“Το πείραμα της συμβίωσης Ελλήνων και Τούρκων σε ένα κοινό κράτος, την Κυπριακή Δημοκρατία, κράτησε τρία χρόνια. Οι δυσλειτουργίες του συντάγματος επιτάχθηκαν από τις διαφορετικές επιδιώξεις κάθε κοινότητας, δημιουργώντας καθημερινά προβλήματα.”
Διαβάσαμε και σας προτείνουμε τα ιστορικά βιβλία : “Ελληνοτουρκικές σχέσεις” του Άγγελου Συρίγου & “Το Κυπριακό από τη Ζυρίχη στη Λουκέρνη” του Πέτρου Λιάκουρα, στα οποία αναλύεται και περιγράφεται επαρκώς το χρονικό του Κυπριακού με όλες τις λεπτομέρειες. Τα βιβλία κυκλοφορούν απο τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ και Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ αντίστοιχα.
Η Κύπρος είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και βρίσκεται στα Ανατολικά της τελευταίας. Η στρατηγική της σημασία έγκειται στο ότι απέχει 42 μίλια από την Τουρκία,64 μίλια από την Συρία, 100 μίλια από το Λίβανο, 130 μίλια από το Ισραήλ, 240 από την Αίγυπτο και τη Διώρυγα του Σουέζ και 245 μίλια από τη Ρόδο. Ο ελληνισμός της Κύπρου δεν επέλεγε άλλη πολιτική παρά μόνο την ένταξη στην εθνολογικά συγγενή χώρα Ελλάδα, την οποία πάντοτε εκλάμβανε ως μητρική. Πρέπει να σημειωθεί, εκ των προτέρων, πως, παρά τα όσα έχει περάσει η μεγαλόνησος, έχει διατηρήσει τον Ελληνικό της χαρακτήρα. Η σειρά αυτή επιλογών στιγμάτισε την ιστορία του Κυπριακού και τι συνιστώσες της. Μετά την Οθωμανική αυτοκρατορία ξεκίνησε ο βαθμιαίος εποικισμός της νήσου από μουσουλμάνους της Μικράς Ασίας, του Λιβάνου και της Συρίας, όπως επίσης και από απόστρατους που είχαν συμμετοχή στην κατάκτηση της Κύπρου και ως επιβράβευση έλαβαν καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα ο τουρκικός πληθυσμός στην Κύπρο παρέμεινε σταθερός περίπου στο 20%.
Ο ελληνοκυπριακός πληθυσμός ήταν πρωτεργάτης των αγώνων ανεξαρτησίας της Κύπρου. Η προοπτική ήταν που κινητοποίησε την εμπλοκή πρώτα των Βρετανών και έπειτα της Τουρκίας, ώστε να αφυπνισθεί ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός και δηλώσει “παρών” στην υπόθεση της ανεξαρτησίας. Αυτή η αφύπνιση όμως είχε στόχο να μην αφομοιωθεί ο ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός από την ισχύ του ελληνοκυπριακού πληθυσμού και να απαιτήσει συμμετοχή στην πολιτική διαχείριση. Συνισταμένη όλων αυτών των εξελίξεων στάθηκε ο χωρισμός του πληθυσμού σε δύο κοινότητες και με γρήγορους ρυθμούς αναπτύχθηκαν και οι απαιτήσεις της κάθε κοινότητας, οι οποίες βέβαια κινήθηκαν- και κινούνται- σε διαμετρικά αντίθετες κατευθύνσεις.
Το 1955 το Εθναρχικό συμβούλιο της Κύπρου πραγματοποίησε δημοψήφισμα μεταξύ των ελληνοκυπρίων. Το αποτέλεσμα ήταν το 95,7% να πάρει θέση υπέρ της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα. Λίγους μήνες αργότερα εξελέγη Εθνάρχης και Αρχιεπίσκοπος της Κύπρου ο Μακάριος Γ’, ο οποίος με την παρουσία του σημάδεψε τα κυπριακά δρώμενα κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα. Οι Ελληνικές κυβερνήσεις του 1954, και έπειτα, δέχονταν αρκετές πιέσεις από τον Μακάριο για το θέμα της Κύπρου. Ο τελευταίος συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις με τον κυβερνήτη Χάρντινγκ. Ήταν οι μοναδικές διαπραγματεύσεις μεταξύ ελληνοκυπριακής ηγεσίας και Βρετανίας. Το θετικό της υπόθεσης ήταν ότι η Τουρκία δεν είχε την δυνατότητα παρέμβασης σε αυτή τη διαδικασία. Οι διαπραγματεύσεις, ωστόσο φάνηκαν ατελέσφορες. Μετά την αποτυχία τους ο Μακάριος συνελήφθη και εξορίστηκε στις Σεϊχέλες. Το αποτέλεσμα, παρά τις προσδοκίες των Βρετανών, ήταν μετά την εξορία του Μακαρίου να διακοπεί κάθε επικοινωνία με τους ελληνοκυπρίους. Το 1958 , στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ για το Κυπριακό, Ο Τούρκος Υπ. Εξ. Ζορλού, πρότεινε διμερείς διαπραγματεύσεις για την επίλυση του προβλήματος. Η ορισμένη υποχώρηση της Τουρκίας χαρακτηρίστηκε απρόσμενη, αν και δεχόταν την πίεση της Αμερικής για περισσότερη διαλλακτικότητα. Την ελληνοκυπριακή πλευρά εκπροσώπησε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ενώ οι εκ νέου διαπραγματεύσεις ήταν σύντομες. Οι τελικές πράξεις σύστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και το σύνταγμα υπεγράφησαν στις 16 Αυγούστου του 1960, και αμέσως μετά ανακηρύχθηκε το νέο κράτος με νομική κατοχύρωση. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος υπήρξε ο πρώτος Πρόεδρος και ο Κιουτσούκ ήταν ο αντιπρόεδρος. Στην ουσία μετά το σύνταγμα του 1960 η Κύπρος συστήνονταν ως ενιαίο κράτος με δικοινοτικό χαρακτήρα.
