Με δυο λέξεις κλειδιά ξεκινά ο συγγραφέας Μάνος Κοντολέων το μυθιστόρημα του «Το νησί με τις λέξεις που αγαπάνε» από τις εκδόσεις Πατάκη. «Μεγάλο νησί» γράφει, «Ένα νησί σε μια κλειστή θάλασσα», όπως ακριβώς και τα συναισθήματα που είναι φυλακισμένα πίσω απ’ τις πέτρινες λέξεις.
Λέξεις
Τι γίνεται όταν οι λέξεις ξεχνιούνται και οι άνθρωποι αδυνατούν να τις θυμηθούν; Τι μπορεί να επαναφέρει τα χαμόγελα στα χείλη των παιδιών του νησιού;
Το θαυμάσιο εξώφυλλο, που έχει εικονογραφήσει η Κατερίνα Βερούτσου μας παρασύρει να φαντασιωθούμε ότι πρόκειται για παραμύθι. Και η αλήθεια είναι ότι ο ξεχωριστός συμβολισμός του και τα παραμυθητικά του στοιχεία οδηγούν τον αναγνώστη να χαθεί μέσα στην περιπέτεια του και να ξανανιώσει ένα ενήλικο παιδί, που συνεχώς ανατρέχει και προσδοκά να βρει το μίτο, να λύσει το αίνιγμα, να βρει το κλειδί της μυστικότητας του, που δεν είναι άλλο από την αλήθεια. Η αλήθεια που γίνεται συνώνυμη του φωτός και της ανιδιοτελούς αγάπης. Το θέρετρο της ιστορίας εξελίσσεται σε ένα μυθικό νησί που επιπλέει στη θάλασσα λέξεων του συγγραφέα.
«Γερνούσαν ο ηγεμόνας και η αρχόντισσα. Κι έτσι όπως δίχως όνειρα για την επόμενη μέρα ζούσανε, μαζί τους γερνούσε και ο τόπος-το Νησί μας, ας πούμε. Έναν διάδοχο, αποφασίσανε.»
«Θέλουμε να είναι κάποιος που να μπορεί να φέρει πίσω τις λέξεις που αγαπάνε. Και οι λέξεις επιστρέφουν μέσα από ιστορίες.»
Ιστορίες
Στις ιστορίες οι προσωποποιήσεις αφθονούν και η γραφή γίνεται λυρική και ομηρική, καθώς άνθρωπος και φύση γίνονται κύκλοι ομόκεντροι, γεννιούνται και πεθαίνουν μαζί, όπως οι εποχές που διαδέχονται η μία την άλλη.
Ο ηγεμόνας του νησιού, σαν γέρο-πλάτανος, αυτός μόνο αφουγκράζεται τον επιθανάτιο ρόγχο του νησιού. Ο φόβος ότι θα σταματήσει η λαϊκή παράδοση του τόπου, ο φόβος της φύσης που εναντιώνεται στον άνθρωπο φανερώνεται μέσα από το πρόσωπο της ηγεμονίδας, που σαν άλλη αιωνόβια γιαγιά, μεταφέρει από στόμα σε στόμα την ιστορία.
«Όχι διαταγή…» Τρομαγμένα ακούστηκε η φωνή της γερόντισσας. «Με διαταγές δε φέρνεις πίσω τις λέξεις που αγαπάνε…»
Οι πράξεις των λέξεων σταμάτησαν να υπάρχουν, ως νοήματα που φθάρηκαν μες το χρόνο, σαν τα κιτρινισμένα γάντια της αρχόντισσας-γερόντισσας που έντυναν τα χέρια της, μα δεν μετέδιδαν πια το άρωμα τους. Οι ίδιες οι λέξεις αγκομαχούσαν να προφέρουν το όνομα και την ιδιότητα τους, καθώς έμεναν χωρίς ταυτότητα.
Ο Άρχοντας του νησιού σαν άλλος Ιησούς από το πιο ψηλό σημείο του Γολγοθά του, λέει:
«Aπελθέτω το ποτήριον τούτο απ’ εμού» καθώς παραπονέθηκε για το γενόμενα, που θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να σταματήσει. Εδώ, σαν άλλη σύντροφος του Αβραάμ, η Αρχόντισσα, κυοφορεί το ζητούμενο για να γεννηθεί η Άνοιξη στο νησί των λέξεων, ώστε να αισθανθούν ξανά οι άνθρωποι την αγάπη και την ελπίδα.
«Οι λέξεις που αγαπάνε επέστρεφαν..Μια , δυο, τρείς, τέσσερις …Τις μέτρησε η αρχόντισσα. Τις μετρούσε και ο ηγεμόνας.»
«Αγαπώ…Προσφέρω…Όνειρα…Γέννα…»
Η φύση, ως σύμμαχος του ανθρώπου που τον κυκλώνει και τον περικλείει στον αέναο κύκλο της ζωής, μας υπενθυμίζει τα αρχαία μυστήρια και την συμμετοχή του ανθρώπου στις αρχαίες τελετές για την ευγονία των λέξεων που κυοφορούν τη νέα εποχή. Πάνω στο κρεβάτι της αγάπης, στο πρώτο δωμάτιο που ερωτεύτηκαν και έκαναν όνειρα, εκεί, ο ηγεμόνας και η ηγεμονίδα ανακάλυψαν ξανά τον χαμένο Παράδεισο της πρότερης νιότης τους. Τα παράθυρα, σύμβολο της ψυχής στην καλντέρα των βυθισμένων ονείρων, ξανανοίγουν για ν’ αγναντέψουν το αρχιπέλαγος της αγάπης.
