Ακούμε τελευταία πολύ το όνομα Πάμπλο Νερούδα. Ίσως γιατί κυκλοφόρησε ταινία για την ζωή του και το έργο του, όμως πόσοι ξέρουμε καλά τον Νερούδα;
Έχω για τη ζωή μιαν αντίληψη δραματική και ρομαντική. Ο,τι δεν αγγίζει βαθιά την ευαισθησία μου δεν με ενδιαφέρει. Όσον αφορά την ποίηση, στην πραγματικότητα καταλαβαίνω πολύ λίγα πράγματα. Γι’ αυτό συνεχίζω με τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Ίσως απ’ αυτά τα φυτά, τη μοναξιά, τη σκληρή ζωή, βγαίνουν οι μυστικές, αληθινά βαθιές “Ποιητικές Πραμάτειες” που κανείς δεν μπορεί να διαβάσει, γιατί κανείς δεν τις έγραψε. Η ποίηση διδάσκεται βήμα βήμα ανάμεσα στα πράγματα και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντάς τα με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης.
Ο Πάμπλο Νερούδα, ή όπως είναι το αληθινό του όνομα Ricardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου το 1904 στην πόλη Παράλ της Χιλής. Σύμφωνα με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, θεωρείται ο σημαντικότερος ποιητής του 20ού αιώνα και μάλιστα το 1971 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις λόγω της πολιτικής του δραστηριότητας και των Κομμουνιστικών του πεποιθήσεων.
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Μεγάλωσε σε μια απλή, φτωχή σχετικά οικογένεια με τον πατέρα του Χοσέ να δουλεύει στον σιδηροδρομικό σταθμό. Η μητέρα του πέθανε από φυματίωση 1 μήνα αφότου γεννήθηκε ο Πάμπλο. Έπειτα μετακόμισε μαζί με τον πατέρα του στην πόλη Τεμούκο όπου εκείνος ξαναπαντρεύτηκε. Ο Νερούδα ξεκίνησε να γράφει ποίηση σε ηλικία 10 ετών, αλλά ο πατέρας του τον αποθάρρυνε κι έτσι άρχισε να υπογράφει τα έργα του με το ψευδώνυμο Πάμπλο Νερούδα, υιοθετώντας το επώνυμο του γνωστού Τσέχου συγγραφέα και ποιητή Γιαν Νερούντα. Για το Πάμπλο δεν ξέρουμε με σιγουριά αλλά πολλοί υποστηρίζουν ότι εμπνεύστηκε από τον Γάλλο ποιητή Πωλ Βερλαίν.
Από μικρός, λοιπό, είχε έφεση προς την ποίηση και την λογοτεχνία, διαβάζοντας πολλούς σπουδαίους και κλασσικούς Λατινοαμερικανούς και Ευρωπαίους συγγραφείς που που στάθηκαν σταθμός στην διαμόρφωση των απόψεων του και του συγγραφικού του χαρακτήρα. Φυσικά, μεγάλη επιρροή ήταν και ή καθηγήτρια του στο γυμνάσιο, η σπουδαία Χιλιανή πεζογράφος και μετέπειτα κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, Γκαμπριέλα Μιστράλ, η οποία τον μύησε στην κλασσική Ρώσικη Λογοτεχνία. Εκείνη την εποχή αρχίζει να δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα, αρχικά με διάφορα ψευδώνυμα. Στη συνέχεια φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο και από εκεί και πέρα άρχισε η πορεία του προς την ευρεία αναγνώριση.
To 1921 μετακόμισε στο Σαντιάγο για να σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία και κατά το διάστημα αυτό εξέδωσε 2 συλλογές: Crepusculario- Ηλιοβασιλέματα (1923) και Veinte poemas de amor y una cancion desesperada – Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα απελπισμένο άσμα (1924), συλλογή για την οποία έγινε περισσότερο γνωστός. Αυτές οι δύο ποιητικές συλλογές τον καταξίωσαν ως μεγάλο ποιητή. Γρήγορα, όμως, κατάλαβε ότι τα λεφτά δεν του αρκούσαν, οπότε μπήκε και στο Διπλωματικό Σώμα, το οποίο στάθηκε η αφορμή για να πραγματοποιήσει πολλά ταξίδια από το 1927 ως το 1935, ως πρόξενος στη Βιρμανία, στην Κεϋλάνη, στην Ιάβα, στη Σιγκαπούρη, στο Μπουένος Άιρες, στη Βαρκελώνη και τη Μαδρίτη. Το 1938, μετά από απόφαση του Λαϊκού Μετώπου της Χιλής, ο Νερούδα στέλνεται πρέσβης στο Παρίσι και αργότερα στο Μεξικό. Στην Ιάβα ήταν που γνώρισε και την μετέπειτα σύζυγο του, την Ολλανδέζα Μαρύκα Αντονιέτα Χάγκενααρ Βόγκελζανγκ, με την οποία χώρισε μετά από έξι χρόνια, κατά τη θητεία του στην Ισπανία. Εκεί, ερωτική του σύντροφος και μετέπειτα δεύτερη σύζυγός του υπήρξε επί δεκαέξι χρόνια η Αργεντίνα Δέλια ντελ Καρρίλ, είκοσι χρόνια μεγαλύτερή του.
