αποσπασματικό επιβάλλεται η απόδραση απ’ το χρόνο και η αυτοεξορία. Το ιδεώδες της φλωμπεριανής αγωγής είναι να παραμείνεις αδρανής για να γλιτώσεις τη φθορά του χρόνου. Λες και η πραγματικότητα δεν αξίζει να βιωθεί παρά μόνο μέσα από το ανικανοποίητο που γεννά η ανυπέρβλητη απόσταση από το ιδεώδες. Για τον Φλωμπέρ, να γράφεις και να ζεις είναι απολύτως ασυμβίβαστα. Η αιθέρια λογοτεχνία αναδύεται μέσα από τα ερείπια της πραγματικότητας. Την ίδια αντίληψη είχε και ο Κάφκα και αυτό ακριβώς σέβεται σε αυτόν. Για τον Κάφκα, ο Φλωμπέρ είναι ο άνθρωπος που θυσίασε τη ζωή του σε κάτι πιο υψηλό, πιο σπουδαίο από τη ζωή: τη λογοτεχνία. Από την αρχαιότητα, όπως διαβάζουμε στον Ίωνα, ο ποιητής «είναι πράγμα ανάλαφρο, φτερωτό και ιερό και δε μπορεί τίποτα να συνθέσει πρωτού γίνει ένθεος, δηλαδή σχεδόν τρελός» (Πλάτων, Ίων, 534 β). Είναι αδιαμφισβήτητο πως ο Γκυστάβ Φλωμπέρ άνοιξε το δρόμο για μια νέα εποχή στην ιστορία της λογοτεχνίας. Από τη “Μαντάμ Μποβαρύ” καθιερώθηκε μέχρι και σήμερα ο όρος “μποβαρισμός” δηλώνοντας τις τάσεις φυγής από την πραγματικότητα, την έλλειψη ικανοποίησης και τη δημιουργία μιας φανταστικής, εξιδανικευμένης προσωπικότητας.