Αδερφή
Στο κεφάλαιο «Αδερφή» μας εντυπωσιάζει η ταιριαστή επανάληψη και η αλληλοσυμπλήρωση, του έρωτα με την αγάπη, μέσα από τα σύμβολα του φεγγαριού και του ήλιου. Για άλλη μια φορά, η φύση παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο, αποτελώντας τον κύριο πυλώνα έμπνευσης του συγγραφέα Μάνου Κοντολέων.
Μητέρα
Στο κεφάλαιο «Μητέρα», η γυναίκα, ίδια ροδιά με κατακόκκινα μάγουλα, γεμάτη γλύκα και τρυφεράδα, φροντίζει το σπιτικό με το νοιάξιμο και την αγάπη της. Η ροδιά , σύμβολο ευγονίας και οικογενειακής ευτυχίας, από αρχαιοτάτων χρόνων, περνά με συμβολικό τρόπο μέσα από την ιστορία της Ροδής και του Ροδάμανη.
Πουλί τριανταφυλλί
«Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη!» έρχονται στο μυαλό μας οι στίχοι του λαϊκού μας παραμυθιού, καθώς διαβάζουμε το «Πουλί Τριανταφυλλί».
Μουντή εποχή, υγρασία παντού σκούριαζε τους αρμούς της Άνοιξης. Ώσπου, το πιο ζωηρό χρώμα του ουράνιου τόξου νίκησε την καταχνιά των γκρίζων βράχων για να φανεί το κάστρο της αγάπης. Ίσως ήταν το κόκκινο ένδυμα της Θεομήτορος. Δεν χρειάζεται μαστίγιο , φύλακα και μουχλιασμένους τοίχους η αγάπη. Η γυναίκα Άνοιξη λουλούδιασε στο στείρο έδαφος των ψυχών. Το κάστρο του ήλιου άρχισε την επανάσταση του φωτός και οι κατακόκκινες μάνες τριανταφυλλιές γέννησαν πουλιά τριανταφυλλένια σαν την νεότητα και την αγάπη.
Τα πιο όμορφα παιδιά είναι αυτά που μένουν πάντα παιδιά! Μόνο η σοφία Θεά θα φύτευε με το δόρυ της πένας τόσα δέντρα ειρήνης όσα και ο συγγραφέας Μάνος Κοντολέων. Κάθε προσφορά προς τον συνάνθρωπο, κάθε αγκάλιασμα καλοσύνης είναι σπόρος ελαίας, αειθαλές το δέντρο της! Ο διάλογος του ρακένδυτου-τάχα- Θεού με τους άρχοντες των καιρών θέλει να προϊδεάσει τον αναγνώστη για τα μελλούμενα, να τον προετοιμάσει για τον ερχομό της ασιτίας των λέξεων και των συναισθημάτων. Η ειρήνη και η ευγονία του τόπου είναι αλληλένδετες για τον συγγραφέα.
«Ένα δέντρο θα ξεραίνεται για κάθε πράξη άκαρδη.»
Πατέρας
Στο κεφάλαιο «Πατέρας», ο συγγραφέας οραματίζεται τον Πατέρα ως το αιώνιο καλοκαίρι και τρέχει να τον βρει περίτεχνα στον ουρανό, όπου κατοικεί. Κατορθώνει και το κατεβάζει στη γη για τρεις μήνες, και ύστερα ο θρόνος του αδειάζει, ενώ εκείνος εξακολουθεί να παρακολουθεί από τα συννεφένια παραπετάσματα τ’ ουρανού. Ο πατέρας, ως ο βασιλιάς του καλοκαιριού, μας κατακλύζει με τη θέρμη της αγκαλιάς του, που με στοργή και ξεγνοιασιά χαρίζεται στα παιδιά του.
Παιδιά
Στα «Παιδιά» η αλαζονεία είναι ο δάκος της καλοσύνης μα και οι καταπράσινες ελιές της σοφίας που αντέχουν στα τερτίπια της ζωής και της φύσης. Ο ελαιώνας πάντα υπάρχει και ο συγγραφέας μας σε κάθε σελίδα αυτού του βιβλίου ιδρύει νέους ελαιώνες και ηλιοστάσια. Μια «νέα γενιά ανθρώπων» ονειρεύεται. Η ελιά, γράφει, είναι δέντρο ευλογημένο που χαρίζει αγάπη, κατανόηση, ειρήνη κι ελπίδα, που δροσίζει και προστατεύει σαν μάνα τα παιδιά της.
Όλες οι ιστορίες δένουν μεταξύ τους αριστοτεχνικά στο τελευταίο κεφάλαιο «Οι άνθρωποι», όπου κάθε παραμύθι/ιστορία βρίσκει τον κάτοχο της μέσα από τη μοναδική ταυτότητα αφής –αρώματος του συγγραφέως της. Όμως, αυτή που κερδίζει τις εντυπώσεις, είναι εκείνη που έγραψε ο πιο σημαντικός συγγραφέας.
Ο Μάνος Κοντολέων εστιάζει στην γενεσιουργό ελπίδα που γεννά η αιώνια παιδικότητα της ψυχής. Ποιος άραγε έγραψε την καλύτερη από τις έξι ιστορίες; Κάτω από την σκιά της ιερής βελανιδιάς, υπό το βλέμμα των Δρυίδων, ο ηγεμόνας και η ηγεμόνιδα «φωτιστήκαν», σαν από μαγικό φίλτρο και βρήκαν ότι η σωτηρία των λέξεων και η ανασύσταση τους, γεννιέται μέσα απ’ την αγάπη. Γιατί μόνο η ΑΓΑΠΗ, όταν μοιράζεται, σαν θεία κοινωνία, αναδομεί την ύπαρξη, δίνει ζωή στις λέξεις.
«Γιατί οι λέξεις υπάρχουν όταν κάτι περιγράφουν. Αν αυτό χαθεί, πεθαίνουν και οι λέξεις.»