Ο Πάμπλο Νερούδα είχε και έντονο πολιτικό πνεύμα, καθώς έπαιρνε δημόσια θέση και υποστήριζε σθεναρά τα πολιτικά του πιστεύω, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές αντιδράσεις. Λεπτομερέστερα, η εμπειρία του από τις άθλιες συνθήκες επιβίωσης των ανθρώπων στην Ασία, τα καταπιεστικά καθεστώτα και η φιλία του με τους σχεδόν ομοϊδεάτες του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Λουί Αραγκόν και Φιντέλ Κάστρο, υπήρξαν ορισμένοι από τους πολλούς παράγοντες που τον οδήγησαν στον κομμουνισμό. Στον Κάστρο είχε αφιερώσει και ένα ποίημα του, στο οποίο τον υμνούσε. Τα έργα του άρχισαν να γίνονται πιο πολιτικοποιημένα, με αποκορύφωμα το Κάντο Χενεράλ, το οποίο έχει μελοποιηθεί από το συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίο έχει μάλιστα συναντηθεί από κοντά. Όταν ο Πρόεδρος Γκονσάλες Βιδέλα απαγόρευσε τον κομμουνισμό στη Χιλή, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εις βάρος του Νερούδα. Γι’ αυτό, επί τέσσερις μήνες κρυβόταν στο υπόγειο ενός σπιτιού στην πόλη Βαλπαραΐσο. Κατάφερε να διαφύγει στην Αργεντινή και από εκεί στην Ευρώπη, όπου έζησε εξόριστος από το 1948 ως το 1952. Στο μεταξύ είχε εκλεγεί και Γερουσιαστής με το Κομμουνιστικό Κόμμα Χιλής το 1948. Στη διάρκεια της εξορίας του ταξίδεψε σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, σε πολλές από τις οποίες δεν έγινε δεκτός εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων.
Το 1949 επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν για τον εορτασμό των 100 χρόνων από τη γέννηση του σπουδαίου λογοτέχνη και ποιητή Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν. Εκεί γνώρισε τον επίσης κομμουνιστή ποιητή Ναζίμ Χικμέτ, στον οποίο διηγήθηκε τα δεινά του λαού του. Κατά την εξορία του, γνώρισε και ανέπτυξε ερωτική σχέση με τη Χιλιανή τραγουδίστρια Ματίλντε Ουρρούτια, η οποία αποτέλεσε και τη «μούσα» του για πολλά από τα έργα του, που και παντρεύτηκε τελικά το 1966, μετά το δεύτερο διαζύγιό του. Κατά τη δεκαετία του ’60 το Κομμουνιστικό Κόμμα του απονέμει το μετάλλιο «Ρεκαμπάρεμ» , την υψηλότερη κομματική διάκριση. Το 1971 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο παρέλαβε όντας άρρωστος από καρκίνο.
Βοήθησε τον σοσιαλιστή ηγέτη Σαλβαδόρ Αλιέντε στην προεκλογική του εκστρατεία, αλλά πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου 1973, λίγο μετά τη δολοφονία του Αλιέντε από τους πραξικοπηματίες του Πινοσέτ. Υπάρχουν θεωρίες ότι δεν του παρήχθησαν οι απαραίτητες ιατρικές φροντίδες, όσο αυτός ήταν σε κατ’ οίκον περιορισμό. Ο Πινοσέτ απαγόρευσε να γίνει δημόσιο γεγονός η κηδεία του Νερούντα, ωστόσο το πλήθος αψήφησε την απαγόρευση και κατέκλυσε τους δρόμους, μετατρέποντας την κηδεία στην πρώτη δημόσια διαμαρτυρία ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία της Χιλής. Τα έργα του είχαν απαγορευθεί από το στρατιωτικό καθεστώς μέχρι και το 1990.
«Ητανε της τύχης μου να υποφέρω όσα υπόφερα και της τύχης μου να αγωνιστώ όπως αγωνίστηκα, να αγαπήσω και να τραγουδήσω όπως τραγούδησα. Γνώρισα σε διάφορα σημεία της Γης το θρίαμβο και την ήττα, έχω ζωντανή στη μνήμη μου τη γεύση του ψωμιού, αλλά και τη γεύση του αίματος. Τι περισσότερο μπορεί να θέλει ένας ποιητής; Η ζωή μου στάθηκε η ίδια η ποίησή μου και η ποίησή μου υπήρξε το στήριγμα όλων των αγώνων μου. Αν και πολλά βραβεία μού δόθηκαν, κανένα δεν μπορεί να συγκριθεί με το τελευταίο βραβείο. Να είμαι ο ποιητής του λαού μου. Το μεγάλο, το μοναδικό μου βραβείο είναι αυτό κι όχι τα βιβλία μου που μεταφράστηκαν σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου, ούτε τα βιβλία που γράφτηκαν για να αναλύσουν τα λόγια μου.»