Το πείραμα της συμβιώσεως Ελλήνων και Τούρκων σε ένα κράτος, την Κυπριακή Δημοκρατία κράτησε τρία χρόνια. Οι δυσλειτουργίες του συντάγματος επιτάχθηκαν από τις διαφορετικές επιδιώξεις κάθε κοινότητας, δημιουργώντας καθημερινά προβλήματα. Τον Νοέμβριο του 1963 ο Μακάριος υπέβαλε προς τον Τούρκο Αντιπρόεδρο και τους Πρωθυπουργούς των τριών εγγυητριών δυνάμεων, υπόμνημα με 13 σημεία, το οποίο απέβλεπε στην αναθεώρηση του συντάγματος του 1960.
Η Άγκυρα απάντησε ρητά στα “13 σημεία” με άρνηση χαρακτηρίζοντας το υπόμνημα ως “εντελώς απαράδεκτο”. Κοινωνικές αναταραχές τις επόμενες ημέρες και οι αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα σε ελληνοκυπρίους και τουρκοκύπριους, έδειξαν πως οι δύο πλευρές προετοιμάζονταν για ένοπλη σύγκρουση. Εκείνη την περίοδο η Τουρκία απείλησε ευθέως πως θα πραγματοποιούσε στρατιωτική επέμβαση στο νησί, θεωρώντας ότι έχει αυτό το δικαίωμα λόγω της συνθήκης εγγυήσεως. Μια τέτοια εξέλιξη τελικά δεν υλοποιήθηκε, αφού και η Βρετανία ανέλαβε ρόλο ειρηνευτή – διαμεσολαβητή. Το επόμενο διάστημα η Τουρκοκυπριακή πλευρά έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο δημιουργίας μιας τουρκικής “Κυπριακής Δημοκρατίας” εκτός συμφωνιών. Ο Κιουτσούκ με 3 υπουργούς αποχώρησε από το υπουργικό συμβούλιο της νόμιμης Κυπριακής κυβέρνησης, περίπου 25.000 τουρκοκύπριοι μετακινήθηκαν σε αμιγώς τουρκοκυπριακά χωριά, οι τουρκοκύπριοι δημόσιοι υπάλληλοι αποχώρησαν από τις υπηρεσίες του και εν τέλει παρουσιάστηκε η δημιουργία ενός νέου διοικητικού μηχανισμού, ο οποίος ευθέως αντιστρατευόταν το συνταγματικό καθεστώς του 1960. Είχαν ήδη ξεκινήσει οι διαδικασίες που αποσκοπούσαν στην αποκοπή του τουρκοκυπριακού λαού από το σώμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ η στάση και η τακτική αυτή χαρακτηρίστηκε από την ελληνοκυπριακή πλευρά ως ανταρσία.
Καθ’ όλη την περίοδο αυτήν, η εισβολή της Τουρκίας θεωρούταν πιθανή. Τα τουρκικά μαχητικά παραβίαζαν συχνά τον εναέριο χώρο, ο τουρκικός στόλος κινούταν απειλητικά προς τον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Κύπρου και Μικράς Ασίας και το τουρκικό απόσπασμα που ήταν στην Κύπρο είχε αναμειχθεί σε πολλά επεισόδια. Η επιστολή Τζόνσον (πρόεδρος των ΗΠΑ) προς τον τότε Πρωθυπουργό της Τουρκίας, η παρουσία της ελληνικής μεραρχίας στο νησί και η αβέβαιη έκβαση μιας στρατιωτικής επέμβασης- η αποτυχία της θα έπληττε το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας άμεσα- το 1964, ματαίωσε την ενδεχόμενη εισβολή.
Μετά το 1964 τα αποτελέσματα ήταν σταδιακά, οι Ελληνικές θέσεις για το Κυπριακό έπαψαν να βρίσκουν πρόθυμους συνομιλητές στο ΝΑΤΟ ή στο σύμφωνο Βαρσοβίας. Σε αυτό είχαν συντείνει και οι διακοινοτικές ταραχές, οι οποίες είχαν καλλιεργήσει στη διεθνή κοινή γνώμη ένα κλίμα συμπάθειας προς τους αδύναμους και “καταπιεζόμενους ” από την υπέρτερη Ελληνοκυπριακή πλευρά Τουρκοκυπρίους. Η διάσταση απόψεων Αθήνας – Λευκωσίας ως προς την πρωτοβουλία των χειρισμών και η πολιτική αστάθεια που επικρατούσε στην Ελλάδα δεν επέτρεψαν τη συγκρότηση μιας συγκεκριμένης στρατηγικής για το Κυπριακό.